Η δεύτερη ήταν η ερώτηση: «Δηλαδή κι εσύ τώρα ρε φίλε, πώς βρέθηκες τυχαία πάνω στο πορτοφόλι;»
Κάποιος περπατά στο δρόμο πίνοντας αναψυκτικό και πετάει το άδειο κουτάκι σε ένα καλάθι σκουπιδιών. Φεύγοντας το μάτι του πιάνει κάτι… μέσα στο καλάθι. Σκύβει και βλέπει ένα πορτοφόλι. Διστάζει για λίγο, σκέφτεται ότι προφανώς το έχουν αρπάξει, αδειάσει και ύστερα πετάξει στο καλάθι, οπότε ό,τι και να κάνει είναι μάταιο. Από την άλλη σκέφτεται ότι μπορεί μέσα να υπάρχουν ταυτότητα, διαβατήριο, ή οποιοδήποτε από αυτά τα πολύ σημαντικά χαρτιά που αλίμονο και αν τα χάσεις (και ζεις στην Ελλάδα). Παίρνει το πορτοφόλι και το πηγαίνει στο κοντινό ΑΤ. Η γυναίκα στην οποία ανήκει, έχει μόλις προ ολίγου κάνει δήλωση της κλοπής. Το μόνο που τη νοιάζει είναι η κάρτα απεριορίστων διαδρομών – τίποτα άλλο σημαντικό δεν είχε μέσα εκτός από κάτι λίγα ψιλά. Χαίρονται και οι δυο, φεύγουν.
Ο αστυνομικός σταματάει τον άντρα και του λέει: «Έλα, μεταξύ μας. Εσύ το βούτηξες, έτσι; Γιατί, πώς γίνεται και βρέθηκες στο σημείο που της έκλεψαν το πορτοφόλι και πώς γίνεται να πέταξες κάτι στο ίδιο καλάθι;»
Ένας νεαρός νεοϋορκέζος γιουτούμπερ έχει αποφασίσει να είναι εξυπηρετικός και να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Όχι κινηματογραφικές διασώσεις από φλεγόμενα κτίρια, ούτε απεγκλωβισμοί από τουμπαρισμένα αμάξια. Πιο απλά πράγματα, πιο πεζά. Να προσφέρει την ομπρέλα του μια βροχερή μέρα σε κάποιον που περιμένει να περάσει το δρόμο και γίνεται μούσκεμα. Να κουβαλήσει τα ψώνια μιας γυναίκας που από το ένα της χέρι σέρνεται ένα γκρινιάρικο πιτσιρίκι. Να πληρώσει το εισιτήριο του λεωφορείου για έναν ηλικιωμένο. Να ξεκουράσει τον εργάτη του δήμου σκουπίζοντας για λίγα λεπτά το δρόμο ενώ εκείνος σκουπίζει τον ιδρώτα από το πρόσωπό του με τη μπλούζα του.
Σχεδόν πάντα όλοι αρνούνται ευγενικά.
Κανείς δεν πιστεύει πια ότι ένας άγνωστος θα σε σταματήσει στο δρόμο για καλό.
Μετά από μια ολόκληρη μέρα και πολλά πεταμένα χαρτιά, κατάφερα να φτιάξω δυο μικρούς χαρταετούς από ένα σκέτο φύλλο χαρτί και κλωστή. Δεν είναι και τόσο δύσκολο, αλλά δεν είμαι και πολύ της υπομονής. Το να έχεις μικρά παιδιά σου μαθαίνει πώς να την αποκτήσεις. (Μάλλον σε αναγκάζει, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα).
Το επόμενο πρωί, φυσάει. Βγαίνουμε να τους πετάξουμε.
Μη φανταστείτε τίποτα εντυπωσιακό, οι χαρταετοί είναι ένα απλό Α4 με ουρά και δεμένο με κλωστή. Αυτό μόνο. Αλλά πετάνε και τα πιτσιρίκια έχουν τρελαθεί από τη χαρά τους.
Ύστερα από αρκετή ώρα τρεχαλητού και τσιρίγματος και χαράς μας πλησιάζει ένας μπαμπάς με ένα παιδάκι. Το παιδάκι βλέπει τους χαρταετούς να κάνουν φιγούρες (στο μεταξύ έχουν κοπεί οι ουρές τους κι είναι κολοβοί και στροβιλίζονται σαν τρελοί, αλλά εξακολουθούν να πετάνε) και γελάει και λέει στον μπαμπά του: «Θέλω κι εγώ χαρταετό».
