Εγώ βέβαια, όπως και χιλιάδες άλλοι κάτοικοι της Αθήνας, δεν βρίσκομαι σε περίοδο διακοπών, αντιθέτως μάλιστα! Εγώ σηκώθηκα στις 06:40 το πρωί– όπως κάθε μέρα – βγήκα στους δρόμους σαν τρελή – όπως κάθε μέρα – για να πάω τον γιο μου στο σχολείο και μετά στην τράπεζα να πληρώσω το δάνειο κι από κει – ήδη με την ψυχή στο στόμα στις 8 το πρωί – στη δουλειά. Στη δουλειά, χτύπησα ένα ωραιότατο 9ωρο χωρίς ανάσα και αποχώρησα στις 17:05 ακριβώς, για να περάσω μπροστά απ’ το σπίτι μου στις 17:15, να ξαναπάρω τον γιο μου, να τον πάω για κούρεμα στις 17:30, να κάνω ένα σούπερ μάρκετ στα γρήγορα κατά τη διάρκεια του κουρέματος και να καταλήξω κάποια στιγμή στο σπίτι μου, ξεθεωμένη από την κούραση! Επιπλέον, κάπου στο ενδιάμεσο των πρωινών δρομολογίων, είχα φουλάρει το ρεζερβουάρ με την ελπίδα ότι η βενζίνη θα μου φτάσει μέχρι το τέλος του μηνός, αφού στις 9 τρέχοντος ζήτησα να προπληρωθώ το 15ήμερό μου που κανονικά πληρώθηκε σήμερα, μιας και ήμουν άφραγκη! Από τις 9 μέχρι σήμερα είμαι και πάλι άφραγκη, αφού πλήρωσα του κόσμου τους λογαριασμούς και τις υποχρεώσεις, με γενέθλια της κόρης μου σε 2 μέρες και μια πενταήμερη εκδρομή Γ’ Λυκείου του γιου να με περιμένει στη γωνία στο τέλος του μηνός, ήτοι καμιά 500ριά ευρώ, εντελώς «γεια σου» – χαλάλι του και γερός να είναι.
Θα μου πείτε τώρα και τι σας ενδιαφέρουν εσάς όλα αυτά; Σας ενδιαφέρουν, γιατί εκπροσωπώ τον μέσο πολίτη αυτής της χώρας, δηλαδή τους περισσότερους από εσάς. Εξαντλητικές μέρες – ενίοτε και νύχτες – με άπειρη δουλειά και υποχρεώσεις, με ευθύνες παιδιών που είναι κρεμασμένα επάνω μου, με όλα τα γνωστά οικονομικά και όχι μόνο προβλήματα του μέσου Έλληνα και διανύοντας τον 6ο χρόνο της ελληνικής κρίσης, σε μια πόλη σκληρή και αφιλόξενη, που κάνει την καθημερινότητα ακόμα πιο δύσκολη. Γι αυτό σας ενδιαφέρει. Γιατί είμαι… εσείς! Κομμάτι σας, φωνή σας, συνείδησή σας!
Έχω φουλάρει, που λέτε, το όχημα – που εδώ και ενάμισι μήνα ζητάει και σέρβις αλλά κάνω το παγώνι – και ευελπιστώ, ότι θα καλύψω όλα τα απολύτως αναγκαία δρομολόγια μέχρι το τέλος του μηνός, κάνοντας αιματηρή οικονομία στις διαδρομές, όπως και με τις τελευταίες σταγόνες στο μπουκάλι με το λάδι, όταν μαγειρεύω. Όχι, δεν θα μας λείψει τίποτα ούτε και αυτόν τον μήνα κι ας μην είμαστε αχάριστοι μπροστά σε τόση δυστυχία που υπάρχει γύρω μας, αλλά πάλι δύσκολα θα τη βγάλουμε και εμείς – εδώ κάτω – και το δεύτερο σπίτι «μας»», στον Βορρά. Καλά όμως τα υπολόγισα εγώ, αλλά χωρίς τον ξενοδόχο! Γιατί βλέπετε, έχω το πλεονέκτημα να ζω σε μια από τις ελίτ περιοχές της Αθήνας, δίπλα στη θάλασσα – δεύτερο καλοκαίρι φέτος, που ούτε την αντίκρισα σχεδόν. Και στην Αθήνα, όταν λέμε «δίπλα στη θάλασσα», εννοούμε… Παραλιακή Λεωφόρο. Ποιος να μου το ‘λεγε τώρα εμένα, ότι με τόσο μετρημένους υπολογισμούς, θα έτρωγα σε ένα απόγευμα, από το γραφείο μέχρι το σπίτι, το ¼ του ρεζερβουάρ μου, επειδή ο πρώην πλανητάρχης δέχθηκε την πρόσκληση του Αλέξη!
