Η ψήφος τους συντριπτική υπέρ της ανανέωσης του κόμματος όχι μόνο σε πρόσωπα αλλά, κυρίως σε νοοτροπία.
Η εντολή που δόθηκε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, γόνο ιστορικής πολιτικής οικογένειας, ήταν σαφής: Να αναμορφώσει και να αναγεννήσει τη ΝΔ ώστε να μπορέσει να κάνει το ίδιο και στη χώρα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν το outsider των εκλογών. Ήταν εκτός συστήματος. Και γι’ αυτό η ψήφος τους θεωρήθηκε αντισυστημική, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό.
Μέσα στο χρόνο που πέρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι μόνο κατάφερε να ξαναβάλει τη ΝΔ στο «παιχνίδι» αλλά και δημοσκοπικά, την κατέστησε ηγέτιδα δύναμη.
Σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί ότι νικητής των εκλογών, όποτε κι αν γίνουν, θα είναι η ΝΔ.
Μα αν είναι έτσι τα πράγματα, θα αναρωτηθεί κάποιος, για ποιο λόγο να κάνει εκλογές ο κ. Τσίπρας; Γιατί να μη μείνει στην εξουσία όσο αντέχει;
Η απάντηση είναι απλή: Και ποιος είπε ότι αντέχει; Κι αφού δεν μπορεί να τραβήξει σε βάθος χρόνου αυτή η κατάσταση γιατί να μη κάνει σύντομα εκλογές ώστε να υποστεί τη μικρότερη φθορά και να παραμείνει στο πολιτικό «παιχνίδι» ως υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, αντί να αντιγράψει την πορεία του ΠΑΣΟΚ;
Με αυτήν την προοπτική ο κ. Τσίπρας ετοιμάζεται. Βλέπει ότι οι δανειστές εμμένουν στις αξιώσεις τους και η αξιολόγηση αναβάλλεται μήνα με το μήνα, γεγονός που βλάπτει καθοριστικά την οικονομία. Έτσι λοιπόν έχει ξεκινήσει επαφές και δημόσιες εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα. Έχει δώσει εντολή στους υπουργούς του να «οργώσουν» τη χώρα. Κόβει «κορδέλες» σε κάθε ευκαιρία. Ανεβάζει τους τόνους αντιπαράθεσης με τους δανειστές. Δημιουργεί φανταστικούς εχθρούς, πολιτικούς «δράκους» που επιβουλεύονται τη χώρα. Κάνει προσλήψεις «ημετέρων». Προετοιμάζει κι άλλες προσλήψεις στην παιδεία και ορίζει υπεύθυνο για την επικοινωνιακή τους διαχείριση τον υπουργό Επικρατείας κ. Βερναρδάκη, μιας και ο υπουργός Παιδείας είναι σαφές ότι δεν ξέρει από αυτά.
Το κλίμα αυτό της πολιτικής πόλωσης και έντασης δεν ευνοεί φυσικά την πρόοδο της οικονομίας. Η αγορά στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας. Οι πολίτες παραμιλούν από την υπερφορολόγηση και οι ρυθμοί της ανεργίας καλπάζουν.
Φθάσαμε στο σημείο για πρώτη φορά υφυπουργός εργασίας ( ο κ. Πετρόπουλος) να καλεί ελεύθερους επαγγελματίες να κλείσουν τα «μπλοκάκια» τους, δηλαδή να επιλέξουν την ανεργία από τις δυσβάστακτες ασφαλιστικές εισφορές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η απογοήτευση της κοινωνίας για την κατάντια που επικρατεί γιγαντώνεται.
Οι Έλληνες σε ποσοστό 90% είναι απογοητευμένοι και χωρίς ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Αυτό όμως κάνει τους πολίτες να απομακρύνονται από την πολιτική και από τους πολιτικούς. Γεγονός που είναι επικίνδυνο για την πολιτική ζωή του τόπου καθώς η αποχή των πολιτών από τα κοινά ανοίγει το δρόμο στα πάσης φύσεως «λαμόγια» και τυχοδιώκτες που βλέπουν την πολιτική ως πεδίο για την οικονομική τους ανέλιξη και όχι ως πεδίο προσφοράς στη χώρα.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση το γεγονός ότι o Κυριάκος Μητσοτάκης κερδίζει μέσα σε ένα χρόνο κατά κράτος σε όλες τις δημοσκοπήσεις και σε όλα τα ποιοτικά στοιχεία και σε όλες τις συγκρίσεις τον Αλέξη Τσίπρα, είναι παρήγορο. Δημιουργεί ελπίδα ότι κάτι νέο μπορεί να προκύψει από έναν νέο πολιτικό.
