Εάν, όμως, είχαμε ένα πρόγραμμα που επικέντρωνε στα αποτελέσματα κι όχι στην ψήφιση κάποιων ρυθμίσεων, τότε δεν θα μπορούσε ουδείς να ερμηνεύει ως «μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού», τις οριζόντιες, τυφλές και, σε μεγάλο βαθμό, λάνθασμένες περικοπές. Και τότε, ο ΕΦΚΑ μάλλον δεν θα μπορούσε να είναι η τυπική μορφή μιας αναποτελεσματικής ασφαλιστικής δομής.
Εάν είχαμε ένα εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που δεν περιφρονούσε τα πραγματικά δεδομένα και στηριζόταν στην επιλογή της καλύτερης λύσης, τότε δεν θα έφθαναν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις ΔΟΥ στα 94 δισ. ευρώ και ο αριθμός των οφειλετών στα 4,31 εκατομμύρια. Θα υπήρχε ένας ρεαλιστικός σχεδιασμός για τον εξορθολογισμό και τη μείωση των δημοσίων δαπανών που, σήμερα, βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα (55,4% ΑΕΠ, ενώ δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν το 44% ΑΕΠ).
Ούτε θα επέβαλε το κράτος στους πολίτες πρόσθετα διοικητικά βάρη, όπως συμβάινει με το «κοινωνικό επίδομα αλληλεγγύης». Είναι το ίδιο που οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περιφρονούσαν, αποκαλώντας το «επίδομα φτώχειας», όταν διακινούσαν τον πομφόλυγα του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης». Όταν, μετά από δύο χρόνια, κατάφεραν να δώσουν στους άστεγους και κατατρεγμένους την απλόχερη βοήθεια των 200 «αριστερών» ευρώ, απαίτησαν απ’ αυτούς να συμπληρώνουν 13 δικαιολογητικά!
Ένα πρόγραμμα πραγματικών μεταρρυθμίσεων θα αξιολογούσε το αποτέλεσμα κι όχι τις διαδικασίες, όπως συμβαίνει με την πάταξη της λαθρεμπορίας καυσίμων. Αφού η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι έχει καταρτίσει επιχειρησιακό σχέδιο για την αντιμετώπισή της κι αφού κατένειμε ρόλους μεταξύ δομών και αξιωματούχων, μας πληροφόρησε ότι μετά από σαράντα πέντε (45) ελέγχους σε πρατήρια υγρών καυσίμων, διαπίστωσαν παρατυπίες σε τρία, στα οποία επέβαλαν διοικητικό πρόστιμο. Ωδινεν όρος και έτεκεν μυν!
Μάλλον, όμως, η ύπαρξη ενός προγράμματος πραγματικών αλλαγών είναι πολύ δυσκολότερη από την αξιολόγηση με την οποία μας ταλαιπωρούν ένθεν και ένθεν, τόσο καιρό! Αλλά για να υπάρξει ένα τέτοιο πρόγραμμα φοβούμαι ότι θα πρέπει να διανύσουμε έναν μακρύ δρόμο με «προγράμματα» μνημονιακού τύπου. Ίσως αυτό να είναι το τίμημα για την ανάκτηση μιας χαμένης ελληνικής ταυτότητας που θα μας επιτρέψει να μην παρασιτούμε αλλά να παράγουμε, να μην εκλιπαρούμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη αλλά να πρωτοστατούμε γι’ αυτήν, έργοις και λόγοις.