γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.
Ο 20ός αιώνας, αν και έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο ανάλγητος της ιστορίας, έκλεισε με την τριπλή νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας: πρώτα έναντι των αυτοκρατοριών, έπειτα εναντίον των φασισμών, και τέλος εναντίον του κομουνισμού. Πόσο βέβαιη είναι όμως η νίκη αυτή; Μήπως η Ακροδεξιά σήμερα δεν είναι μια απλή τάση αμφισβήτησης των δημοκρατικών κεκτημένων αλλά και υπαρκτή απειλή τους; Για ν’ απαντηθεί το καίριο αυτό ερώτημα, πρέπει να διατρέξουμε, έστω σύντομα, την ιστορία της.
Αρχικά, πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η Άκρα Δεξιά δεν αποτέλεσε ποτέ ένα ιδεολογικά ομοιογενές σύνολο. Η ευρωπαϊκή Άκρα Δεξιά αποτελείται από τρία κύματα: το πρώτο κύμα εμφανίστηκε τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτελούνταν από υποστηρικτές των ολοκληρωτισμών που είχαν ηττηθεί, το δεύτερο κύμα αναδύθηκε το 1970, στρεφόταν εναντίον του κράτους πρόνοιας και τασσόταν υπέρ της εθνικοπολιτισμικής κλειστότητας και τέλος, το τρίτο κύμα, που αναδύθηκε τις δεκαετίες 1990-2000, και προέτασσε έναν σοβινιστικό κρατισμό και μια λαϊκιστική (αντιμεταναστευτική ή και αντιισλαμική) κινητοποίηση.
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας, που χαρακτηρίζεται από ξενοφοβία, ρατσισμό, αντισημιτισμό και έντονο εθνικισμό, αυτό που θεωρείται κοινώς «Ακροδεξιά» διαιρείται επίσης σε τρία τμήματα: το φιλομοναρχικό, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή φθίση, εκείνο που υποστηρίζει το πραξικοπηματικό καθεστώς της Επταετίας των Συνταγματαρχών, και τέλος, τη νεοναζιστική πτέρυγα, τη μόνη γνήσια φασιστική, που είναι η πιο οργανωμένη και η δυναμικότερη όλων. Μάλιστα, η εικόνα των ακροδεξιών κομμάτων στο ελληνικό κομματικό σύστημα είναι αρκετά συγκεχυμένη, καθώς υπάρχει δυσκολία διάκρισης των λαϊκιστών αντικαθεστωτικών από τους υπονομευτές του πολιτειακού συστήματος του κοινοβουλευτισμού. Αυτό φυσικά μεγεθύνει τον αριθμό των δυνητικών ψηφοφόρων τέτοιων κομμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει από αγανακτισμένους με το πολιτικό σκηνικό, μέχρι συνειδητούς υποστηρικτές απολυταρχικών τάσεων.
Απέναντι στον ακροδεξιό χώρο, το κόμμα της συντηρητικής Δεξιάς «Νέα Δημοκρατία», τις δεκαετίες του 1970 και 1980 ακολούθησε μια στρατηγική «απορρόφησης» (εντάσσοντας ακροδεξιούς υποψηφίους), με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της Ακροδεξιάς για τριάντα περίπου χρόνια. Μετά το 2000, η ΝΔ ακολούθησε μια στρατηγική «οριοθέτησης», εξετάζοντας κατά περίπτωση θέματα που ενδιέφεραν την Ακροδεξιά (πχ Μακεδονικό ζήτημα). Συγκεκριμένα, επιδιώκοντας την απαλλαγή της χαρακτηρισμούς περί ακραίου συντηρητισμού, που της είχε αποδώσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., η ΝΔ στράφηκε περισσότερο προς τον κεντρώο χώρο, επιλέγοντας τη διαγραφή ακροδεξιών στελεχών της, χαρακτηριστικότερο των οποίων ήταν ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο οποίος το 2000 ίδρυσε το κόμμα «Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός» (Λ.Α.Ο.