Όμως για να μπορέσει να κυβερνήσει και να προχωρήσει στην αναμόρφωση και αναγέννηση της Ελλάδος, πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των πολιτών.
Ο Αλέξης Τσίπρας πιστεύει ότι με τον έναν ή άλλον τρόπο, μέσα σε μια σκληρή προεκλογική περίοδο, θα καταφέρει να ξαναφέρει στις κάλπες για να τον ψηφίσουν την πλειονότητα των δυσαρεστημένων πολιτών, προβάλλοντας τον «μπαμπούλα» ενός ανύπαρκτου νεοφιλελευθερισμού της δεξιάς και προβάλλοντας τον εαυτό του ως την τελευταία γραμμή αντίστασης της χώρας στους δανειστές. Στόχος του να θέσει σε εφαρμογή το σενάριο της… «δεξιάς παρένθεσης» που θέλει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να είναι ένας ακόμη διαχειριστής πρωθυπουργός που θα «καταπιεί» η κρίση και τον εαυτό του να επανέρχεται στην πρωθυπουργία θριαμβευτής, έστω και αν είναι δεύτερο κόμμα, κάνοντας χρήση της απλής αναλογικής.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν πρέπει να το επιτρέψει αυτό. Πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ο ίδιος και η ΝΔ είναι το τελευταίο ανάχωμα της λογικής απέναντι στο λαϊκισμό που οδηγεί στην καταστροφή την Ελλάδα. Έγκαιρα πρέπει να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε η κοινωνία, οι πολίτες να τον εμπιστευθούν. Για να συμβεί όμως αυτό δεν αρκεί η αλήθεια στον πολιτικό του λόγο και η προσωπική του αξιοπιστία. Είναι ανάγκη να εμπνεύσει τους Έλληνες που υποφέρουν και να προσφέρει λύσεις χειροπιαστές, κατανοητές, απτές, στα μεγάλα αλλά και στα καθημερινά τους προβλήματα.
Πρέπει να εξηγήσει πειστικά πώς θα φέρει επενδύσεις στη χώρα, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.
Πρέπει να εξηγήσει πώς θα μειώσει τη φορολογία, ώστε να αυξηθεί με έμμεσο τρόπο το εισόδημα των πολιτών και να κινηθεί η αγορά.
Πρέπει να εξηγήσει πώς θα αυξήσουμε το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Πώς θα ξαναφέρουμε πίσω τους Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό. Πώς θα βελτιώσει την υγεία. Πώς θα προσφέρει ασφάλεια στους πολίτες. Πώς θα κάνει την Ελλάδα διεθνές κέντρο παροχής υπηρεσιών στην Παιδεία και στην υγεία. Πώς θα ανασκουμπωθούμε για να πιάσουμε δουλειά και να ανορθώσουμε τη χώρα και την οικονομία οικοδομώντας ένα νέο, σύγχρονο κράτος.
Δεν χρειάζονται πολλά. Λίγες προτάσεις και μετρημένες δημοσιονομικά, που θα δημιουργούν αξιοπιστία κι ελπίδα ότι οι Έλληνες παίρνουν την Ελλάδα στα χέρια τους και με σκληρή δουλειά προχωρούν στην αναγέννησή της, ώστε στα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση για τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, να έχουμε βρει το δρόμο μας προς την δημιουργία της νέας σύγχρονης και αξιόπιστης Ελλάδας.
Σε ένα λαό που έχει μάθει να αναζητεί σωτήρες, οφείλει ένας αξιόπιστος πολιτικός να του πει την αλήθεια για το πώς θα λυθούν τα προβλήματά του, αλλά πρέπει να του δώσει προοπτική και όραμα. Και το 2021 μπορεί να αποτελέσει ένα έτος σύμβολο για την αναγέννηση της Ελλάδος.