του Νώτη Ιωάννου.
Κατά την προεκλογική του ομιλία στην Καλαμάτα, προ ημερών, ο κ.Τσίπρας χαρακτήρισε πιθανή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, αυτολεξεί ως «παρά φύση», αποκλείοντας την. Η φράση, πρωτάκουστη και ανοίκεια με την πολιτική κουλτούρα, διεγείρει, κατ’ ακριβολογία προκαλεί το γλωσσικό αίσθημα, εξαιτίας της απευθείας αναγωγής της, συνειρμικά, στην γενετήσια σφαίρα. Η δεδομένη βαρύτητα της έκφρασης, είναι αυτή που προσδίδει στην προκείμενη χρήση ακραίο νόημα και χαρακτήρα. Στιγμιαία, το ακροατήριο του τ. Πρωθυπουργού, όπως και η κοινή γνώμη, σάστισε αμήχανο και συγκεχυμένο με την μονοσήμαντη αυτή αναφορά του, ακόμη κι αν τυχόν υπό αυτοματισμό την επικρότησε. Πολλοί, αν όχι η πλειονότητα, καλόπιστα απέδωσαν την λεκτική εκτροπή σε χονδροειδές ολίσθημα, αμετροέπεια ή έλλειψη επίγνωσης της απαξίας του λόγου που ατυχώς εξέφερε ο ομιλητής. Φευ, δεν είναι έτσι, όπως αποδείχθηκε.
Μόλις πρόσφατα, στο περιώνυμο debate των δύο, ο κ. Τσίπρας επανήλθε με φόρτιση και επιμονή στην ίδια άκομψη, απρεπή, άστοχη πολιτικά φράση, διατυπώνοντάς την πολλάκις με ύφος μάλιστα ηθικής υπεροχής. Αντί να κάνει λόγο για ασύμβατη πολιτική σχέση των δύο κομμάτων ή να χρησιμοποιήσει πλείστα όσα επίθετα για να αποκλείσει ενδεχόμενη κυβερνητική σύμπραξη τους, επέλεξε συνειδητά την αρνητική, ηλεκτρισμένη, μισαλλόδοξη φράση «παρά φύση», ως πρόσφορη να τον διαφοροποιήσει πολιτικά και ιδεολογικά απ’ τον κύριο αντίπαλο του. Μ’ αυτήν την τακτική, υποβαθμίζει την ποιότητα και υπονομεύει, αν δεν καταργεί, την αισθητική του δημοσίου διαλόγου, ως διαμορφωτή της στάθμης του πολιτικού πολιτισμού. Πρόκειται για πολιτική ένδεια ή μάλλον για εκπεσμό σε πολιτική ασχήμια.
Βεβαίως, η φύσει πολιτική του αντίθεση με την Ν.Δ, όπως ο ίδιος την ορίζει, δεν τον εμπόδισε στην «παρά φύση» σύμπλευση μαζί της, προκειμένου να μας οδηγήσει δεσμώτες στην κτηνωδία του επί θύραις Γ΄Μνημονίου. Αυτό ακριβώς είναι που τον εκθέτει ως ηθικά ασπόνδυλο, ανερμάτιστο. Η πολιτική συνείδηση δεν είναι ακορντεόν, ούτε ελαστικό πάσης χρήσεως ή σκοπιμότητας. Λέγοντας και μόνο «παρά φύση», ακόμη κι αν δεν το εννοείς, οριοθετείται ψυχολογικά μια περίμετρος την οποία δεν διανοείσαι καν να προσεγγίσεις, πόσο μάλλον να υπερβείς, όπως έκανε ο κ. Τσίπρας. Αυτό επιτείνει, μεγαλώνει την πολιτική ένδεια και ασχήμια, το πρόσωπο της οποίας-παρεμπιπτόντως- είδαμε φέτος για πρώτη φορά τόσο αποκαλυπτικά στην Μεταπολίτευση, με την διαστρέβλωση του Δημοψηφίσματος, όταν παραχαράχτηκε βάναυσα η Ιστορία.
Την τακτική του τ. Πρθ/ού να ασχημονεί πολιτικά, του ενέπνευσαν ίσως οι φωτισμένοι καθοδηγητές του, επηρεασμένοι ίσως με τη σειρά τους από τους κήρυκες της μεθώδους και γοητευτικής δήθεν παν-αριστεροσύνης που καπηλεύθηκε τον Σοσιαλισμό και την Αριστερά, ενώ ανέπτυξε λατρευτική σχέση με την (κάθε) εξουσία, ιδίως αυτή του χρήματος. Παράλληλα, ασπάστηκε την διαφθορά, την κλεπτοκρατία, συμπορεύτηκε με το αθεράπευτα βαθύ ΠΑΣΟΚ και επέβαλλε μισαλλόδοξα το αντιδεξιό σύνδρομο, απότοκο του αείποτε αστυνομικού κράτους, ως πολιτική, ακόμη και κοινωνική, μάλιστα, διαπίστευση. Εξ’ ου προφανώς και η δήθεν αποκήρυξη της Ν.Δ μετ’ επιτάσεως και με τις περί «παρά φύση» δοξασίες της πεντάρας.
Αυτός ο εσμός της προοδευτικής δήθεν πανσπερμίας, αυτή η ψευδεπώνυμη κάστα των μανατζαραίων, εμφανίζεται σήμερα ως αριστερή έχοντας αλώσει την Αριστερά, στην θέση της.