Σ.), που ανήκε στο τρίτο κύμα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Την αποδυνάμωση του Καρατζαφέρη διαδέχτηκε η ισχυροποίηση ενός άλλου κόμματος, το οποίο όμως ήταν ολοφάνερα νεοναζιστικό: πρόκειται για τη Χρυσή Αυγή. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η εκλογική δύναμη της Χρυσής Αυγής πριν το 2009 ήταν μικρότερη της τάξης του 1%, ενώ από τις εθνικές εκλογές του 2009 ως τις αυτοδιοικητικές του 2010 αυτό ανέβηκε τουλάχιστον 5 μονάδες, με τελικό αποτέλεσμα την είσοδό της στην ελληνική Βουλή το 2012 με 7%. Ο αντισημιτισμός και ο χιτλερισμός ήταν έκδηλος στη ρητορική της Χρυσής Αυγής, στο μανιφέστο της οποίας γίνεται λόγος, σε έντονα πολεμικό τόνο, για τον «απανταχού Εβραίο[ς] όλων των αιώνων», τον «μοναδικό παντοδύναμο[ς] κυρίαρχο[ς] του σημερινού κόσμου μας» και τον «καταχθόνιο[ς] υπονομευτή[ς] του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» και τον αιώνιο[ς] αντίπαλο[ς] του Αρίου Δημιουργού (βλ. Χρυσή Αυγή: διακήρυξη ιδεολογικών αρχών). Κατά συνέπεια, η ήττα της Χρυσής Αυγής (ίσως) συνεπάγεται την υποχώρηση της νεοναζιστικής πτέρυγας στον ακροδεξιό χώρο.
Βέβαια, οι σύγχρονες ακροδεξιές οργανώσεις, παρά τις νεοφασιστικές καταβολές τους, δεν αναπαράγουν το χιτλερικό ή το μουσολινικό πρότυπο της δεκαετίας του ’30, αλλά αμβλύνουν τις αιχμηρότερες πλευρές του δόγματός τους αυτοπροβαλλόμενα ως κόμματα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αυτό συνέβη κατά τα μέσα της δεκαετία του ’70 και πρώτο το εφάρμοσε το κόμμα «Εθνικό μέτωπο» του Jean Marie Le Pen. Είναι λοιπόν απίθανη μια αναβίωση του φασισμού με τα χαρακτηριστικά που είχε στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Ωστόσο, δε μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’30 μοιάζουν να επανέρχονται σήμερα: τα υψηλά επίπεδα ανεργίας και η έλλειψη συστημάτων επαρκούς κοινωνικής ασφάλισης οδηγούν σε κοινωνικοπολιτικές αναταραχές σε πολλές χώρες, πράγμα που, σε συνδυασμό με την αύξηση της εγκληματικότητας και των αυτοκτονιών, ευνοεί την άνοδο ακροδεξιών και ρατσιστικών κινημάτων.
Στις εκλογές του 2015, στη Φινλανδία, το εθνικιστικό Κόμμα των Φινλανδών ήρθε δεύτερο, παρά το γεγονός ότι ο υποψήφιός του στις φετινές προεδρικές εκλογές συγκέντρωσε μόλις το 6,9% των ψήφων. Στην Ολλανδία, το «Κόμμα για την Ελευθερία» του ακροδεξιού Γκερτ Βίλντερς κατέληξε δεύτερο, ενώ το συντηρητικό και αντιμεταναστευτικό κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» εξασφάλισε στην Πολωνία μια ισχυρή νίκη στις εκλογές του 2015. Οι μεταναστευτικοί κανόνες στη Δανία συγκαταλέγονται στους πιο σκληρούς της Ευρώπης, για κάτι που εν μέρει ευθύνεται το «Δανικό Λαϊκό Κόμμα», που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στο Κοινοβούλιο. Στη Σλοβενία: Το ξενοφοβικό κόμμα του Γιάνεζ Γιάνσα αναδείχτηκε πρώτο στις τελευταίες εκλογές στη Σλοβενία, χωρίς να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. Όσο για την Ουγγαρία, τον περασμένο Απρίλιο, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν εξασφάλισε και τρίτη θητεία μετά τη συντριπτική νίκη του κόμματός του σε μια εκλογική διαδικασία, στην οποία κυριάρχησε το ζήτημα της μετανάστευσης. Στη Σουηδία, το αντιμεταναστευτικό και (με νεοναζιστικές