γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος.
Στις 29 Μάιου 1453, η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών. Η χιλιόχρονη χριστιανική αυτοκρατορία του Βυζαντίου έφτανε στο τέλος της και ο «μαρμαρωμένος Βασιλιάς», Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θα γινόταν θρύλος. Οι καμπάνες της Αγίας Σοφίας σίγησαν μα η νοσταλγία για την χαμένη «Ρωμανία» έμεινε ανεξίτηλη στο μνημονικό του λάου μέχρι τις μέρες μας.
Το 330 μ. Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος χτίζει την Κωνσταντινούπολη, τη «Νέα Ρώμη» στα ερείπια της Μεγαρικής αποικίας του Βυζαντίου. Της δίνει το όνομα του κατά τα ελληνιστικά πρότυπα και σε μια στρατηγική περιοχή, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, η «Βασιλεύουσα» αρχίζει τη μεγάλη της πορεία. Στα χρόνια του Βυζαντίου, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανίστηκε, εξελληνίστηκε και κατέστη μια οικουμενική δύναμη με διεθνή ακτινοβολία εφάμιλλη της Παλαιάς Ρώμης. Όπως γραφεί η Αρβελέρ: «Η χριστιανική ιδέα έδωσε στη νέα αυτοκρατορία πνευματική ενότητα, ενώ η ρωμαϊκές ιδέες της εξασφάλισαν τη βάση και την νομιμότητα στην εξίσωση μιας πολίτικης με παγκόσμια εμβέλεια. Οικουμενικότητα χριστιανική και ρωμαϊκή παγκοσμιότητα αποτελούν τους δύο πόλους της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδέας που δεν έποψη να καθορίζει το έργο των Βυζαντινών κατά την μακρά ιστορία τους».
Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα του Βυζαντίου ήταν η ελληνική συνείδηση που καθώς περνούσαν τα χρόνια γινόταν όλο και πιο έντονη. Μετά την κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Ρωμαίους το 146 μ.Χ., η συνείδηση των Ελλήνων είχε τρωθεί. Ακόμα και όταν επικράτησε το Βυζάντιο, οι Έλληνες ως βυζαντινοί (ρωμαίοι) πολίτες είχαν απωλέσει την αίγλη της κλασσικής αρχαιότητας. Η αίγλη ήταν πλέον στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και όχι στην Αθήνα. Στη χιλιόχρονη όμως πορεία του, το Βυζάντιο εξελληνιστηκε παύοντας πια να είναι μόνο ελληνόφωνο και ουσιαστικά καθίσταται ελληνικό και, από ένα σημείο και πέρα, η γλώσσα ήταν πια μόνο η ελληνική, που υποκατέστησε τη λατινική, ενώ σταδιακά κυριάρχησαν τα ελληνικά ήθη και έθιμα, η ελληνική παιδεία και τελικά σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού η ελληνική συνείδηση. Μέσα από το βυζάντιο διεσώθη η αρχαία ελληνική γραμματεία και η ελληνική γλώσσα, παρά και τις όποιες διώξεις των «εθνικών» στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Και επειδή όλα αυτά βάδιζαν παράλληλα με τη νέα χριστιανική πίστη, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της αυτοκρατορίας αποτέλεσαν τη «Ρωμιοσύνη», τη νέα μας ταυτότητα που ουδόλως ακυρώνει την ελληνική μας ταυτότητα. Ο «ρωμιός» είναι ο εκρωμαϊσμένος και εκχριστιανισμένος Έλληνας.
Στην ουσία, το σχίσμα από την Καθολική Δύση, την Άλωση της Πόλης από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204 και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261 σφυρηλάτησαν τη νέα ταυτότητα του ελληνικού έθνους – την ορθόδοξη ελληνοχριστιανική – η οποία μας κράτησε ενωμένους τα 400 χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς και πυροδότησε την Επανάσταση του 1821. Όσο και αν – μάταια – προσπαθούν κάποιοι «εκσυγχρονιστές» να μας πείσουν ότι το ελληνικό έθνος «δημιουργήθηκε» το 1821 και η επανάσταση ήταν δήθεν «κοινωνική» και όχι εθνική, η αδήριτη αλήθεια είναι ότι, από τα βάθη των αιώνων, το ελληνικό έθνος πέρασε πολλά, μπολιάστηκε με νέους πολιτισμούς, εκχριστιανίστηκε, έμεινε ζωντανό και έχει συνέχεια. Η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική γλώσσα κράτησε ενωμένο το σκλαβωμένο γένος μέχρι την απελευθέρωση του. Οι υπόδουλοι Έλληνες είχαν μέσα τους άσβεστο πόθο για ελευθερία, ίδιον των Ελλήνων από την αρχαιότητα όταν μάχονταν υπέρ βωμών και εστιών.
