Ακίνητος.
Το φως άκαμπτο
Φώτιζε χωρίς σκιές
Και το παράθυρο κλειστό
Παρ’ ότι ορθάνοιχτο
Στην ίδια εικόνα.
Το κουνούπι
κουφάρι σε μιαν άκρη.
Μισοτελειωμένος ο καφές
Αφρός αποστεωμένος στο ποτήρι του
Και το λουλούδι στο βάζο
να με κοιτά ανοίκεια.
Ησυχία του κενού
Ούτε ένας λατρεμένος θόρυβος
Και η φωνή μου κατάπιε τη φωνή της.
Ακίνητος.
Να κοιτώ ακίνητα.
Φωτισμένα απ΄το ίδιο φως
μη και λαθέψω
μη φανταστώ πως στο σκοτάδι θ’ άλλαζαν
Και το κουνούπι,
αυτό που χθες σιχτίριζα
ένα αποσβολωμένο μαύρο
Και η εικόνα απ’ το παράθυρο
Όπως πριν,
χρόνος αδιατάρακτος
Και το λουλούδι ίδια να κοιτά
Παγωμένο από μέθη
Αμύριστο όσο ποτέ νους δεν το φτιαξε.
Ανάλλακτα
Και γω για σώμα μου να βλέπω
ίδια
λουλούδι, κουνούπι, φως.
Ίδια ακίνητα στην ίδια σκέψη
Την αδύνατη, την μονολεκτική, που
… κάπως πρόλαβα και ψέλισα.
Θαρρώ πως ξέρω
τι είναι ο θάνατος.
Δεν είναι σκοτάδι ο θάνατος. Είναι το φως το κίτρινο, το ακίνητο, που σε παγώνει. Μετά δε βλέπεις, δε ξέρεις, δεν ακούς. Των ζωντανών είναι κτέρισμα που το γυαλίζουν … για αποσκευή τους και κάποιοι ψίθυροι, πιο σπάνια και γόοι, όσων περιμένουν στη σειρά, που τον ξορκίζουν. Ξορκίζουν έναν … άγνωστο.