Μιας και οι εικόνες της Αθήνας που έχω είναι μόλις δύο ετών, το βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διαβάζω οτιδήποτε έχει σχέση με την πόλη του πριν.
Αυτό που έχω παρατηρήσει όμως, είναι πως κάθε φορά, σε κάθε τέτοιο βιβλίο, ο συγγραφέας του δεν μπορεί να κρατηθεί και να μην τοποθετηθεί σε προσωπικό επίπεδο.
Υπάρχει μια φωτογραφία από καρτ ποστάλ της εποχής, κοντά στο 1900, του Κηφισού. Είναι μια έγχρωμη, πανέμορφη φωτογραφία, με ένα γεφυράκι στο βάθος, δυο παιδάκια που πλατσουρίζουν, ένα γαϊδουράκι με ένα κάρο.
Στη λεζάντα διαβάζω: «Ο ποταμός Κηφισός, το 1905, όταν ήταν ακόμη γεωργικό προάστιο. Είχε και αυτός την τύχη του Ιλυσσού. Οι ιθύνοντες αφού έστρωσαν κακόγουστα με πέτρα και σκυρόδεμα τις κοίτες του, τη δεκαετία 1990-2000 επικαλύφθηκε πλήρως για να διαπλατυνθεί η Εθνική Οδός.»
Κι ακόμη μία, από τον Ιλυσσό: «Η κοίτη του άλλοτε Ιερού Ποταμού συνέχισε να καλύπτεται επί Μεταξά (θάπτομεν τον Ιλυσσόν) στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Αργότερα, το 1960, οι εργασίες συνεχίστηκαν για να δημιουργηθεί η οδός Καλλιρόης. Είμαστε ο μοναδικός λαός που αφού κατέστρεψε πρώτα τα ιστορικά – φυσικά ποτάμια της πρωτεύουσας, τα έκανε λεωφόρους.»
Πολλοί αναφέρονται στην Αθήνα ως «κατάντια». Αυτό το έχω ακούσει προσωπικά σε διάφορες συζητήσεις όπου λέω ότι δεν είμαστε από την Αθήνα, όμως ήρθαμε να ζήσουμε εδώ. Η απάντηση σχεδόν πάντα είναι η ίδια: Και φύγατε από κει για να έρθετε στην κατάντια της Αθήνας;
Αν οι Αθηναίοι (γενικεύοντας) θεωρούν την Αθήνα κατάντια, τότε σίγουρα δεν έχουν πάει πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη (και δεν ξέρω οι Θεσσαλονικείς τι γνώμη έχουν πλέον για την πόλη τους – γενικεύοντας πάλι).
Η Θεσσαλονίκη μπορεί να απέκτησε τη Νέα Παραλία που, ναι, είναι όμορφη και πραγματικό (ευρωπαϊκών προδιαγραφών όσο γίνεται) στολίδι, όμως μοιάζει από τότε να ζει στη σκιά της.
Είναι λες και ολόκληρο το ενδιαφέρον και μόνη έγνοια να έγινε ξαφνικά αυτή η Νέα Παραλία, αφήνοντας την πραγματική Θεσσαλονίκη (που δεν είναι η Νέα Παραλία) να βουλιάζει στη μιζέρια της.
Στη Νέα Παραλία δεν υπάρχει ούτε πεσμένο φύλλο, αλλά έχετε πάει καθόλου στην Καλαμαριά; Στη Νέα Κρήνη;
Μαλλον όχι. Αλλά κι εκεί Θεσσαλονίκη είναι.
Στις δυτικές συνοικίες που υποτίθεται επέλεγες να ζήσεις αν ήθελες περισσότερη άπλα, ησυχία, πράσινο (;) βλέπεις όλο και περισσότερους δρόμους από τους οποίους δεν περνάει πια κανείς. Όχι απλώς κλειστά μαγαζιά, σειρές από κλειστά μαγαζιά, τετράγωνα ολόκληρα στην ευθεία γεμάτα από κλειστά μαγαζιά, κι αν έχει απομείνει από κανένα ανοιχτό, άγνωστο το πόσο θα αντέξει.
Η αγορά της Θεσσαλονίκης έχει γονατίσει και η αγορά ΔΕΝ είναι (μόνο) η Τσιμισκή.
Όταν μιλάμε για μια μεγαλούπολη, τότε δεν μετράμε το κέντρο της ως την αγορά της. Για να επιβιώσει η πόλη χρειάζεται όλες τις μικρές αγορές σε κάθε γειτονιά της.
Κι αυτές έχουν πεθάνει από καιρό.
Κι ύστερα είναι και τα πάρκα.
Δυο χρόνια ζω στο Βύρωνα και δεν έχει υπάρξει μία μέρα που να μην συναντήσω υπαλλήλους του δήμου μέσα στα πάρκα.
