γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Η ζωή στη μεγαλούπολη είναι αγχωτική, οι ρυθμοί γρήγοροι. Τα τρένα περνούν πάνω ή κάτω από τη γη, μεταφέροντας τα πολύτιμα εμπορεύματά τους: τους ανθρώπους. Οι τελευταίοι μιλούν σπάνια. Το γκρίζο πέπλο της ελληνικής πρωτεύουσας σκεπάζει τα χαμόγελά τους και τους αναγκάζει να ντυθούν με χρώματα παραλλαγής στο μουντό τοπίο. Αυτά είναι όμως η μία όψη, υπάρχει και η άλλη, η πιο ρομαντική, αυτή που που διαπερνά τη μουντάδα με χίλιες γλώσσες και μουσικές, μένοντας χαραγμένη στο μυαλό των παιδιών που πλέον μεγάλωσαν.
Καθώς λοιπόν τα παιδιά μεγαλώνουν, υπάρχουν στιγμές που γυρνούν πίσω. Και θυμούνται. Αναζητούν εικόνες, αρώματα, ήχους που τους διαμόρφωσαν. Κάτι να τoυς πηγαίνει πιο αργά σε μια κοινωνία που όλοι τρέχουν. Όπως τον περίφημο «Ολυμπιακάκια», εκείνον τον γέρο που είχε βάψει ερυθρόλευκο το σπίτι του, στα Άνω Πετράλωνα.
Δεν θυμάμαι το όνομά του. Ούτε το πρόσωπό του, μάλλον. Μόνο μια μορφή να στέκει έξω από το ερυθρόλευκο σπίτι και να παίζει με τους μπόμπιρες, που άλλοτε τον έβριζαν κι άλλοτε τον επικροτούσαν για τις οπαδικές του προτιμήσεις. Υπήρχαν πολλές φήμες στην περιοχή για το ποιος ήταν, οι περισσότερες -περιέργως για μια τέτοια φιγούρα- αληθοφανείς. Έλεγαν πως ήταν παλιός παίκτης ή παράγοντας της ομάδας του Πειραιά, που με τον καιρό απόκαμε στο μικρό του σπίτι, χωρίς όμως ποτέ να ξεχάσει την παλιά του αγάπη. Έζησε εκεί φτωχός κι άρρωστος, χτυπημένος από μια ασθένεια που κανείς δεν ήξερε. Μέχρι που ένα βράδυ, μια παρέα από παλιούς φίλους μαζεύτηκε στο σπίτι του για να του κάνει δώρο ένα αναπηρικό καροτσάκι. Ακούστηκαν ύμνοι, οι ηλικιωμένοι θυμήθηκαν τα παλιά, ο «Ολυμπιακάκιας» άρχισε να πετάει στον ουρανό με άρμα τις παλιές μνήμες. Κι έμεινε εκεί, χαμογελαστός. Πάνε τώρα κοντά δέκα χρόνια από τη μέρα που το σώμα του δεν μπόρεσε να τον κρατήσει στη γη
Πριν λίγες μέρες, έτυχε να περπατήσω στους ίδιους δρόμους και να φτάσω έξω από το μέρος που ζούσε. Το ερυθρόλευκο σπίτι δεν υπήρχε πια. Είχε κατεδαφιστεί, και μόνο ένας εσωτερικός τοίχος είχε μείνει να υπενθυμίζει τον παλιό του ένοικο. Κι αυτός αρκετός ήταν. Έτσι, να μας υπενθυμίζει μια άλλη εποχή, όχι τόσο μακρινή χρονικά. Τότε που η Αθήνα μύριζε για μας γιασεμί. Τότε που η μεγαλούπολη ήταν επικίνδυνη μόνο για όσους φοβούνταν να κοιμηθούν αργά. Και τότε που μικρά παιδιά ονειρεύονταν να κατακτήσουν τη γη με ξύλινα σπαθιά. Γιατί άνθρωποι σαν τον «Ολυμπιακάκια» έρχονται και φεύγουν, αφήνουν όμως το στίγμα τους σε μια κοινωνία που μεταβάλλεται.