ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
«Αντίο»
Λύγισα.
Σήκωνες τη γη απ’ τα πεσμένα φύλλα της, ώριμο καρπό του δέντρου σου.
Είχε ένα χρώμα κίτρινο η επιδερμίδα της, του χαμομηλιού που θάμπωνε στην πολυκαιρισμένη του θωριά.
Με τη μνήμη που τη μεγάλωσες, κινούσες τώρα
και μου διάβαζες τα μικρά της έπη.
Έτοιμα τα είχες στα φυλαγμένα σου.
Κάπου κάπου άλλαζες το βλέμμα σου.
Σιωπούσες και με κοίταζες με παράπονο, για τη γη που θ’ άφηνες.
Μετά συνέχιζες, μέχρι να τελέψεις τη διαδικασία που είχε αρχινήσει.
Επικήδειος-πρόβα σε ζωντανή μετάδοση.
Λύγισα που σ’ έβλεπα να σβήνεις.