Ανηφόριζα το βουνό.
Πέτρες αλυχτούσαν κάτω απ’ τις πατούσες μου,
που τρόμαζαν στα κοφτερά δόντια, στους κοφτερούς λαρυγγισμούς
στομάτων ανυπόμονων να καταπιούν την άδεια σάρκα
και σε κάτι … θυμάρια, που δίπλωναν στρογγυλά,
προικιά στολίδια για κειόν που θα επέστρεφε ξανά
στο νοσταλγό του χώμα.
Κοιτούσε ο ήλιος πάνω από την πλάτη μου
και πύρωνε με θυμό τα πάντα, μαζί και
μένα που ήξερα
κάτι ιστορίες του παλιές με Δαίδαλους και Ίκαρους
Πορευόμουν
Ένα κατοστό ψηλότερα τών πυρακτωμένων βράχων
Ένα κατοστό μακρύτερα τής ανάσας τού ήλιου
που φθονούσαν τους επίδοξους Θεούς
που λιωνε τις κερένιες αυτάρκειες τών ανθρώπων
Στο ισχνό μεταίχμιο
Πορευόμουν την πλαγιά μου