Guest

Εκείνη & Εκείνος, μετανάστες & πρόσφυγες

 

Εκείνη

Το σπίτι μας είναι νομαδικό. Έχει μόνο τα λειτουργικά πράγματα μέσα, και τίποτε άλλο. Αν χρειαστεί, μπορεί να αδειάσει σε μια μέρα και τίποτα να μη θυμίζει ότι περάσαμε από κει. Αυτό κάποιες φορές είναι καλό. Όταν μετακομίζεις συχνά, είναι δύσκολο να αφήσεις τα σημάδια σου. Άλλες φορές είναι κακό. Όταν έχεις μικρά παιδιά, για παράδειγμα. Έχει διαφορά το σπίτι, από το χώρο που μένουμε. Γιατί το σπίτι δεν είναι μόνο ο χώρος που ζει κανείς. Είναι ένας ολόκληρος μικρός κόσμος. Συνδέεται με άλλα σπίτια, ανθρώπων κοντινών, συγγενών, φίλων. Συνδέεται με δρόμους της γειτονιάς και αναμνήσεις. Συνδέεται με τα κομμάτια ενός παζλ που λέγεται ζωή, και που δεν καταφέρνεις να ολοκληρώσεις παρά μόνο όταν δεν έχεις άλλο μπροστά να κοιτάξεις και κοιτάς μόνο πίσω. Στο παρελθόν. Στα σημάδια που άφησες.

Ο Βύρωνας είναι ιδέα, όχι γειτονιά. Έτσι μου είπε ένας από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισα όταν πρωτοήρθα, δυο μήνες πριν. Και πράγματι είναι. Μ’ όποιον κι αν έχω μιλήσει σ’ αυτό το διάστημα, έχει αμέτρητες ιστορίες να μου πει. Κάθε δρόμος, κάθε στενό, κάθε γωνιά, είναι και κάτι, κάποιου. Ακούω ιστορίες και βλέπω λάμψεις στα μάτια, από παλιές αναμνήσεις και στιγμές προσωπικές. Δεν μπορούν να με αγγίξουν, αλλά βλέπω το πόσο αγγίζουν αυτούς που τις μοιράζονται. Θα ήθελα να έχω ιστορίες να πω, όμως δεν έχω. Καμιά φορά τους ζηλεύω. Καμιά φορά ο άνθρωπος έχει ανάγκη από αυτό το σημείο αναφοράς του, από αυτό που το λέμε σπίτι, αλλά δεν είναι μόνο ο χώρος που ζούμε. Παλιότερα δε με ένοιαζε. Τώρα ίσως φταίει η ηλικία, ίσως φταίνε τα παιδιά. Θα ήθελα να βγάλω ρίζες κάπου. Θα ήθελα να έχω κάτι να τους δείξω. Μα τα όσα θυμάμαι, δεν υπάρχουν πια. Είναι κάπου αλλού, κάποτε, όταν εκείνα ήταν πολύ μικρά για να θυμούνται, όταν εκείνα δεν υπήρχαν.

Κάθε φορά που αλλάζει κανείς τόπο, αλλάζει και ζωή. Αλλάζουν τα κομμάτια του παζλ, κι είναι δύσκολο να τα ταιριάξεις, γιατί κάθε φορά η εικόνα κόβεται και ξεκινά μια άλλη από την αρχή. Τι σημασία έχει στο τέλος αν τα βάλεις στη θέση τους; Τώρα τι γίνεται; Από πού πιάνεσαι;