Ούτε μία μέρα.
Τώρα το πόσο καλά ή όχι κάποιοι από αυτούς κάνουν τη δουλειά τους, είναι άλλο θέμα, όμως δεν έχει περάσει ούτε μέρα που να μη βρίσκονται εκεί.
Υπάρχουν βέβαια και πάρκα σε πολύ κακή κατάσταση όμως δεδομένων των συνθηκών (όλοι ξέρουμε πού ζούμε, πόσα να περιμένεις;) η γενικότερη εικόνα της περιοχής είναι παραπάνω από ικανοποιητική.
Στη Θεσσαλονίκη αντίθετα και τουλάχιστον στις περιοχές που έχω ζήσει κι έχω γυρίσει, στα πάρκα όχι απλώς δεν πηγαίνει κανείς να τα φροντίσει, αλλά είναι και από μόνα τους μια άθλια κατάσταση, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν κούνιες διαλυμένες.
Δεν υπάρχουν δέντρα.
Βγάλε το πιτσιρίκι μετά το Μάιο άμα θες.
Δεν υπάρχουν παγκάκια.
Δεν υπάρχει νερό.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, υπάρχουν πράγματα στην Αθήνα που τα λες και πολυτέλειες: Μικρές πλατείες με παγκάκια;
Πεζόδρομοι;
Δέντρα και λοφάκια και παρτέρια;
Πάρκα καθαρά;
Κέντρο υγείας που να λειτουργεί;
Τι λέτε ρε παιδιά. Κι όμως, αυτά στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον δε θα τα βρείτε.
Σίγουρα οι πόλεις μας έχουν γνωρίσει και καλύτερες εποχές. Σίγουρα και η Αθήνα έχει τη σκοτεινή, βρώμικη κι απαράδεκτη πλευρά της.
Όμως έχοντας εικόνες και καθημερινότητα για να συγκρίνω, «κατάντια» δεν τη λες.
Βέβαια, το να φτάνεις να λες «πολυτέλειες» τις αυτονόητες παροχές σε μια πολυπληθή πόλη, κάτι σημαίνει έτσι;
Όπως και το να φτιάχνεις ένα λεύκωμα με παλιές φωτογραφίες της πόλης σου, μη αντέχοντας να μην παρατηρήσεις/κατηγορήσεις τις καταστροφές που έγιναν πάντα στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της προόδου.
Πλημμύρισε κανείς;
*Άσχετο και σχετικό: Το Λιτόχωρο παραμένει με διαφορά ετών φωτός η πιο προσεγμένη και καθαρότερη μικρή πόλη της Ελλάδας. Κι όχι, το μέγεθος ΔΕΝ μετράει.
& Εκείνος
Καποια στιγμή – μέσα του ’70 νομίζω – ήρθε ο θείος ο αμερικάνος επίσκεψη στην Ελλάδα για το καλοκαίρι. Ο θείος και για τρεις εβδομάδες που έμεινε στην Ελλάδα, δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να μας λέει το πόσο καταπληκτική είναι η Αμέρικα, πόσο μεγάλοι είναι οι δρόμοι στο Αμέρικα, πόσο μεγάλα είναι τα σπίτια στο Αμέρικα και πόσο μεγάλες είναι οι μερίδες στα εστιατόρια στην Αμέρικα. Πριν το τέλος της δεύτερης εβδομάδας τον είχαμε σιχαθεί όλοι μας, κι αυτόν και το Αμέρικα.
Από αυτήν την επίσκεψη εμπειρία όμως υπήρχε κάτι άλλο που εμένα θα μου μείνει αξέχαστο ακόμα και σήμερα. Η Αθήνα και εδικά το Παγκράτι, είχε αλλάξει από τα μέσα του ’50 που έφυγε ο θείος μέχρι το ’70 που ήρθε διακοπές πολύ. Είχε περάσει το τσιμέντο του Καραμανλή και είχε κάνει το Παγκράτι πολυκατοικίες και αντιπαροχή. Αλλά ο θείος δεν έβλεπε τίποτα απολύτως. Δε πα να του έδειχνες το Άλσος περικυκλωμένο από πολυκατοικίες και την πλατειά Μεσολογγίου πνιγμένη, εκείνος έβλεπε το μικρό σπιτάκι, απολίθωμα από το ’50 που το πείσμα κάποιου το είχε γλυτώσει από τους πολιτικούς μηχανικούς και τους εργολάβους και σου έλεγε όλο χαρά: «Κοίτα, κοίτα, τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε που έφυγα».
Και αυτό επαναλήφτηκε αρκετές φορές. Είτε ήταν ένα μικρό σπιτάκι, ένα παραθύρι, ακόμα και μια κούνια στο παρκάκι. O θειος έχανε τις πολυκατοικίες, το τσιμέντο και to νέφος που τότε ξεκινούσε να εμφανίζεται κι έβλεπε αυτό …που δεν είχε αλλάξει.
