Φορούσε πένθος
η τέχνη και
μπαινόβγαινε στο δωμάτιο,
το γεμάτο το φόβο των ανθρώπων.
Συγγενής εξ’ αίματος
Τους παρηγορούσε με τον τρόπο της.
Πάντα ήταν εκεί στο πλάι τους.
Μεγάλη στη τέχνη της
να φτιάχνεται με αίμα δάνειο
των ανθρώπων το αίμα,
ακάματη στη τέχνη της
να κρατεί τα γκέμια του τα πόρφυρα
και να χαϊδεύει το κεφάλι του
αλόγου όμοια,
μερεύοντας έτσι τις εντάσεις τους,
το θάνατο που σεριανούσε μέσα τους
Τον πανταχού παρόντα
Ακόμα και στο μπράτσο της
Ως πένθος.
Ακάματη τέχνη
σεριανούσε στο δωμάτιο
το γεμάτο το φόβο των ανθρώπων.