Ξένος λένε, είναι αυτός που έρχεται και φεύγει. Αυτός που έρχεται και μένει είναι μετανάστης. Δεν ξέρω τι από τα δύο είμαστε εμείς. Λίγο πολύ, οι περισσότεροι είμαστε ξένοι. Και μετανάστες. Εσωτερικοί. Καμιά φορά οι εσωτερικοί μετανάστες είναι σε χειρότερη μοίρα. Γιατί το να πας σε άλλη χώρα που όλα είναι αλλιώς, οι εικόνες, οι συνθήκες, η κουλτούρα, η γλώσσα, η θρησκεία, το χρώμα, είναι λόγοι να νιώθεις εκτός. Μα το να είσαι μετανάστης στην ίδια σου τη χώρα, δεν το χωνεύεις κι εύκολα. Από μια Ελλάδα φεύγεις και πας σε μια άλλη. Κι εκεί βλέπεις πως όλα είναι αλλιώς. Από τον τρόπο ζωής, μέχρι και τον τρόπο που σε αντιμετωπίζουν και το μέγεθος της κρίσης. Δε βιώνει η Ελλάδα την ίδια κρίση παντού. Εκεί που κάποια νησιά βουλιάζουν από τους πρόσφυγες, κάποια άλλα περιμένουν το επόμενο μπουλούκι τουριστών για να τα κονομήσουν. Προς τα πάνω προετοιμάζονται για το χειμώνα και σκέφτονται τα ξύλα, το πετρέλαιο, το ρεύμα. Προς τα κάτω ακόμα κάνουν βουτιές. Το πετρέλαιο, το ξύλο, είναι βάσανα πολύ μακρινά.

Σε άλλα σχολεία κλείνουν οι πόρτες για τα προσφυγόπουλα. Σε άλλα πάλι είναι ορθάνοιχτες. Τι διαφορά έχουν αυτά τα παιδιά από τα δικά μας; Τι διαφορά έχει το δικό μου παιδί που πάει πρώτη φορά σχολείο και το περίμενε όλο το καλοκαίρι με την τσάντα του έτοιμη κρεμασμένη στο χερούλι της πόρτας από τα υπόλοιπα; Από τα παιδιά των Σύριων; Από τα παιδιά των Αθηναίων; Από τα παιδιά των Ρουμάνων, Γεωργιανών, Αλβανών; Ποιος τους μαθαίνει να ξεχωρίζουν το ένα το άλλο; Πόσες ευκαιρίες δώσαμε στο συνάνθρωπό μας να τον γνωρίσουμε; Ποιός γεννήθηκε κι έζησε όλη του τη ζωή στον τόπο εκείνο; Αρνούμαι να δεχτώ ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν σε κάποια, οποιαδήποτε καθαρή φυλή. Κι αν υπάρχει, τι; Κι αν δεν υπάρχει, τι; Τη διαφορά εγώ δεν τη βλέπω. Ξένοι υπήρξαμε παντού. Από τη μια άκρη της Ελλάδας φτάσαμε στην άλλη, γυρίσαμε πίσω και ξανά από την αρχή. Ξένοι. Μοιρασμένες οικογένειες, συγγενείς που δε γνωρίστηκαν ποτέ, σε κάθε γωνιά της χώρας. Του κόσμου ολόκληρου. Όλοι περιμένουν να αφομοιωθείς από τον τόπο που βρέθηκες να ζεις, λίγοι περιμένουν να πάρουν κάτι από τα όσα κουβαλάς.

Το κάθε τι ξένο, υπήρξε πάντοτε απειλή κι έφερνε μαζί του φόβο για τη σταθερότητα των πραγμάτων. Ο D. Barley έγραφε ακριβώς αυτό το πράγμα στο βιβλίο του «Βασικές Αρχές Και Προβλήματα Της Κοινωνιολογίας», το 1966. Σήμερα έχουμε 2016. Πενήντα χρόνια αργότερα, ο ξένος και ο φόβος του σαρώνουν τον κόσμο. Σαρώνουν την Ελλάδα. Στο στόχαστρο πάντα είναι οι Αλβανοί. Γιατί οι Αλβανοί και όχι οι Βούλγαροι; Γιατί όχι οι Πολωνοί; Γιατί όχι κι εμείς; Κι εμείς ξένοι είμαστε. Κάπου αλλού, κάποτε, οι γονείς μας, οι παππούδες μας υπήρξαν κι αυτοί ξένοι. Κάπου λέει κλείσαν τις πόρτες των σχολείων στα προσφυγόπουλα. Ο φόβος του ξένου παίρνει αμπάριζα και τα παιδιά των προσφύγων. Ποιος θρέφει αυτόν το φόβο;

Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, οι ξένοι είναι το πρόβλημα; Δεν είναι το πρόβλημα. Είναι όμως άνθρωποι με προβλήματα. Διαφορετικά δε θα μιλούσαμε για αυτούς. Δε θα υπήρχαν. Ο Γιώργος, που το 1969 στην ταινία του Φασμπίντερ «Ο Γείτονας» ήταν ο … Katzelmacher (google it και βρείτε το!) σήμερα είναι ο επαναβαπτισμένος Αλβανός της δικής μας γειτονιάς. Αυτός που του δώσαμε καινούργιο όνομα, ελληνικό, χριστιανικό, όπως Φώτης, Νίκος, Γιάννης, Κώστας, ονόματα …δικά μας, χωρίς να σκεφτούμε ποτέ το πόσο τραγικό είναι να αναγκάζεις κάποιον να ξεχάσει ακόμα και το όνομά του, για να τον δεχτείς να συνυπάρχει δίπλα σου. Να υπάρχει! Πόσα χρόνια ζούμε μαζί με τους Αλβανούς; Μετρήστε. Κοντεύουμε τα τριάντα! Τριάντα χρόνια κι ακόμα η λέξη Αλβανός είναι βρισιά, είναι κλέφτης, είναι έγκλημα, είναι βιασμός, είναι φόβος. Μίσος.

Καλώς ή κακώς, συνυπάρχουμε εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια. Τα παιδιά τους είναι το ίδιο Έλληνες όπως και τα δικά μας. Νιώθουν πατρίδα τους αυτή που γνώρισαν όταν γεννήθηκαν, αυτή τη χώρα στην οποία μεγάλωσαν. Κάποιοι κι από τους μεγαλύτερους ακόμα νιώθουν περισσότερο πατρίδα τους την Ελλάδα, παρά την Αλβανία. Τα παιδιά τους έκαναν παιδιά, σε λίγα χρόνια θα είναι όλοι τους Έλληνες τρίτης, τέταρτης γενιάς, μέχρι να περάσουν γενιές και γενιές και τα επόμενα παιδιά που θα γεννηθούν ίσως να ξέρουν ότι οι προπαππούδες τους κατέβηκαν κάποτε από την Αλβανία, τη Ρουμανία, την Πολωνία, τι σημασία έχει, όπως οι Έλληνες του εξωτερικού λένε για τους δικούς τους παππούδες που κάποτε έφτασαν στη Γερμανία, την Αυστραλία, την Αμερική, από την Ελλάδα. Μα είναι Γερμανοί, Αυστραλοί, Αμερικάνοι. So what?

Εγώ; Εγώ τι νιώθω; Νιώθω Αθηναία; Δεν είμαι. Τα παιδιά μου όμως μεγαλώνουν στην Αθήνα. Ποιός θα τους αρνηθεί να τη νιώθουν πατρίδα τους, όταν μεγαλώνοντας οι αναμνήσεις τους είναι μόνο από εκεί; Πατρίδα, τι λέξη κι αυτή! Η Θεσσαλονίκη είναι η πατρίδα μου; Μα όσο έζησα εκεί, έζησα κι αλλού. Όσα θυμάμαι από εκεί, θυμάμαι κι από αλλού. Πατρίδα είναι ο τόπος που γεννήθηκες; Ο τόπος που μεγάλωσες; Ο τόπος που θες να επιστρέψεις όταν γεράσεις; Πουθενά δε θέλω να επιστρέψω. Κανένα μέρος δε νιώθω περισσότερο δικό μου από το μέρος που ζω, εδώ και τώρα.

Γιατί αυτός ο διαχωρισμός; Ποιος τον κάνει; Σκεφτείτε λίγο: Κάθε φορά που ακούγεται κάτι στις ειδήσεις, μια κλοπή, μια επίθεση, ένας φόνος, ο θύτης είναι πάντα απρόσωπος. Είναι ο αλλοδαπός, είναι ο Αλβανός, ο Γεωργιανός, ο Πολωνός. Το έγκλημα όπως το παρουσιάζουν τα ΜΜΕ, συνδέεται πάντα και μόνο με την εθνικότητα, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο. Αντίθετα, τα θύματα είναι πρόσωπα με ονόματα, τόπο καταγωγής και διαμονής, επάγγελμα και οικογενειακή κατάσταση, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Σα να σου λένε, ένας κανονικός άνθρωπος, που θα μπορούσες να ήσουν εσύ. Ποιος θρέφει λοιπόν αυτό το θηρίο που λέγεται φόβος για το ξένο και το άγνωστο, που λέγεται απειλή από το διαφορετικό;