ρίζες) κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών (SD) εξασφάλισε σημαντικά ποσοστά στις εκλογές του 2018. Συγκεκριμένα, συγκέντρωσε ποσοστό 18%, αυξημένο σημαντικά σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Στην Αυστρία, το Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ) συνεργάστηκε με την κυβέρνηση του συντηρητικού καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κουρτς και στη Γερμανία, το AfD καταλαμβάνει τη θέση του ως του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης. Τέλος, στην Ιταλία, οι ψηφοφόροι κατάφεραν ένα συντριπτικό πλήγμα κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας, καθώς το λαϊκιστικό «Κίνημα Πέντε Αστέρων» και η αντι-μεταναστευτική και ευρωσκεπτικιστική «Λέγκα» αποκόμισαν μεγάλα κέρδη στις εκλογές. (https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/4065775/o-chartis-tis-akrodexias-kai-toy-ethnikismoy-stin-eyropi)
Όσον αφορά στη χώρα μας, οι τελευταίες εκλογές είχαν ως αποτέλεσμα την έξοδο της Χρυσής Αυγής από την ελληνική Βουλή. Συγκεκριμένα, από τον Ιούνιο μέχρι τον Ιούλιο η Χρυσή Αυγή έχασε 110.000 ψηφοφόρους, καθώς στις ευρωεκλογές είχε πάρει 275.734 ενώ στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου έλαβε μόλις 165.689 ψήφους. Μάλιστα, η εκλογική ήττα της Χρυσής Αυγής σημαίνει ότι αρκετοί κατηγορούμενοι για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης δεν θα απολογηθούν με την ιδιότητα του βουλευτή (με την εξαίρεση, φυσικά, των ευρωβουλευτών). Μήπως αυτό σημαίνει ότι τελείωσε ο ακροδεξιός λαϊκισμός; Δεδομένης της επιτυχίας του Κυριάκου Βελόπουλου, μια τέτοια πρόβλεψη είναι τουλάχιστον πρώιμη. Πρέπει να υπογραμμιστεί παράλληλα ότι στη χώρα μας, υπάρχει μια αντίθεση. Ενώ η Αριστερά (Κεντροαριστερά και Ακροαριστερά) είναι διασπασμένη σε πλήθος παρατάξεων, κομμάτων και κινημάτων, η Δεξιά στη χώρα μας διαθέτει ένα μεγάλο κόμμα-χωνευτήρι, που περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις τάσεις, από κλασικούς φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους, μέχρι συντηρητικούς και ακροδεξιούς. Δεδομένης της νίκης του συγκεκριμένου κόμματος στις πρόσφατες εκλογές αλλά και του σάλου που προκάλεσε πρόσφατα η υπόθεση της Μακεδονίας, δεν αποκλείεται μια νέα διάσπαση και των δικών του συνιστωσών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι κύριοι Βελόπουλος, Καρατζαφέρης και Καμμένος υπήρξαν στελέχη του κατά το παρελθόν.
Τι πρέπει να γίνει; Μονάχα ένα Δεξιό κόμμα, κεντρώο και με εθνικό πρόσημο, θα ήταν ικανό να απορροφήσει τις εθνικές διαμαρτυρίες, με δραστική αντιμετώπιση των προβλημάτων τα οποία προβάλλουν οι Ακροδεξιοί: μετανάστευση, εθνική υπερηφάνεια, πολιτική διαφθορά, οικονομική κρίση και επιβολή νομιμότητας. Η μάχη ενάντια στην Ακροδεξιά θα ολοκληρωθεί όχι όταν διαλυθεί η Ακροδεξιά, αλλά όταν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα όντως υπαρκτά προβλήματα τα οποία έχει υιοθετήσει ως agenda της. Όσο η Δεξιά αρνείται αυτό που είναι και μαζεύεται διαρκώς περισσότερο προς το Κέντρο, τόσο οι διάφορες πτυχές της Ακροδεξιάς θα κάνουν την εμφάνισή τους για να αντισταθμίσουν το κενό που εκείνη αφήνει ακάλυπτο.