Σου μιλούσα στον δρόμο, σε αυτιά που κοσκίνιζαν και κρατούσαν τα βολικά.
Τα άλλα, τα άφηνες κι έπεφταν, λόγια κόκκοι ψιλοί στου αέρα το παράδερμα.
Ό,τι απέμενε ήταν ό,τι σε ανάθρεψε. Και τώρα το ίδιο. Πόλη δεν ήξερες με άλλο φεγγάρι και άλλο σύννεφο. Καρφωμένες εικόνες σκιάδι των ματιών σου. Ο κόσμος παραπατούσε δίπλα σου. Ας πρόσεχε. Έλεγες πως δεν ήσουν υπεύθυνη γι’ αυτό. Στον ίδιο ήλιο –μολόγαγες- οι άνθρωποι όλοι περπατούν. Στις σκιές τους μοναχά αλλάζουν. Κρίμα, συμπλήρωνες, για τα σώματα που πατούσες καθώς περπάταγες, η σκιά σου βλέπεις ήταν ψηλότερη των άλλων. Όμως συγγνώμη δεν είχες μέσα σου να πεις. Άλλωστε, καθείς κι η μοίρα του. Σκοτεινοί τους έλαχε να σεριανούν στα σκοτεινά της. Εσύ είχες προνοήσει. Στη γέμιση του φεγγαριού γεννήθηκες, σε βάφτισε του ήλιου σου το μεσουράνημα. Βάδιζες μέσα απ’ τα τείχια τού κάστρου, που φτιαξε ο κόσμος σου και έξω απ’ αυτό που να ξερες. Δεν ήταν τής ευθύνης σου.
Μάλιστα ενοχλήθηκες για τα άβολα, που στ’ αλήθεια καθόλου δε θα ήθελες να ξέρεις. Ματωμένο φεγγάρι δεν άντεχαν τα «καθαρά» σου μάτια. Μονάχα σε κάτι λογο-τεχνάσματα, αυτά που εξήπταν τη φαντασία σου, που τα ξόρκιζε την ίδια ώρα. Α, ώστε υπήρχαν στ’ αλήθεια πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι χωρίς σπίτια, χωρίς μέλλον. Κρίμα. Πόσο άτυχοι. Αλλά εγώ τι φταίω, έλεγες.
Τους είδες στην οθόνη της τηλεόρασης και μετά την αποστείρωσες με οινόπνευμα. Απαγόρεψες και στα παιδιά να δουν. Δε χρειάζεται να μαραίνεται η ψυχούλα τους.
Απ’ τα ξένα παιδάκια.
Πόσο έμοιαζαν φεγγάρι και ήλιος στον δρόμο μας. Φως πλαστικό, ίσα να προσπερνούμε χωρίς να σκοντάφτουμε στις άβολες σκέψεις. Ευτυχώς που φτιάξαμε αντισώματα και δεν πεθαίνουμε τον θάνατο τους.
Άτυχα ξένα παιδάκια. Κρίμα!