Το έγκλημα δεν έχει εθνικότητα. Η πράξη του φόνου, της κλοπής, της επίθεσης, δεν συνδέεται με καμία χώρα, δεν υπάρχει σε κανένα DNA. Το έγκλημα είναι αποτέλεσμα ενός ανθρώπου- ναι, σαν κι εμένα κι εσένα- που βρέθηκε στη λάθος κατάσταση, για πολλούς και διάφορους λόγους- που δεν έχουν σημασία αυτή τη στιγμή, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με τη χώρα από την οποία κατάγεται! Η ανεργία επίσης, δεν έχει εθνικότητα. Κανένας Έλληνας δεν έχασε τη δουλειά του, όταν ήρθαν οι Αλβανοί στην Ελλάδα πριν 26 χρόνια. Κανένας Έλληνας, δεν καταδεχόταν να κάνει τη δουλειά που έκανε ο Αλβανός. Κανένας δεν έπλενε πιάτα, δεν έσπαγε πέτρες, δε σφουγγάριζε σκάλες, δεν κουβαλούσε λάσπη, δε μάζευε ελιές, για ένα άθλιο μεροκάματο, κορόιδο, έρμαιο του εκάστοτε αφεντικού που απλά εκμεταλλευόταν την κατάσταση.

Για δείτε τώρα; Οι μισοί Έλληνες κάνουν μια χαρά αυτές τις δουλειές. Γιατί δεν έχουν επιλογή. Και οι περισσότεροι από αυτούς ζούνε με τους γονείς, τους παππούδες, τους κουμπάρους, όποιον τελοσπάντων μπορεί να τσοντάρει, γιατί δε φτάνουν. Όπως ζούσαν κάποτε οι Αλβανοί, όταν πρωτοήρθαν, όλοι μαζί, όλοι σε ένα σπίτι, να μοιράζουν τα έξοδα, αφού τα μεροκάματα ξεχώριζαν σε ελληνικά και …αλβανικά και δεν τους έφταναν. Για δείτε τώρα; Τώρα κατεβάζουμε τα παλιά μας ρούχα σε καθαρή σακούλα και τα βάζουμε δίπλα στον κάδο, για να τα πάρει κάποιος που τα χρειάζεται. Όποιος κι αν είναι αυτός. Τι διαφορά έχουμε;

Φυσικά και καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Για κάποιους βέβαια, εξακολουθεί να είναι. Οι υπόλοιποι μισοί Έλληνες της κρίσης, ζούνε με το χαρτζιλίκι του μπαμπά, της γιαγιάς. Γιατί σιγά να μην τρέχουν στα χωράφια να κουβαλάνε ελιές, σιγά μην φορτωθούν τους κουβάδες με τη λάσπη, σιγά μην σπάσουν πέτρες, μην καθαρίσουν σκάλες, μην νταντέψουν ένα γέρο.

Όσο οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, οι ξένοι, θεωρούνται ξεχωριστές ομάδες ανθρώπων, ομάδες με …ειδικές ανάγκες, ποτέ μα ποτέ δε θα μπορέσουμε να συνυπάρξουμε ομαλά. Και νομίζω ότι τελικά ποτέ μας δε δώσαμε την ευκαιρία σε κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους- απ’ όπου κι αν έρχονται, να μας γνωρίσουν και να τους γνωρίσουμε. Ας αφήσουμε τουλάχιστον τα παιδιά ήσυχα. Ας αφήσουμε ήσυχους επιτέλους τους ανθρώπους, να ριζώσουν κάπου. Να φτιάξουν σπίτια, όχι χώρους για να ζουν. Να δεθούν με τους γείτονές τους, τους συναδέλφους τους, τους συμμαθητές τους, με τους δρόμους της γειτονιάς τους και το καφέ της κοντινής πλατείας τους. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;

& Εκείνος

Αρχές του 2000 και γνωρίζω στο Ελσίνκι μια κοπέλα, δεύτερη γενιά Ελληνίδα. Ο πατέρας Έλληνας η μητέρα Φινλανδή. Ελληνικότατο επώνυμο η κοπέλα, ελαφριά φινλανδοποιημένο το όνομα τη γιαγιάς αλλά στην ουσία ελληνικό. Σπουδές στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και μεταπτυχιακό σε ένα θέμα που είχε σχέση με συγκεκριμένη περίοδο της Ελληνικής ιστορίας. Τελείως Ελληνίδα στη όψη, σκούρα καστανά μαλλιά και μελιά μάτια.

