Οι διαχρονικά λανθασμένες πολιτικές είναι εκείνες που έχουν οδηγήσει τη χώρα μας στην πολύπτυχη -οικονομική, πνευματική, ηθική- χρεωκοπία της. Η ροπή προς το λαϊκισμό, η δόμηση του πελατειακού κράτους, η εθελοτυφλία απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς και ο κομματισμός της Διοίκησης αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα των λαθών όλων σχεδόν των Κυβερνήσεων της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Λαθών που συνεχίζονται απερίσκεπτα, παρόλες τις ευκαιρίες που προσφέρονται στους επικεφαλής της εκτελεστικές εξουσίας προς διόρθωσή τους. Μία εξ’ αυτών των ευκαιριών, άλλωστε, προσφέρθηκε απλόχερα πριν από 15 ημέρες στον εκ νέου πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου η πλειοψηφία των πολιτών ανανέωσε την εμπιστοσύνη της προς τον κ. Τσίπρα. Το 36% σχεδόν του λαού ψήφισε κυρίως «Τσίπρα», όχι ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι που εξηγείται, αφ’ ενός από τα αμιγώς προσωποπαγή χαρακτηριστικά που συνιστούν ανέκαθεν την ελληνική ψήφο, αφ’ ετέρου από τη στόχευση της προεκλογικής καμπάνιας του κόμματος της μείζονος πλειοψηφίας. «Στις 20 Σεπτέμβρη ψηφίζουμε πρωθυπουργό» κατέληγαν την τελευταία εβδομάδα προ των εκλογών όλα τα τηλεοπτικά σποτ του ΣΥΡΙΖΑ.
Πέραν όμως από τα επικοινωνιακά “τρικς”, η συριζαϊκή ψήφος πολύ εύστοχα ερμηνεύτηκε ως μια κοινή συνείδηση του 36% των πολιτών να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στον κ. Τσίπρα. Μια ευκαιρία εν μέρει δικαιολογημένη, ελέω της φιλοευρωπαϊκής του στροφής στα μέσα του περασμένου Ιουλίου, της πυγμής που επέδειξε -έστω και καθυστερημένα- στο να καθαρίσει το κόμμα του από τους “δραχμιστές”, της αδυναμίας του στο να κυβερνήσει καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα, εξαιτίας των συνεχών διαπραγματεύσεων με τους εταίρους. Μια ευκαιρία επίσης, επιβεβλημένη από την απουσία εναλλακτικών επιλογών, καθότι ουδέποτε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξέφρασε κατά τον προεκλογικό αγώνα μια αξιοπρεπή πρόταση διακυβέρνησης -απεναντίας, με ευθύνη του προσωρινού αρχηγού του, αναλώθηκε στη συσπείρωση, και μόνο, της βάσης του-, από την άλλη δε οι αλχημείες, για μία ακόμη φορά, των δημοσκοπικών εταιριών, απέτρεψαν την ψήφο προς τα μικρότερα φιλοευρωπαϊκά κόμματα.
Πάραυτα όμως, ο επικεφαλής του σημερινού κυβερνητικού σχήματος δεν φέρεται έτοιμος να αξιοποιήσει αυτή καθεαυτή τη δεύτερη ευκαιρία που του προσφέρεται. Ενόσω δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας Κυβέρνησης, στη σύνθεση και μόνο αυτής αποτυπώνεται η επανάληψη σοβαρών λαθών εκ μέρους του πρωθυπουργού. Δεν στεκόμαστε στην επιλογή του κυβερνητικού εταίρου, αφού καθένας είναι ικανός να διακρίνει κατά πόσο ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ πρεσβεύει το «νέο» ή το «παλιό» που απεκδύεται ο κύριος Τσίπρας.
Ωστόσο, το «νέο» δεν εκφράζει η εκ νέου υπε-ρστελέχωση του κυβερνητικού σχήματος (46 μέλη) προς εξισορρόπηση των εσωκομματικών και ενδοκυβερνητικών τάσεων. Το «νέο» δεν αποκρυσταλλώνεται στο διασκορπισμό των αρμοδιοτήτων και στη διάχυση της ευθύνης μεταξύ της πληθώρας των υπουργικών δομών που, αν μη τι άλλο, αναπόφευκτα θα προκαλέσει διοικητική σύγχυση, επικάλυψη των καθηκόντων και εν τέλει κυβερνητική παραλυσία -ήδη έχουν εντοπιστεί τα πρώτα “σύννεφα” στις σχέσεις μεταξύ υπουργών με τους υφυπουργούς τους, ή με άλλους συναδέλφους τους-. Το «νέο» επίσης δεν αποτυπώνεται στο διορισμό σε καίρια πόστα της Κυβέρνησης, στα οποία υπάγονται κρίσιμα πεδία πολιτικής, όπως η διοικητική μεταρρύθμιση, οι εργασιακές σχέσεις και ο ενεργειακός τομέας, ιδεοληπτικών προσωπικοτήτων. Πολλώ δε μάλλον, όταν μένουν εκτός αυτής αποδεδειγμένα εργατικοί και αποτελεσματικοί υπουργοί, όπως οι κύριοι Πανούσης και Νικολούδης. Τέλος, το “νέο” επ’ ουδενί πρεσβεύει η συνέχιση της κομματικοποίησης της Διοίκησης, όταν σε θέσεις ευθύνης εξακολουθούν να τοποθετούνται αποτυχόντες στο να εκλεγούν πολιτευτές και κομματικά στελέχη -ενδεικτική η περίπτωση της φερόμενης ως νέας Γενικής Γραμματέως Παιδείας, οραματίστριας αγίων(!) και εξ’ αμελείας(!) μη εκ νέου υποψηφίας, πρώην βουλευτού των ΑΝΕΛ-.
Είναι αδιαμφισβήτητο, πως ο κ. Τσίπρας αποτελεί τον αδιαφιλονίκητο παίκτη του πολιτικού μας συστήματος. Τη στιγμή μάλιστα, που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης περιδίνεται σε μια διαρκή κρίση ταυτότητας, η οποία αναπόφευκτα θα συνεχιστεί εάν στα “γαλάζια καλλιστεία” επικρατήσει ο «πονηρούλης» -αφορμής δοθείσης απ’ το “τραβάτε με κι ας κλαίω”, ως προς το να είναι υποψήφιος- κ. Μεϊμαράκης. Μπροστά στον πρωθυπουργό, ελέω της ευρείας λαϊκής νομιμοποίησης που απολαμβάνει, παρουσιάζεται πεδίο δόξης λαμπρό να αφήσει το δικό του, θετικό στίγμα, στην αντιμετώπιση όλων των κακοδαιμονιών του παρελθόντος. Αρκεί να εκπονήσει ένα σοβαρό σχέδιο δράσης σε συνεργασία με άλλες, υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, και πρωτίστως να μη συνεχίσει να επαναλαμβάνει τα λάθη της προηγούμενης κυβερνητικής περιόδου. Εντούτοις, τα πρώτα δείγματα γραφής ουδόλως μπορούν να επιβεβαιώσουν κάτι αντίστοιχο. Απεναντίας προμηνύουν, πως και η νέα κυβερνητική περίοδος θα αποτελέσει ακόμα μία χαμένη ευκαιρία τόσο για τον επανεκλεγέντα πρωθυπουργό, κυρίως όμως για τη χώρα.