γράφει η Δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου
Οι τράπεζες και τα funds αρκετά χρόνια τώρα επιδίδονται σε έναν αγώνα καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων που είναι σε καθυστέρηση και εν συνεχεία στην έκδοση διαταγής πληρωμής, που αποτελεί το εναρκτήριο βήμα για την κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των οφειλετών και τελικά των πλειστηριασμό των ακινήτων τους , δηλαδή την απώλεια των περιουσιακών τους στοιχείων.
Μια απλή κίνηση που μπορούν να κάνουν οι οφειλέτες για να ταλαιπωρήσουν τους δανειστές και που στην πορεία δύναται να τους σώσει και την ακίνητη περιουσία τους από τον πλειστηριασμό είναι η προσβολή της καταγγελίας του δανείου.
Ποια είναι η καταγγελία του δανείου και πώς γίνεται:
Όταν ο οφειλέτης καθυστερήσει την εξυπηρέτηση τριών δόσεων του δανείου του, η τράπεζα έχει το δικαίωμα να προβεί σε μονομερή καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Αυτό γίνεται με ένα απλό εξώδικο περίπου μιας σελίδας που ο οφειλέτης λαμβάνει με δικαστικό επιμελητή, το οποίο με το περιεχόμενο του, ενημερώνει τον οφειλέτη για την καθυστέρηση πληρωμής των δόσεων, το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο και ότι η τράπεζα ή το fund από μια συγκεκριμένη ημερομηνία έχει κλείσει τον λογαριασμό πληρωμής του δανείου. Από την ημερομηνία της καταγγελίας και μετά, ο οφειλέτης δεν μπορεί να καταθέσει χρήματα στον λογαριασμό του δανείου κι αν αυτά κατατεθούν κανονικά παραμένουν εκεί χωρίς να υπολογίζονται στο οφειλόμενο ποσό.
Όπως ειπώθηκε ανωτέρω, η τράπεζα ή το fund στέλνει ένα απλό εξώδικο μίας περίπου σελίδας προς τον οφειλέτη, το οποίο φέρεται να υπογράφει κάποιος είτε υπάλληλος της τράπεζας ή του fund ή δικηγόρος και με τον τρόπο αυτό, προβαίνει στην μονομερή πράξη καταγγελίας της σύμβασης.
Σύμφωνα όμως με τις ισχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αποτελούν και βασικές αρχές γενικού δικαίου, οι οποίες έχουν ξεχαστεί και πάψει να εφαρμόζονται, η διαδικασία για μια μονομερή καταγγελία δεν είναι τόσο απλή.
Θα πρέπει να συνοδεύεται από ειδικό έγγραφο πληρεξουσίου με το οποίο το πρόσωπο που υπογράφει την καταγγελία να εξουσιοδοτείται από το νόμιμο εκπρόσωπο της τράπεζας ή του fund να προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες.
Αν δεν υπάρχει τέτοιο πληρεξούσιο, τότε ο οφειλέτης θα πρέπει να προσφύγει άμεσα σε δικηγόρο προκείμενου να κινηθεί νομικά με εξώδικη διαμαρτυρία για να ακυρώσει την καταγγελία του δανείου του.
Ειδικότερα:
Μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης δηλαδή η τράπεζα ή το fund, στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Μεταξύ των αναγκαίων και υποχρεωτικών για το υποστατό της έκδοσης διαταγής πληρωμής είναι και το έγγραφο της καταγγελίας.
Η καταγγελία, όπως είπαμε, είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, η οποία απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον (οφειλέτη) χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται (δηλαδή ο οφειλέτης) την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι o οφειλέτης προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία εκ μέρους προσώπου (πρόσωπο που υπογράφει την καταγγελία) που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου (τράπεζας ή fund), μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για το λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη δηλαδή η καταγγελία είναι άκυρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως της καταγγελίας πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Πρακτικά να επιδοθεί νέο εξώδικο με νέα ημερομηνία καταγγελίας και με επισυναπτόμενο πληρεξούσιο έγγραφο.
Ο οφειλέτης ,εξάλλου, προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία , την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Το καλύτερο θα ήταν η απόκρουση της καταγγελίας να γίνει μέσα σε ένα μήνα με εξώδικη διαμαρτυρία, αλλά χωρίς αυτό να είναι απόλυτο και δεσμευτικό.
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία της καταγγελίας που επιχειρείται χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν πράγματι υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά. Επί νομικών προσώπων (τράπεζα ή fund) την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεως του (ΑΠ 139/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο ταυτόχρονα με την επίδοση της καταγγελίας, γιατί διαφορετικά έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται η καταγγελία, δηλαδή ο οφειλέτης, να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται αυτόματα ακυρότητα και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία.
Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί ο οφειλέτης, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπο του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (βλ. Φ. Δωρή σε Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικό Κώδικα τόμο I υπό το άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396, ΑΠ 139/2016, ΕφΔυτΜακ 3/2019 όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή στην δεύτερη περίπτωση, ο οφειλέτης θα πρέπει να προβεί στην προσβολή της καταγγελίας μέσω άσκησης ανακοπής που θα συζητηθεί στο Δικαστήριο και τότε μέχρι την ακροαματική διαδικασία η τράπεζα θα πρέπει είτε να προσκομίσει το ήδη υπάρχον πληρεξούσιο που θα καλύπτει την ημερομηνία της καταγγελίας ή με την παρουσία του διαδίκου στο ακροατήριο που θα νομιμοποιεί αυτόν που υπέγραψε την καταγγελία.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής εννοείται ότι μπορεί να προβληθεί και σε άσκηση αίτηση αναστολής, η οποία συζητείται γρήγορα και προστατεύει το ακίνητο από πλειστηριασμό και κατάσχεση στην περίπτωση που γίνει δεκτή.