Η μόνη πραγματική ελληνική παρουσία στη ζωή της ο πατέρας της, ένας άνθρωπος που είχε έρθει στη Φινλανδία, τότε πριν από 35 χρόνια. Ένας άνθρωπος αμόρφωτος, μικρών δυνατοτήτων, που με τη βοήθεια της Φινλανδής γυναίκας του κατάφερε όχι απλά να μπει στη Φινλανδική κοινωνία αλλά και μέχρι ένα σημείο – και πιθανώς δυσανάλογα με τις πραγματικές του δυνατότητες – να πετύχει και επαγγελματικά.

Πέρα λοιπόν του πατέρα η άλλη επαφή της κοπέλας με την Ελλάδα ήταν μια Ελληνίδα γιαγιά που πέρναγε κάποια σπάνια καλοκαιριά μαζί της στο νησί και οι ακόμα σπανιότερες οικογενειακές διακοπές μετά το θάνατο της γιαγιάς. Τα ελληνικά της κάλυπταν λέξεις όπως «μαλάκα, ρε» και δεν θυμάμαι τι άλλο, αλλά πάντα του ίδιου επιπέδου. Ουσιαστικά μπορούσε να κάνει πολύ απλές συζητήσεις, «τι κάνετε, καλά ευχαριστώ, καλημέρα, καληνύχτα», και αυτά ήταν όλα. Δεν υπάρχει λόγος να κατηγορηθεί ο πατέρας της, όσα μπορούσε έκανε κι είχε τις δικές του προτεραιότητες που τις καταλαβαίνω ακόμα κι αν ήταν περισσότερο από ένστικτο παρά από λογική.

Τελείωσε η κοπέλα και το μεταπτυχιακό της, όλα σε σωστούς χρόνους, χωρίς να μεταφέρει και να μεταφέρεται και ήρθε η ώρα της δουλειάς. 300 βιογραφικά και δεν κάνω καθόλου πλακά. 300 βιογραφικά, 6 συνεντεύξεις. Ξέρετε ποια ήταν η πρώτη ερώτηση; Μιλάτε φινλανδικά; Η πρώτη ερώτηση που της έκαναν σε κάθε συνέντευξη που πήγε και μάλιστα στα αγγλικά για να είναι σίγουροι ότι θα …καταλάβει. Οι περισσότεροι, σε ποσοστό 95% δεν ενδιαφερθήκαν καν να της απαντήσουν. Οι λίγοι που της απάντησαν, πολύ πατρικά της έδιναν συμβουλές για τη γλώσσα. Ξέρετε γιατί; Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να διαβάσει ότι αυτή η κοπέλα γεννήθηκε στο Ελσίνκι, πήγε δημοτικό και γυμνάσιο στο Ελσίνκι, είχε κάνει στους Φινλανδούς προσκόπους, είχε τελειώσει το Φινλανδικό πανεπιστήμιο και είχε κάνει και μεταπτυχιακά σε φινλανδικό πανεπιστήμιο. Αυτό που όλοι ανεξαιρέτως είδαν ήταν το όνομα της. Το Ελληνικό όνομα της και μετά έκριναν τα πάντα με γνώμονα το όνομα της.

Τώρα εγώ που έχω κόρη ανησυχώ, γιατί βλέπω το ίδιο να γίνεται τώρα, 16 χρόνια μετά. Η κόρη μου που έχει γεννηθεί στο Ελσίνκι, που πάει σχολείο στη Φινλανδία, που μητρική της γλώσσα είναι τα φινλανδικά και θα είναι για πάντα η βασική της γλώσσα, αδιάφορα τι λέω η προσπαθώ εγώ, θα κρίνεται από …το δικό μου όνομα. Και θα κρίνεται όπως ακριβώς η άλλη κοπέλα. Σαν ξένη.