Η αυτοκρατορία προικίστηκε με διοίκηση και νομούς ρωμαϊκής έμπνευσης, θρησκεία χριστιανική και πολιτισμό ελληνικό. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διεσώθη στην Ανατολή όταν, την ιδία στιγμή, η Παλαια Ρώμη έπεφτε σε παρακμή μετά τις επιδρομές των Γότθων. Ως το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο κληρονόμησε μέρος της ρωμαϊκής νομοθεσίας, της δημόσιας διοίκησης και της πολεμικής δύναμης της. Η συνέχεια της ρωμαϊκής παράδοσης αποτέλεσε ουσιώδη παράγοντα της Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάλυσή της. Από τον 3ο μέχρι τον 5ο αιώνα χρονολογούνται οι πρώτες κωδικοποιήσεις των νόμων, καθώς και οι πρώτες προσπάθειες για διατήρηση των έργων των κλασικών ρωμαίων νομικών, που καταλήγουν τον 6ο αιώνα στη μεγάλη κωδικοποίηση των νόμων από τον Ιουστινιανό. Η λεγόμενη «Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση» απετέλεσε συγχρόνως και βασικό θεμέλιο για το μεταγενέστερο δίκαιο, ενώ η παρουσία της, σε πλήρως εξελληνισμένη μορφή, διαπιστώνεται μέχρι τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες.
Οι αρχές του βυζαντινού δικαίου εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό από τον χριστιανισμό, καθώς όλοι οι αυτοκράτορες εμφορούνται από χριστιανικά ιδεώδη, Άλλωστε, η χριστιανική πίστη αποτέλεσε βασικό δομικό συστατικό του βυζαντινού κράτους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ορθώς διέγνωσε πως η συνέχιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στηρίζονταν πάνω σε τρεις πυλώνες: i) το πλούσιο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, ii) την ρωμαϊκή διοίκηση και iii) τον χριστιανισμό. Αναφορικά δε με τον χριστιανισμό, η νέα θρησκεία είχε αναπτύξει ιδιαίτερα μεγάλη δυναμική μετά την παύση των τελευταίων διωγμών επί Διοκλητιανού και εγγυόταν την συνοχή του ετερόκλητου πληθυσμού της Αυτοκρατορίας και της πολυπολιτισμικής φυσιογνωμίας της. Έτσι, το κύρος και η δύναμη της Εκκλησίας αυξήθηκαν κατακόρυφα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, την υπογραφή του Διατάγματος των Μεδιολάνων για την ανεξιθρησκία (313 μ.Χ.). Αργότερα, η χριστιανική πίστη κατέστη ισότιμη με τις άλλες θρησκείες, στην συνέχεια είχε προνομιακή μεταχείριση για να φθάσει να καθιερωθεί ως επίσημη θρησκεία σε όλη την επικράτεια της ενωμένης τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό τον Θεοδόσιο. Το Βυζάντιο επέκτεινε τον χριστιανισμό στα μήκη και πλάτη της αχανούς αυτοκρατορίας. Μνεία πρέπει αν γίνει εδώ για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων με την παράλληλη δημιουργία του σλάβικου αλφαβήτου.
Η κληρονομιά του Βυζαντίου είναι τεράστια όχι μόνο για την Ελλάδα, που είναι η φυσική κληρονόμος του, αλλά και για όλη την Ευρώπη, αφού το Βυζάντιο διέσωσε την αρχαία ελληνική γραμματεία που οι διανοούμενοι του διέδωσαν στη Δύση. Εκεί βασίστηκε η αφύπνιση της Ευρώπης με την αναγέννηση και τον διαφωτισμό. Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, με τη σειρά του, αφύπνισε τους υπόδουλους Έλληνες να ξεσηκωθούν κατά των Οθωμανών και να ζητήσουν την ελευθερία τους.
Όπως τονίζει η Αρβελέρ, «η χριστιανοσύνη, η ρωμιοσύνη και η ελληνοσύνη αναδεικνύουν ως πρώτη αυτοκρατορία την αυτοκρατορία του ελληνισμού των μέσων χρόνων», δηλαδή του βυζαντίου». Κατά τον διανοούμενο Paul Valery, Ευρωπαίος είναι αυτός που υπέστη την επίδραση της ελληνικής ορθολογικής κρίσης που γνώρισε την εμβέλεια των ρωμαϊκών διοικητικών θεσμών και που ζει σύμφωνα με την χριστιανική πνευματικοτητα. Ο Valery θεωρεί ότι Ευρώπη είναι εκεί όπου τα ονόματα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Κικέρωνα, του Μωυσή και του Παύλου έχουν σημασία και βαρύτητα. Άρα, η Ευρώπη έλκει την πνευματική καταγωγή της στο Βυζάντιο και όχι στον Καρλομάγνο, που στην ουσια κατέκτησε την Ρώμη, δεν την διέσωσε.
Λοιπόν, η Πόλις εάλω αλλά ό,τι συμβόλιζε ποτέ δε χάθηκε. Η «μικρή» Ελλάδα μας είναι κληρονόμος του Βυζαντίου, το οποίο ζει στις συλλογική μνήμη του γένους. Η Μικρά Ασία, η Ιωνία, η Πόλη και ο Πόντος ζουν σε κάθε Έλληνα μέσα από τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα μας και εν γένει τον πολιτισμό μας, που είναι οικουμενικός και πάντα διαχρονικός αφού εγκολπώνει αιώνιες πανανθρώπινες αξίες.