ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Άδειος
Κάθεται στο μικρό σκαμπό, στην άκρη του,
σαν έτοιμος να το εγκαταλείψει.
Με ετοιμότητα ξεχάρβαλου ελατήριου,
πεταμένου στα άχρηστα
σομιέ.
Καμμιά εκκίνηση πλέον δυνατή
δεν είχε κουράγιο γι’ άλλες.
Η θλίψη όλα τα ματαίωνε,
αντ’ αυτού κανόνιζε.
Τον έβαζε απέναντι να την κοιτά.
Ο θρήνος του απόσωσε.
Του άδειασε το δωμάτιο, που
μνήμες κάποτε το επίπλωναν
και άφησε τις θέσεις τους
…μνήμες αδειανές.
Ασάλευτος … κοιτούσε τη ζωή απ’ έξω.
Σαν να μην είχε ποτέ κινήσει μέσα της.
Λυγισμένα γόνατα, κοντά ορθή γωνία.
Ένα με το μικρό σκαμπό,
τον ομφάλιο λώρο του
με τη γη των πραγμάτων.
Ασάλευτος σε άκλερο παρόν.
Ο χρόνος τον περίμενε.
Δεν είχε ταξίματα να τον σηκώσει.
Απέμειναν να κοιτιούνται ακίνητοι.
Στο τραπέζι της θλίψης του,
ο χρόνος σταμάτησε.
Για κείνον μονάχα. Σύντροφος και συμπότης.
Της πλέον άφατης εξιστόρησης.