Κάθισε στο διπλανό τραπέζι
τηγανίτες πετιμέζι
τού βαλε η μπάμπω η Δωροθέα
αρχόντισσα κυρά στα νιάτα της
καθώς τώρα στα φευγάτα της
Ήταν σκεφτικός πολύ
Η σκέψη του πότισε χολή
Λέξη δεν είχε για να δώσει
Όρκους πολλούς ορκίστηκε
κι αυτούς είχε προδώσει
Ετόλμησα με το που τέλειωσε
στιγμές πολλές που μέλωσε
το πετιμέζι ετούτο
να μοιραστώ τον πόνο του
αυτό που τον αφήνει μόνο του
Ταράχτηκε λίγο στην αρχή
μα στης κουβέντας τη βολή
-μετά το γεύμα φρούτο-
άνοιξε το στόμα του
για το αχόρταγο το πιώμα του
Ήταν φορές πολλές που είχε πιει
Δεν έπαιρνε κουβέντα στην αρχή
-το νου μου κάνω εγώ κουμάντο-
Το πρόβλημα γέννησε πολλά
μοιρασιά τα κάνει η συμφορά
Και βγήκε η χολή…
Να είμαι εδώ να βλέπομαι
δούλος της πιο φτιαγμένης μοίρας μου
Για όλα εγώ να ντρέπομαι
απολογητής θλιβερός της πείρας μου.
Εκούρνιασε στα λόγια σαν πουλί
Δεν άντεχε άλλη προσβολή
Φώναξε την μπάμπω να πληρώσει
Ξανά δεν θα χε άλλο πιοτί
Ορκίστηκε στην τελευταία δόση