Σε ανάλογη λοιπόν υπόθεση ο οφειλέτης ισχυρίστηκε με το δικόγραφο της ανακοπής του, ότι η καταγγελία από την αντίδικο τράπεζας, της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης είναι άκυρη, διότι δεν υπογράφηκε από τα αρμόδια όργανα της καθ’ ης, αλλά από δύο πρόσωπα, χωρίς, την επίδειξη του σχετικού έγγραφου πληρεξουσίου, δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκαν αυτά να προβούν για λογαριασμό της στην επίμαχη καταγγελία, παρά το γεγονός ότι αμφισβητήθηκε τούτο από τον ίδιο με εξώδικη δήλωση του. Συνεπεία της ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.
Ο οφειλέτης απέστειλε στην καθ’ ης η ανακοπή, εξώδικη διαμαρτυρία με την οποία πρόβαλε μεταξύ άλλων την ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας της σύμβασης, λόγω της μη ύπαρξης και επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου των υπογραφουσών, αυτή δύο προσώπων. Η καθ’ ης τράπεζα δεν απάντησε άμεσα στην εξώδικο αυτή δήλωση, ενώ στο μεταξύ ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε ο αιτών – ανακόπτων να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό. Στην συνέχεια η τράπεζα, ως απάντηση στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση του αιτούντος, με την οποία τούτος αμφισβήτησε το κύρος της καταγγελίας, του επέδωσε εξώδικη δήλωση της, με την οποία του κοινοποίησε πληρεξούσιο με το οποία χορηγήθηκε στις υπογράφουσες την ανωτέρω αναφερόμενη καταγγελία, η εντολή να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, καθώς και να υπογράφουν και να κοινοποιούν νόμιμα τις σχετικές εξώδικες δηλώσεις, σε κάθε δε περίπτωση, κατήγγειλε εκ νέου τη σύμβαση δανείου.
Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι, η αρχική εξώδικη δήλωση – καταγγελία, κατά πρώτον, δεν υπογράφτηκε από τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ’ ης, αφού στις υπογράφουσες δόθηκε η εντολή όπως προβαίνουν σε καταγγελίες συμβάσεων δανείου, μεταγενέστερα και κατά δεύτερον, κατά το χρόνο αυτής, δεν επιδείχθηκε στον ανακόπτοντα το πληρεξούσιο έγγραφο βάσει του οποίου εξουσιοδοτούνταν αυτές να προβούν για λογαριασμό της καθ’ ης στην ως άνω ενέργεια, μολονότι αμφισβητήθηκε από τον πιστούχο οφειλέτη η πληρεξουσιότητα αυτή. Η αντίδραση εξάλλου του πιστούχου ήταν άμεση, εντός έξι (6) ημερολογιακών ημερών και οπωσδήποτε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δεδομένου ότι δεν είχε εκδοθεί σε βάρος του η διαταγή πληρωμής, γνωστοποιώντας, μεταξύ άλλων, ότι αποκρούει την καταγγελία ως άκυρη λόγω ελλείψεως της κατά νόμο πληρεξουσιότητας. Επομένως, επήλθε πράγματι η ακυρότητα της καταγγελίας, διότι η εντός εξαημέρου απόκρουση της πληροί, αναμφισβήτητα, την έννοια της, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αντιδράσεως, αφού το ανωτέρω χρονικό διάστημα κρίνεται απολύτως αναγκαίο, προκειμένου ο στερούμενος, κατά κανόνα, νομικών γνώσεων συναλλασσόμενος να προσφύγει σε νομικό παραστάτη και να οργανώσει την άμυνα του κατά της επιθετικής, οπωσδήποτε, πράξεως της καταγγελίας. Ενόψει δε τούτων, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, η σύμβαση και ο τηρούμενος λογαριασμός δεν καταγγέλθηκαν και συνεπώς το κατάλοιπο αυτού δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας διαταγή πληρωμής.
Τούτο, παρά το γεγονός ότι μεταγενέστερα χορηγήθηκε στις υπογράφουσες η πληρεξουσιότητα να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, διότι, σε περίπτωση απόκρουσης της καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι απολύτως άκυρη και δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση, επέρχεται, δε, ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα.
Σημειώνεται, δε, ότι, παρά το γεγονός πως η καθ’ ης προέβη νομίμως σε νέα, έγκυρη και ισχυρή καταγγελία εντούτοις δεν στήριξε σε αυτήν την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, παρά το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είχε ακόμη εκδοθεί και μπορούσε ευχερώς να το πράξει, επομένως, αφού η επίδικη διαταγή πληρωμής στηρίχθηκε σε άκυρη καταγγελία, η επίμαχη οφειλή δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.
Το δικαστήριο δεχόμενο τα ανωτέρω έκανε δεκτή την ανακοπή του οφειλέτη και ακύρωσε την διαταγή πληρωμής της τράπεζας.