Καποια στιγμή το 2009 και μετά από πάνω από δεκαπέντε χρόνια, βρέθηκα ακριβώς στα ίδια μέρη και μπροστά στο άγνωστο, στο ακόμα πιο τσιμεντωμένο, στο κρύο των κουτιών που κάποιοι αποκαλούν διαμερίσματα, έκανα κι εγώ το ίδιο ακριβώς που είχε κάνει ο θειος μου πριν από τόσες δεκαετίες: έψαχνα το μικρό σπιτάκι, το παραθύρι ή το παγκάκι που μου ήταν γνώριμα για μην νιώσω τελείως ξένος.
Τώρα η αλλαγή δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, είναι και εξέλιξη. Αλλά το Παγκράτι και ο Βύρωνας δεν είχαν εξελιχτεί, είχαν τσιμεντωθεί. Εκεί στην Νέα Ελβετία υπήρχε το ρέμα με το αστείο όνομα «το πήδημα της γριάς». Σε αυτό το ρέμα εγώ κόντεψα να πνιγώ. Σχολική εκδρομή προς το γήπεδο της Δόξας και τρέχουμε με συμμαθητή πίσω στο σχολείο να πάρουμε μπάλες. Διασχίζοντας το ρέμα εγώ πέφτω χωρίς να το δω σε τρύπα με λάσπη που σαν να με ρουφάει. Πανικός και για τους δυο μας, και για μένα που νιώθω να βυθίζομαι αλλά και για τον συμμαθητή μου που είναι σίγουρος ότι έπεσα σε …κινούμενη άμμο. Με προσπάθεια και με τη βοήθεια ενός κλαδιού από τα δέντρα που ήταν στις κοίτες του ρέματος βγήκα. Ξέρετε που είναι σήμερα το ρέμα; Το ρέμα, τα δέντρα, η …κινούμενη άμμος; Από το «πήδημα της γριάς» έχει γίνει το …πήδημα του εργολάβου. Έγινε λεωφόρος και αντί για δέντρα στις κοίτες της λεωφόρου φυτρώνουν διαμερίσματα.
Ξέρετε ότι το Παγκράτι είχε ποτάμι; Τον Αλασσώνα. Ο Αλασσώνας που λέτε, είχε ακόμα και μικρούς καταρράκτες κάπου πριν από το Άλσος. Μάλιστα ο Αλασσώνας κατέληγε σε άλλο ποτάμι που δεν υπάρχει πια, τον Ιλισό και εκεί που συναντιόντουσαν ο Αλασσώνας και ο Ιλισός, λίγο μετά το Άλσος Παγκρατίου, υπήρχε και …νησάκι. Το βατραχονήσι. Τι σας λέω τώρα ε;
Η Αθήνα είχε πάνω από 700 μικρά ποτάμια, χείμαρρους και ρέματα. Πάνω από 700. Αυτά χωρίς τους Ηριδανό, Κηφισό και Ιλισό που είναι κανονικά ποτάμια και ΔΕΝ σταματάνε πότε την ροή τους. Ακόμα και τώρα. Απλά η ροή γίνεται …κάτω από την άσφαλτο και το τσιμέντο. Τώρα κάντε τον λογαριασμό. Από την μια μπαζώνουμε όλα τα ποτάμια, τα ρέματα και τους χείμαρρους και από την άλλη διαμερισματοποιούμε τσιμεντάροντας όλες τις φυσικές οχυρώσεις της πόλης προς το νερό που φουσκώνει και ψάχνει να βρει διέξοδο προς την θάλασσα ή τα …ποτάμια. Και την βρίσκει, στα σπίτια, στα μαγαζιά, στα αυτοκίνητα και στο διάβα του …όποιον πάρει ο χάρος.
Ο Υμηττός για λόγους που έχουν να κάνουν περισσότερο με την ιστορία παρά με την οικολογία είναι καραφλός και ανοχύρωτος τόσο για να σταματήσει τα νερά όσο και να προφυλάξει την πόλη. Η Πεντέλη και το Αιγάλεω έχουν γίνει εδώ και τέσσερεις δεκαετίες το πανηγύρι του εμπρηστή εργολάβου και η Πάρνηθα αντέχει γιατί έχει πολύ πέτρα και μάρμαρο αλλιώς βιλίτσες και μεζονέτες θα είχε γίνει κι αυτή. Γενικά τα φυσικά τείχη αυτής της πόλης έγιναν διαμερίσματα και μεζονέτες με χώρο παρκινγκ.
Κατά τα άλλα, όπως ακριβώς το είπε και η Κατερίνα:
Πλημμύρισε κανείς;