Ξέρετε, όταν οι Φινλανδοί μιλάνε για καθαρότητα της φυλής και ομογενοποιημένο έθνος με πιάνουν τα γέλια. Είναι το ίδιο με τους Αμερικάνους που μισούν τους μετανάστες. Πως μπορεί μια χώρα που δημιουργήθηκε από μετανάστες μετά την σφαγή των αυτοχθόνων να μισεί τους μετανάστες; Οι Φινλανδοί έχουν φτιάξει πολλούς μύθους για τη καταγωγή τους που στο πέρασμα του χρόνου τους έχουν πιστέψει και οι ίδιοι, η αλήθεια όμως είναι τελείως διαφορετική από αυτή που θα τους άρεσε όταν μιλάνε για αρχαίους Φινλανδούς και σχέσεις με τους Βίκινγκς. Οι Φινλανδοί, όπως οι Ούγγροι και οι Τούρκοι, μάλιστα οι Τούρκοι, ήρθαν από τα Ουράλια στους διάδρομους που άνοιξε ο Τζένκινς Χαν στα τέλη του 13 αιώνα, μέσα σε ένα πανεθνικό κύμα που συμπεριελάμβανε από Μογγόλους μέχρι Κινέζους, Καυκάσιους, Ρώσους και Κοζάκους και «βολευτήκαν» εκεί που βρήκαν «φιλοξενία». Στην Φινλανδία βρήκαν φιλοξενία αφού «έπνιξαν» ή ενσωμάτωσαν τους αυτόχθονες και σπρώξανε τους Σάμι ψηλά στη Λαπωνία με σοβαρές απώλειες πληθυσμού. Δηλαδή ποια καθαρότητα και ποια φυλή όταν έχουν ανθρωπολογική συγγένεια με τον πιο μισητό τους εχθρό, τους Ρώσους και το λαό που υποτίθεται ότι «σιχαίνονται», τους Τούρκους. Η δε «αρχαιά» τους ιστορία ξεκίνησε μόλις πριν από 600 χρόνια. Εδώ το χριστιανισμό τον «ανακάλυψαν» 15ο αιώνα και γλώσσα τους άρχισε να υπάρχει επίσημα και σαν γραπτός λόγος τον 16ο αιώνα. Αυτούς είναι να τους πας μαζικά για επίσκεψη στο μουσείο Κυκλαδίτικης Τέχνης για να καταλάβουν τι σημαίνει αρχαιά ιστορία.

Οι σημερινοί δε Φινλανδοί, αυτοί που λένε ότι όλοι οι μετανάστες και προσφυγές είναι εγκληματίες και βιάζουν γυναίκες και άλλες τέτοιες αηδίες, είναι η μεγαλύτερη εθνική ομάδα στις Σουηδές φυλακές και μάλιστα υπεύθυνοι για τα πιο απεχθή και βάρβαρα εγκλήματα στην ιστορία της Σουηδικής εγκληματολογίας. Παρεμπιπτόντως για όσους δεν το ξέρετε να σας ενημερώσω ότι αντίστοιχα στην Αυστραλία ένα από πιο απεχθή εγκλήματα που συμπεριλάμβανε σειρά δολοφονιών επι σειρά ετών και κανιβαλισμό είχε σαν ενόχους μια οικογένεια Ελλήνων μεταναστών.

