Ένα καράβι κίνησε ακυβέρνητο
να ξεμαντρώνει θάλασσα, να μπουκώνει με
την αλμυρή ανάσα της τα ανοιχτά του στόματα,
τα διψασμένα μάχη.
Έως θανάτου.
Με τη μίζερη ζωή τής συνήθειας αντίκρυ,
που ξέμενε δίχως να ποθεί κανένα μέλλον.
Καράβι ξεθεωμένο από προσμονή
από ακαταλάγιαστη επιθυμία
για φουρτούνες που του έλειψαν,
που φυλαγμένες μέσα του.
Με καπετάνιο τα ξύλινα πλευρά του.
Τιμόνι τον οίστρο της θάλασσας.
Κίνησε
Δεν ήταν φτιαγμένο για υπήνεμα, καράβι.
Το νιωθε η δέστρα που για χρόνια το μάτωνε, το ζόρι της
που το κράταγε απ’ τον πόθο του να δραπετεύσει,
για ανοιχτά, για άλλα,
που έψαχνε, που νοσταλγούσε
σαν ταξιδευτής παλιός τού χαλασμού.
Το νιωθε καθώς κρυφάκουγε την προσευχή του
Για κύματα φουρτούνες φτιαγμένες για χάρη του.
Και ας το έπνιγαν.
Για πολλοστή φορά,
ας … Τον έπνιγαν.
Λες και δεν είχε μάθει πως έτσι είναι ο έρωτας.
Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!