γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
“Noi siamo fiori sul cemento” είπε πρόσφατα ένας Ιταλός ράπερ. Κι είμαστε ανθοί πάνω στον τσιμέντο οι άνθρωποι, πράγματι. Λουλούδια σε πλάκες ψυχρές και άχρωμες προφανώς, όμοιες με το τελευταίο σπίτι κάποιου φίλου που έφυγε νωρίς. Είμαστε ανθοί. Τα λουλούδια, η τιμή η οποία απομένει στον άνθρωπο όταν κάποτε όλα τελειώσουν. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.
Σε ετούτους εδώ τους δρόμους, καμιά πιθανότητα δεν έχεις να μη γράψεις μελαγχολικά. Φταίει μάλλον η βαριά σκιά της Ακρόπολης και η αβάσταχτη κληρονομιά εκείνων που περπάτησαν κάποτε σε αυτά τα χώματα. Βέβαια ήρθαν πολλές νεροποντές, τα χώματα κίνησαν προς τη θάλασσα παίρνοντας μαζί τους είδωλα και μύθους. Άφησαν όμως πίσω τους το πιο όμορφο γιασεμί, έτσι να προσφέρει άκοπα το άρωμά του στις αθηναϊκές τσιμεντένιες γειτονιές. Το άρωμα εκείνο που μύρισαν οι μεγαλύτεροι ήρωες του κόσμου: η καθαρίστρια Άννα για παράδειγμα, ή ο μετανάστης Αμπντούλ, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ήρθαν, είδαν, νίκησαν ή έχασαν, ποτέ δεν κατάλαβα τη διαφορά. Όμορφοι άνθρωποι πάτησαν αυτά τα χώματα, σίγουρα. Κάποιοι πέθαναν, άλλοι ζουν ακόμη δίχως να ζητούν ιδιαίτερη προσοχή, άντε μια καλημέρα κι αυτή δίχως πολλά-πολλά γιατί ο χρόνος τρέχει.
Μιλούν αρκετοί για πατρίδες και σκέφτονται αίματα και γη. Συμφωνώ σχεδόν. Πατρίδα σου είναι ο τόπος που έχυσες το αίμα από τα γόνατά σου παίζοντας μπάλα, πατρίδα σου και η γη που μπολιάστηκε από τα δάκρυά σου για ένα όνειρο. Και σε πράγματα τέτοια, σύνορα δεν υπάρχουν. Λένε και για προγόνους ένδοξους, για τον πολιτικό Περικλή, για τον στρατηγό Μιλτιάδη. Λέω για εκείνο το προσφυγάκι που τορπίλισαν τη βάρκα του οι Ιταλοί έξω από τη Λαπεντούζα, τον αντάρτη που δεν μπορούσε να μου μιλήσει από τα κλάματα καθώς θυμόταν τη νεκρή του αδερφή. Τί να πεις σε αυτούς τους ανθρώπους; Την ιστορία του Περικλή ή τη φυλετική τους καθαρότητα; Μπορείς να μιλήσεις για αγώνες σε εκείνον που θα σκοτωνόταν στην Πίνδο ή στο παιδάκι το οποίο πέρασε τη Μεσόγειο με μια σάπια σχεδία;
Μιλούν πολύ και μιλούν πολλοί. Χρησιμοποιούν όρους επιστημονικούς ή ψευδοεπιστημονικούς, σφάζονται στα λόγια για δυο σταγόνες νερό και μια πέτρα. “Noi siamo fiori sul cemento”, το τσιμέντο είναι η πατρίδα μας, οι τάφοι των ανθρώπων που αγαπήσαμε. Και την πατρίδα αυτή αξίζει να την τιμάς γιατί την επιλέγεις εσύ, όχι μια κάποια τύχη. Και για την πατρίδα αυτή αξίζει να πολεμάς με γυμνά τα χέρια, γιατί πολυτιμότερο πράγμα δεν σου απέμεινε. Και στην πατρίδα αυτή αξίζει να ονειρεύεσαι, γιατί εδώ το ηλιοβασίλεμά φαντάζει διαφορετικό από τα άλλα. Και την πατρίδα αυτή αξίζει να την αγαπάς, αφού εδώ βρίσκονται τα γλυκά μάτια δίχως τα οποία θα ένοιωθες μισός. Για αυτή την πατρίδα μίλησέ μου, για τις άλλες όχι.