Αυτό που προσπαθώ να πω ότι λέξεις και έννοιες όπως καθαρότητα και φυλή, στερεότυπα όπως, τα εγκλήματα τα κάνουν οι ξένοι κλπ. υπάρχουν μόνο στο μυαλό ανόητων και η ίδια η πραγματικότητα, δυστυχώς γι’ αυτούς, τους έχει διαψεύσει εδώ και αιώνες. Κι αν είναι αστείο να μιλάνε οι Φινλανδοί για καθαρότητα και φυλή, εμείς στην Ελλάδα δεν πρέπει ούτε καν να αναφερόμαστε στο θέμα για καθαρά λογούς αξιοπρέπειας. Αυτή η χώρα πάντα υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών, κάτι που πολύ σωστά είμαστε και θα έπρεπε πάντα να είμαστε περήφανοι. Αλλά αυτό το σταυροδρόμι πολιτισμών ήταν πάντα και σταυροδρόμι ανθρώπων. Δεν περιμέναμε να έρθουν οι πρώτες Σουηδέζες το ’60, να τους πούμε «ντου γιού λάικ ματμαζέλ δι γκριζ» για να ανακαλύψουμε ότι γεννιούνται και παιδιά με διπλή εθνικότητα που μπορεί ούτε να ζουν στην Ελλάδα. Η μίξη πληθυσμών σε αυτό το σημείο της Ευρώπης έχει ξεκινήσει χιλιετηρίδες πριν και συμβαίνει με την ίδια συχνότητα ή εξελίσσεται με την ίδια ταχύτητα. Αν μπορούσε κάποιος να δει το DNA μια ομάδας Ελλήνων θα έβρισκε μέσα τους από Ρωμαϊκά, Περσικά μέχρι Τουρκικά στοιχεία, για να μη σας πω ότι ακόμα και Βίκινγκ θα έβρισκε.

Θα γράψω αυτό ακριβώς που έχω γράψει πολλές φορές σε φινλανδικά μου άρθρα, απομονώνοντας από τη κοινωνία τους ξένους με τη δικαιολογία τη γλώσσα και τα στερεότυπα μήπως αντί να γκετοποιείτε αυτούς απομονώνεστε εσείς, εγκληματικό σήμερα όχι για σας αλλά για τα παιδιά σας που θα είναι υποχρεωμένα να ζουν σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που έρχεται από μια διαδικασία που έχει ξεκίνησε εδώ και πολλούς αιώνες.

Για την αντιμετώπιση των προσφυγών και αυτά που έγιναν στη Θεσσαλονίκη με τα προσφυγόπουλα και το σχολείο το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είναι εμετικά απαράδεκτες πράξεις από πολίτες μια χώρας και μάλιστα μιας πόλης κατ’ εξοχήν προσφυγικής. Είναι σαν να ακούς τους Αμερικάνους να καταφέρονται κατά των μεταναστών.

Όσο για τη συμπεριφορά προς τους μετανάστες, εύχομαι κάθε φορά που συμπεριφέρεστε άσχημα σε κάποιον μετανάστη να καταλάβετε κάποια στιγμή ότι φέρεστε άσχημα σε έναν από εμάς και στα παιδιά μας, όπως ακριβώς οι Φινλανδοί και το κοριτσάκι με το Ελληνικό όνομα που η πρώτη ερώτηση που της κάνουν είναι αν μιλάει φινλανδικά.

Συμπληρωματικά για τη κοπέλα, απηυδισμένη από τη κατάσταση έστειλε 5 βιογραφικά χρησιμοποιώντας το όνομα της μητέρας της και όχι του πατέρα της. Πήγε σε πέντε συνεντεύξεις που κανένας δεν την ρώτησε αν μιλάει φινλανδικά, που έγιναν στα φινλανδικά και έχοντας 3 προτάσεις για δουλειά διάλεξε την μια που τη συνέφερε καλυτέρα οικονομικά. Με το όνομα της μητέρας. Τώρα σκεφτείτε το αυτό. Σκεφτείτε τι της σκότωσαν για να πάρει μια κωλοδουλειά. Της σκότωσαν την εθνική της ταυτότητα και την οικογενειακή της ιστορία που θα οφείλαν να σεβαστούν μια και έχει να κάνει μόνο με την ίδια και με κανέναν άλλο.

Μάθετε να αντιμετωπίζετε τους μετανάστες όπως θα θέλατε οι άλλοι να αντιμετωπίζουν εμάς τους μετανάστες και αντιμετωπίζετε τους πρόσφυγες όπως δεν θα θέλατε ποτέ να έχουν μεταχειριστεί τους γονείς σας!



Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος, μετανάστες & πρόσφυγες

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη & Εκείνος, υποχρεωμένοι από την πάντα ενοχλητική επικαιρότητα όσο αφορά το θέμα μιλάνε για μετανάστες και πρόσφυγες μπας και κανένας καταλάβει κάτι.