Την ίδια στιγμή λέω στον μεγάλο μου γιο να δώσει το χαρταετό του στο παιδάκι, αφού πλέον ξέρουμε πώς να τους φτιάχνουμε, θα φτιάξουμε άλλον στο σπίτι. Κι εκείνος δέχεται και περπατάει προς το παιδάκι που δεν είναι πάνω από τριών, για να του δώσει το χαρταετό του.
Όμως στα μισά σταματάει. Συνεχίζοντας το δρόμο τους, ο μπαμπάς εκνευρισμένος λέει στο παιδάκι: «Δεν είναι χαρταετός αυτό, είναι μια βλακεία. Ο χαρταετός θέλει ξύλα και ζύγια, δεν είναι εύκολη υπόθεση, θέλει να ξέρεις. Θέλει γνώσεις.»
Η απάντηση του παιδιού είναι αποστομωτική: «Μα… πετάει.»
Κοιταζόμαστε και οι τρεις, τα παιδιά μου κι εγώ, μιας κι εκείνα ακούνε τον παράξενο διάλογο και κοιτάζουν μετά τον άντρα με ύφος που του λέει το προφανές: Πετάει.
Ο μπαμπάς όμως είναι ακόμη πιο αποστομωτικός: «ΔΕΝ πετάει.»
Και στρίβουν στη γωνία, το παιδάκι με το κεφάλι γυρισμένο πίσω να βλέπει τους χαρταετούς στον αέρα μέχρι που χάθηκε.
Είναι δύσκολο να συνειδητοποιείς από κάποια ηλικία κι έπειτα πως στην πραγματικότητα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να αλλάξεις τον κόσμο, επειδή είσαι ένα μικροσκοπικό κομμάτι μεταξύ δισεκατομμυρίων άλλων κομματιών μιας τεράστιας μηχανής που λέγεται σύστημα, και οι περισσότερες πράξεις σου επηρεάζουν άμεσα μόνο το δικό σου αίσθημα δικαιοσύνης (νιώθεις εσύ πως έκανες κάτι καλό και νιώθεις καλά)- άντε και κάποιον πολύ κοντινό σου (ίσως), ενώ στην πραγματικότητα δεν επηρεάζει στο ελάχιστο τον κόσμο ως σύνολο.
Αυτό που μπορείς όμως να κάνεις, είναι να αλλάξεις τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τα πάντα γύρω σου.
Ίσως τότε να βρεθεί έστω ένας να επηρεαστεί από το παράδειγμά σου και να αποφασίσει να κάνει το ίδιο, αλλάζοντας τη δική του οπτική απέναντι στα πράγματα, και ίσως τη ζωή του, ίσως και κάποιου δικού του. Αυτό σημαίνει ότι πέτυχες.
Δεν υπάρχει μαγική συνταγή ευτυχίας.
Την ευτυχία δεν τη βρίσκεις ούτε φτάνοντας εκεί που δεν μπορείς (κατά τον τρισμέγιστο Καζαντζάκη), ούτε στα άδυτα του σύμπαντος που γουστάρει πάντα να συνωμοτεί εναντίον σου (Κοέλιο) γιατί κατά το νόμο της έλξης (Το Μυστικό) σκέφτεσαι αρνητικά.
Ούτε καν στο πεντάρι του Τζόκερ.
Μπορείς όμως να τη βρεις σε δυο προχειροφτιαγμένους χαρταετούς που πετάνε για μισή ώρα. Τις υπόλοιπες ώρες ίσως να τη βρεις σε κάτι άλλο, ίσως και όχι. Ίσως να τη βρεις προσφέροντας το μισό σου χώρο από την ομπρέλα σου σε κάποιον που περιμένει να περάσει το δρόμο μες τη βροχή. Ίσως σε ένα πεταμένο πορτοφόλι που το πιο σημαντικό του περιεχόμενο είναι μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών. Ίσως σε τίποτα μέχρι την επόμενη μέρα ή αρκετές επόμενες μέρες.
Μαγική συνταγή ευτυχίας δεν υπάρχει, όμως όλοι νιώθουμε ευτυχισμένοι κάνοντας ευτυχισμένο κάποιον άλλο. Αυτό θα πρέπει να είναι αρκετό. Όχι πάντα, αλλά συχνά.
Το να κοιτάς έναν χαρταετό που πετάει και να λες το αντίθετο, κάνει πρώτα εσένα δυστυχισμένο, κι ύστερα κάποιον αγαπημένο σου, κι αυτό με τη σειρά του θα σε κάνει διπλά δυστυχισμένο.
Το ίδιο και το να επιλέγεις να υποψιάζεσαι τον άνθρωπο που σου δίνει το προ ολίγου χαμένο/κλεμμένο πορτοφόλι σου ως τον κλέφτη.