Το πρωί απ’ τη δουλειά, όλο και ψιλόμπαινα στο φέισμπουκ για να ρίξω από καμιά κλεφτή ματιά. Κρυφογέλασα με όλα τα φαιδρά και γέλασα πολύ με το πηγαίο χιούμορ κάποιων φίλων, που δεν άφησαν να πέσει κάτω καρφίτσα με τα σχόλιά τους. Η αλήθεια είναι ότι μετά το ξέχασα τελείως. Πού να φανταστώ την πίκρα που θα έτρωγα, τόσες ώρες αργότερα;
Χάος στην Παραλιακή, με τα πάντα ακινητοποιημένα και άπειρη αστυνομία σε κάθε σταυροδρόμι κι εγώ να μετράω τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα για να προλάβω το κούρεμα του γιου, κοιτάζοντας παράλληλα τη βελόνα του δείκτη της βενζίνης, να κατεβαίνει ανησυχητικά. Βαδίζοντας χιλιοστό – χιλιοστό, στο διπλανό μου αυτοκίνητο ένας νεαρός άνοιξε το σπαγγέτι που σίγουρα είχε πάρει πακέτο για το σπίτι και άρχισε να το τρώει με βουλιμία, ίσως κι από τα νεύρα του. Ένα κουκλί με μακριά μαλλιά, που μου ‘ρθε να του φωνάξω απ’ το παράθυρο, «μάζεψε μια αλογοουρά τα μαλλάκια σου, βρε αγόρι μου, μην τα λερώσεις». Αυτός εξ’ αριστερών μου. Ο άλλος, εκ δεξιών, πάλευε με τις ώρες με τη μύτη του, προσπαθώντας να ανασκάψει θησαυρούς. Κι εγώ, τσίτα τη μουσική – ευτυχώς, αυτό συνεχίζει πάντα να με σώζει – τούρλα στο κάπνισμα, να μετράω τα λεπτά και τις κινήσεις του δείκτη της βενζίνης. Ποιος νοιάζεται όμως για όλες αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες, δικές μου ή των ομοίων μου;
Τελικά, μετέθεσα τηλεφωνικώς το κούρεμα κατά μία ώρα, πρόλαβα το σούπερ μάρκετ, έζησα και μια οδύσσεια μέχρι να παρκάρω κοντά στο σπίτι μου, γιατί όλες οι δίοδοι προς την Παραλιακή συνέχιζαν να είναι κλειστές και καταταλαιπωρημένη, με το που μπήκα στο σπίτι, άνοιξα τον υπολογιστή μου για να δω φωτογραφίες από τη σημερινή ημέρα, με τον… Αλέξη να την έχει ξαπλάρει μπροστά στον καθόλου τυχαίο φιλοξενούμενό του, κουρασμένος; – από τι αλήθεια; Μήπως οδηγούσε κι εκείνος για μιάμιση ώρα με τα αυτοκίνητα σημειωτόν και μούδιασε και το δικό του πόδι στον συμπλέκτη; Ή μήπως έτρεχε απ’ τις 6:30 τα χαράματα, για να πάει τα παιδιά του στο σχολείο και μετά στη δουλειά για να κερδίσει τον επιούσιο;
Αυτήν την στιγμή που σας γράφω, η μέση μου ανοίγει από την κούραση – υποθέτω το ίδιο και όλων αυτών των ένστολων που ήταν όλη μέρα στο πόδι φορτωμένοι σαν αστακοί και πολλών πολλών άλλων – και το μόνο μήνυμα που θέλω να στείλω στον πρωθυπουργό της χώρας μας και στον εκλεκτό καλεσμένο της είναι… ότι οφείλουν και οι δυο τους, όπως και όλοι οι άρχοντες, να μην ξεχνάνε τους λαούς τους! Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Απ’ όποια χώρα κι αν προέρχονται κι όπου κι αν πάνε! Δουλειά τους είναι οι λαοί τους. Οι γυαλισμένες λιμουζίνες, οι αλεξίσφαιρες τσάρκες, τα δείπνα με τις γαρίδες και τα sightseeing, είναι για μας παρελκόμενα και παράλληλο σύμπαν. Δουλειά τους είναι οι άνθρωποι των χωρών τους. Κι αυτούς, δυστυχώς, τους σκέφτονται τελευταίους. Ή και καθόλου.
ΥΓ Εγώ βέβαια, δεν πρόλαβα να δω το Τροκαντερό με «μύγα να μην πετάει», όπως μου το περιέγραψαν. Σίγουρα όμως και ο πλανητάρχης δεν θα πρόλαβε να δει ούτε έναν άστεγο στο Κέντρο της Αθήνας. Θα τους μάζεψαν. Όλους.