γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Στη δεκαετία ’30 κάποιοι σπουδαίοι θεωρητικοί του δικαίου, στη Γερμανία, παρατηρούσαν την βαθμιαία διολίσθηση του δικαίου από εργαλείο νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας σε εργαλείο δημουργίας ταξικών ανισοτήτων και κοινωνικών εντάσεων. Ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν το δίκαιο οι αυταρχικές κυβερνήσεις της περιόδου εκείνης ήταν η υπερ-παραγωγή κανόνων που δεν ρύθμιζαν την διάθεση των εννόμων/δημοσίων αγαθών με όρους ισότητας και αξιότητας αλλά μέσω της δημιουργίας διαιρετικών τομών με σκοπό να προσεταιριστούν την εύνοια συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων («εκνομίκευση»). Η εκνομίκευση πολιτικοποιούσε κοινωνικές διαφορές και προβλήματα που τα ίδια τα κοινωνικά συστήματα θα μπορούσαν να λύσουν διαφορετικά. Λίγα χρόνια μετά από τις επισημάνσεις για τα προβλήματα που δημιουργούσε η εκνομίκευση, ο ναζισμός απογείωσε την επικίνδυνη εκείνη πρακτική. Το κοινοβούλιο που εξακολουθούσε, τύποις, να υπάρχει μετετράπη σε μηχανή παραγωγής ανομίας: Συλλήβδην παραβιάσεις του κράτους δικαίου με παράνομους νόμους, διαρκής βιασμός του Συντάγματος, τρομοκρατικές ομάδες να επιβάλλουν καθεστώς φόβου. Η διαφθορά απογειώθηκε, η ανομία έγινε καθεστώς.
Στην Ελλάδα του 2018 παρακολουθούμε, τηρουμένων των αναλογιών, την απογείωση μιας επίθεσης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κατά του κράτους δικαίου, η οποία έχει πολλές ομοιότητες με τις αντίστοιχες επιθέσεις που επιχειρήθηκαν στη Γερμανία την περίοδο του μεσοπολέμου.
Η πρακτική αυτή ήλθε ως συνέχεια της ανάδειξής τους τους στην εξουσία. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιμένουν ότι έχουν αλλεπάλληλη λαϊκή εντολή για την εφαρμογή των όσων πράττουν. Επικεντρώνουν μόνο στο φορμαλιστικό κομμάτι της διαδικασίας κατάληψης της εξουσίας, θεωρώντας ότι τα τερατώδη ψέμματα, ο απύθμενος λαϊκισμός, το μίσος και η υποδαύλιση του κοινωνικού διαχασμού δεν αξιολογούνται αρνητικά ως μέσα για την επίτευξη του σκοπού τους.
Μάλιστα, απότοκος της αντίληψής τους αυτής είναι η πρακτική της κατά μέτωπο επίθεσης στους θεσμούς της δημοκρατικής νομιμότητας και στην ουσία του κράτους δικαίου. Προνομιακό πεδίο αναδείχθη η νομοθετική λειτουργία την οποία ελέγχουν με τους 153 πειθήνιους βουλευτές τους που ψηφίζουν αλλεπάλληλες Πράξεις Νομοθετικού Περιχομένου και Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου, νόμους που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς την συμφωνία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, άσχετες διατάξεις που παρεισφρύουν οπουδήποτε διαλύοντας κάθε έννοια αφάλειας δικαίου και νομοθετικά σκουπίδια (λάθη, κακοποίησης ελληνική γλώσσας, ακυριολεξίες, κλπ).
Πρέπει να υποσημειωθεί ότι τέτοιες πρακτικές σε πολύ μικρότερη έκταση, όμως, καλλιεργήθηκαν από τον πελατειασμό, τον νεποτισμό και τις φαύλες πρακτικές των κομμάτων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ πρίν από την έλευση των εθνολαϊκιστών. Το αυγό του φιδιού είχε εκκολαφθεί απ’ αυτούς.
Έτσι, φθάσαμε σε μια σειρά επεισοδίων παρακρατικής συμπεριφοράς: Από τις απειλές της αλήστου μνήμης Προέδρου της Βουλής, το 2015, να συλληφθεί ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας, στα μπουκαρίσματα σε κομματικά γραφεία για την αυτόφωρη σύλληψη εκπροσώπου κόμματος, το 2018.
Η χρήση των παρακρατικών ταγμάτων του Ρουβίκωνα, το διαρκές φλερτ με τους, φυλακισμένους και μη, τρομοκράτες, καθώς και όσα πιθαναλογώ ότι θα ακολουθήσουν, στο επόμενο διάστημα, βρίσκονται στην ίδια γραμμή της δημιουργίας ενός καθεστώτος ρυθμισμένης ανομίας.
Σκοπός δεν είναι μόνο να παρατείνουν την παραμονή τους στην εξουσία, κάμπτοντας τις αντιστάσεις όσων εξακολουθούν να ομνύουν στη συνταγματική νομιμότητα. Είναι κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτό: Είναι ο εκφασισμός της κοινωνίας που μόνον αυτός μπορεί να διασφαλίσει την μακριοβιότητα της παραμονής τους.
Γι’ αυτό και αποτελεί χρέος των δυνάμεων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης να ορθώσει συμπαγές μέτωπο απέναντι στην προσπάθεια εκβαρβαρισμού της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ένα μέτωπο υπεράσπισης της χωλής δημοκρατίας μας και, ταυτόχρονα, μια παρακαταθήκη για το μέλλον: Κανένα παιχνίδι με τους θεσμούς και καμμία πελατειακή υπονόμευσή τους δεν πρέπει να επιτρέπεται. Τα όποια, έστω πρόσκαιρα, πολιτικά οφέλη από τέτοιες πρακτικές έχουν ένα μεγάλο τίμημα. Ας είναι αυτό που πληρώνουμε με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το τελευταίο.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε και στο MarketNews