Με λογικό δεδομένο ότι Ιδεολογία και πολιτική(της) έκφραση πρέπει να τέμνονται ή έστω να είναι συναφείς, ανάλογες, ας μας πει ο κ. Τσίπρας και οι ακόλουθοι του, ποια είναι η αριστερά που πρεσβεύουν; Ποια είναι, επιτέλους, η θαυμαστή και ιδιαίτερη πολιτική τους φύση, που καθιστά «παρά φύση» ασύμβατους τους αντιπάλους τους; Από τον Μάρξ, όχι μόνο αφίστανται, αλλά και τον αποκηρύσσουν ρητά. Στην ελεύθερη οικονομία ως θεμελιώδη πολιτειακή αντίληψη, προσχωρούν. Που διαφοροποιούνται λοιπόν Ιδεολογικά; Δεν γνωρίζουν, απλά. Ας σημειωθεί ως πολιτική αλφάβητος, κατ’ ανάγκην, ότι η έννοια της Ιδεολογίας περιγράφει ένα πλαίσιο Αρχών, Θέσεων και Αξιών, εκ των οποίων απορρέουν τα κεντρικά πολιτικά γνωρίσματα ενός εκάστου. Ας σημειωθεί επίσης, για την αγάπη του Χριστού που πρέπει κάποτε να μας ενώσει, ότι η διακήρυξη π.χ του ΣΥΡΙΖΑ ή και πολλών άλλων κομμάτων ή ατόμων ανάμεσά μας, ότι π.χ αντίκειται στο κράτος των Τραπεζών ή στην κατάργηση των σ.σ εργασίας ή στην επιβολή ΦΠΑ ή στις περικοπές συντάξεων και δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία και άλλα αμέτρητα, Δεν συνιστά Ιδεολογία, αλλά Πολιτική. Άρα, αμιγώς ιδεολογικά, ο εν γένει ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφοροποιείται, καταρχήν.
Δικαιούται βέβαια η Αριστερά να ομιλεί περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητος, διότι πρώτη Ιστορικά εξέφρασε τέτοιο αίτημα. Αυτή όμως η κοινωνική αντίληψη- σημαία της, μεταπίπτει σε απλή, κοινή μετ’ άλλων εκτός Αριστεράς πολιτική θέση, αν απομονωθεί απ’ το οικονομικό και θεωρητικό εποικοδόμημα-μοντέλο του Μάρξ. Αριστερά, για να μιλάμε την αλήθεια των πραγμάτων, είναι μόνο η Κομμουνιστική, λοιπόν. Πρέπει κάποτε να καταργήσουμε έμπρακτα τους μύθους και τις υπερβολές, έβλαψαν ανεπανόρθωτα την Χώρα.
Δεν είναι δυνατόν, δεν νοείται, επειδή π.χ ο Τσίπρας ή ο θείος Σαμ ή ο δάσκαλος χορού ή ο καλός φίλος, δηλώνουν και διαθέτουν κοινωνική ευαισθησία και πλούσιο συναίσθημα, να θεωρούνται πρόσφοροι ως Αριστεροί ή να αυτοαναγορεύονται έτσι, συλλήβδην κι ανεξαίρετα, χωρίς να ξέρουν γιατί, από ιδιότυπο αυτοματισμό. Προκαλεί θυμηδία, μα έτσι συμβαίνει, ακόμη. Άρα, αμιγώς πολιτικά, δικαιούται ο ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνει και να αισθάνεται ακόμη Αριστερός, συνυπάρχοντας όμως με άλλους που ακολουθούν την ίδια ακριβώς πολιτική χωρίς να δηλώνουν και να αισθάνονται καθόλου Αριστεροί. Δεν δικαιούται να τους αποστρέφεται με ψευδο-αριστεροσύνη και οίηση,ενώ υποχρεούται να συνυπάρχει χωρίς εμπάθεια ή μεγαλόστομες ακρότητες.
Κορυφαίες πράξεις και χειρονομίες ευαισθησίας και αλτρουισμού, πολιτικού ήθους και ευθύτητας, έχουν παρατηρηθεί σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος, ιδίως ίσως στα άκρα του. Δεν αποτελεί προνόμιο της αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς η κοινωνική ευαισθησία και κακώς της επετράπη να αμφισβητεί τον ανθρωπισμό και την ευαισθησία των άλλων φορέων. Η φροντίδα και η μέριμνα των ασθενέστερων αποτελεί μέλημα και ηθική υποχρέωση της Δημοκρατίας, του οργανωμένου κράτους με ανθρώπινο πρόσωπο που σπεύδει και δεν φείδεται, αξιολογώντας υπεύθυνα και απροσωπόληπτα τις ανάγκες. Με υποκειμενισμούς και ρευστότητες δεν θα καταφέρει ποτέ η μη Κομμουνιστική Αριστερά να αντιτάξει ένα ολοκληρωμένο ιδεολογικό προφίλ. Μπορεί όμως να φανεί χρήσιμη πολιτικά κι αυτό είναι ευκταίο. Επείγει να αμβλυνθούν τα πολιτικά ήθη, όλοι ζητάμε Ελευθερία και Δικαιοσύνη, τίποτα δεν μας χωρίζει. Αν το μετουσιώσουμε σε πράξη, βίωμα, θα έχουμε γίνει καλύτεροι και θα κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας μια Ελλάδα με προοπτική και υπερηφάνεια.