Η πιο συνηθισμένη μορφή φόβου που επισείουν επί της κεφαλής των Ελλήνων, με την ελπίδα ότι θα την απορρίψουν, είναι η υπενθύμηση της Βαϊμάρης με την ανάδειξη του χίτλερ,τα δεινά που υποστήκαμε σαν λαός την εποχή της κατοχής από τους ναζί και το γεγονός ότι αυτό το κόμμα θαυμάζει τους ναζίκαι προσπαθεί να το αντιγράψει. Οι ψηφοφόροι της όμως δεν λαμβάνουν υπ’οψιν όλες αυτές τις υπενθυμήσεις για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί οι περισσότεροι Έλληνες δεν ξέρουν τι σημαίνει Βαϊμάρη και δεύτερον, το 90% τουσημερινού Ελληνικού λαού γεννήθηκε μετά το 45 και δεν έχει ζήσει τη κατοχή. Μπορεί να έχουν ακούσει από τους γονείς τουςκαι να την έχουν διαβάσει, αλλά δεν την έχουν ζήσει. Δεν τηνέχουν υποστεί. Έχουν ανδρωθεί στην εποχή των παχέων αγελάδων. Τότε που δεν είχαν ακούσει ποτέ «οχι» στις απαιτήσεις τους. Έτσι η αναφορά των εγκλημάτων των ναζιστών στη χώρα μας, παρουσιάζονται μεν φρικτά, αλλά είναι παλιά ιστορία, που δεν τους έχει αφήσει νωπά ίχνη στη μνήμη τους. Εκείνο που προέχει αυτή τη στιγμή γι’ αυτούς είναι αυτά που ζούνε, είναι η σημερινή τους δεινή αγχώδηςκατάσταση.
Όχι μόνον δεν λαμβάνουν υπ΄οψιν αυτά που της καταμαρτυρούν, αλλά και τα επιδοκιμάζουν. Γιατί τα ΜΜΕ φροντίζουν να τα διαφημίζουν. Ότι αυτοί οι «πατριώτες»μοιράζουν τρόφιμα στους Έλληνες, ότι προσπαθούν να διώξουν τους μετανάστες που μας παίρνουν τις δουλειές μας, ότι όταν ζητήσει κάποιος τη βοήθειά τους θα την έχει, ότι βρίζουν τουςπολιτικούς που μας έφεραν σε αυτό το χάλι και ότι πολλές φορές έχουν θεαθεί να βοηθούν την Αστυνομία να περιορίσει τη δράση των αναρχικών που σπάζουν τα καταστήματα και καίνε τα αυτοκίνητα του κόσμου. Εκτός αυτού, επειδή όποιοι πνίγονται πιάνονται από μαλλιά τους, οι πολίτες ελπίζουν ότι,επειδή δεν έχει δοκιμαστεί στην εξουσία, παίρνουν το ρίσκο και«ποιος ξέρει, μπορεί να είναι καλοί».
Την ίδια ώρα, κάθε μέρα, ακούνε ιστορίες διαφθοράς από τους δημοσίους υπάλλήλους και τους πολιτικούς χωρίς καμία συνέπεια, ακούνε και διαβάζουν για τη κατάφορη φοροδιαφυγή χωρίς η κυβέρνηση να παίρνει σοβαρά μέτρα περιορισμού και, όπως είναι φυσικό, τους εξοργίζει και δεν ξέρουν πια πως νααντιδράσουν, πως να διαμαρτυρηθούν, πως να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Και το μόνο εύκολο δίαυλο εκτόνωσης της οργής τους που βλέπουν, είναι να ρίξουν τη ψήφο τους στους ακροδεξιούς ή τους αδοκίμαστους «προοδευτικούςδημοκρατικούς». Άλλος ένας λόγος που οι κατάρες εναντίον τηςχ.α. δεν τους ενοχλεί, είναι ότι όλες οι κατάρες που ακούγονται εναντίον της χ.α., δεν προέρχονται από άνεργους, από χαμηλοσυνταξιούχους, από αυτούς που υποφέρουν, από τουςκατατρεγμένους της κρίσης. Προέρχονται από τουςσυνδικαλιστές, από τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς, τους διανοουμένους και, γενικά, από τους βολεμμένους. Δηλαδή, από όλους αυτούς που φοβούνται ότι με την επικράτηση της χ.α., θα χάσουν τα «κεκτημένα» τους. Έτσι, όλες οι προειδοποιήσεις Αρμαγεδώνα που επισείουν οι διάφοροιβολεμένοι επαϊοντες, δεν λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν ή αντιμετωπίζονται με χλευασμό.
Αν θέλουμε να μειώσουμε την αίγλη της χ.α., θα πρέπει να σταματήσουμε να τη μεταχειριζόμαστε σαν σοβαρό θέμα στα παράθυρα και στα κύρια άρθρα των εφημερίδων, πολλές φορές,για να αναδειχτούμε σαν «ειδότες». Αν θέλουμε να τη κάνουμε λιγώτερο ελκυστική ή ακόμα και αποκρουστική, αν θέλουμε να της εξαλείψουμε το λούστρο, πρέπει να τη κατεβάσουμε από ταυψηλά βάθρα της επικοινωνίας που την έχουμε ανεβάσει. Χρειάζεται να τη θάψουμε επικοινωνιακά. Μάλιστα. Να σταματήσουμε να την αναφέρουμε και, όταν δεν έχουμε άλλη επιλογή, ας μην την αναφέρουμε ποτέ με το όνομά της, «Χρυσή Αυγή», αλλά μόνον με τα μικρά αρχικά της, «χ.α.». Νασταματήσουμε να τη καταράμε. Να μην απαντάμε στις ερωτήσεις της. Να μην απαντάμε στις αιτιάσεις της. Μέσα στη Βουλή, να μην εξοργιζόμαστε και να μην απαντάμε στα πυροτεχνήματά της. Με το να απαντάμε, κατεβαίνουμε στο επίπεδό της. Ακόμα και στις επερωτήσεις των βουλευτών της,αν είναι επιτρεπτό, ο υπουργός να μην απαντάει από το βήμα,