Τους είχα υποσχεθεί ότι θα περάσουμε υπέροχα και ήμουν ενθουσιασμένη! Μέχρι που άνοιξε η μπουκαπόρτα. Και ο ενθουσιασμός πάγωσε.
Ένας απέραντος καταυλισμός ετοιμαζόταν για μια ακόμα μέρα μαρτυρίου κάτω από τον ήλιο του Αυγούστου. Εκατοντάδες πρόσφυγες είχαν κατακλύσει κάθε χιλιοστό του μεγάλου -για τα δεδομένα ελληνικού νησιού- λιμανιού. Νταλίκες ξεφόρτωναν δίπλα από αντίσκηνα, ΙΧ προσπαθούσαν να βγουν στον κεντρικό δρόμο χωρίς να χτυπήσουν κάποιο αγουροξυπνημένο νήπιο, σε μια πλευρά 10-12 άντρες έπλεναν τα δόντια τους, ενώ κάτω και γύρω από το άγαλμα της ελευθερίας που στρέφει το βλέμμα στα χαμένα μικρασιατικά παράλια, απλωμένα εσώρουχα, παντελόνια και μαντήλες ως εκεί που φτάνει το μάτι. Συνωστισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο ανάμεσα στα ίδια τους τα σκουπίδια περιμένουν να εξεταστούν, να καταγραφούν να μπουν στο καράβι που θα τους μεταφέρει στην Αθήνα ή την Καβάλα. Στην αναμονή τα πράγματα ξεφεύγουν. Εκνευρίζονται, πιάνονται στα χέρια, τραυματίζονται…απόλυτο χάος. 3 απόπειρες βιασμού και καθημερινοί φυλετικοί διαπληκτισμοί. Δεν ξέρω αν ήταν η κούραση από το ξενύχτι, το σοκ από αυτά που έβλεπα ή η ντροπή που με έκαναν να φύγω άρον άρον από το λιμάνι.
Στον δρόμο για το σπίτι, περάσαμε από το δημοτικό πάρκο. Εκεί τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Αντίθετα από το τσιμέντο του λιμανιού, ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου διέκρινα ανάμεσα σε εκατοντάδες, κάποιους που έδειχναν κάπως πιο ‘ζωντανοί’. Το χώμα όμως ποτισμένο από το κάτουρο έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Τρεις χημικές τουαλέτες. Τρεις για εκατοντάδες παιδιά, νέους, γέρους, γυναίκες και άντρες.
Στο σπίτι αποφασίσαμε να αποφύγουμε τις επόμενες μέρες την πόλη της Μυτιλήνης και να περιηγηθούμε στα χωριά και τις κωμοπόλεις του νησιού. Το ίδιο απόγευμα ξεκινήσαμε για Μόλυβο, μια πανέμορφη κωμόπολη στα βόρεια του νησιού. Τα λιθόστρωτα σοκάκια του, το αγέρωχο κάστρο του, τα αμφιθεατρικά παραδοσιακά σπίτια του, οι κρυστάλλινες παραλίες του, η έντονη νυχτερινή ζωή του, το μαγευτικό ηλιοβασίλεμά του, κάνουν τον Μόλυβο ένα σωστό διαμάντι και πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες. Προφανώς, η μικρή του απόσταση από την Τουρκία τον καθιστούν και ‘πόλο έλξης’ για χιλιάδες πρόσφυγες. Την ώρα που εμείς μπαίναμε στην πόλη με το αυτοκίνητο, καραβάνια ολόκληρα την εγκατέλειπαν με τα πόδια. Προορισμός η Μυτιλήνη. 70 χιλιόμετρα με τα πόδια! Μάνες ντυμένες από την κορυφή ως τα νύχια με τα μωρά στην αγκαλιά, πατεράδες ταλαιπωρημένοι και φοβισμένοι με παιδιά στους ώμους. Υπήρχαν και πολλοί που κρατώντας τα smartphones τους χαμογελούσαν και έβγαζαν selfies με το γραφικό τοπίο. Κάποιοι πήγαιναν μπροστά, άλλοι ξέμεναν πίσω, κάποιοι βρίσκαν μια ελιά με παχύ ίσκιο και ανακτούσαν δυνάμεις. Όλοι όμως κατευθύνονταν στο ίδιο σημείο με τον ίδιο σκοπό. Η πομπή συνεχιζόταν για 20 χιλιόμετρα. Η απελπισία για άπειρα….
Φτάσαμε στον Μόλυβο την ώρα που έπεφτε ο ήλιος. Για μας ήταν ώρα για καφέ στο κάστρο. Για κάποιους άλλους ήταν η ώρα του συσσιτίου. Το δημοτικό σχολείο στην είσοδο της πόλης έχει μετατραπεί σε καταυλισμό εκατοντάδων (κι εδώ) προσφύγων. Σκηνές η μια πάνω στην άλλη, αυτοσχέδιες τέντες, βρωμιά και μια ατέλειωτη ουρά μπροστά σε 3-4 εθελοντές που μοίραζαν τρόφιμα και εμφιαλωμένα νερά. Μπήκαμε στην πόλη στην οποία ως δια μαγείας δεν υπήρχε κανένας μετανάστης εκτός από ένα σουβλατζίδικο. Το γεγονός αυτό σχολίασε ένας περαστικός: «Τι γίνεται; Τους θάβουν στα χωράφια ή τους πνίγουν στην θάλασσα;» για να λάβει την απάντηση του φίλου του: «Μακάρι να κάναν κάτι από τα δύο. Δεν θα ‘χαμε αυτά τα χάλια! Αλλά βλέπουν ότι δεν μιλάει κανείς και τους στέλνουν όλους εδώ. Ας τους πήγαιναν στην Κρήτη και θα σου ‘λεγα τι θα τους έκαναν οι Κρητικοί. Να δω τον χειμώνα που θα μπαίνουν στα σπίτια και τα μαγαζιά τους ποιος θα το παίζει αντιρατσιστής» Ανατρίχιασα στην εικόνα και στην σκέψη ότι όσοι είδαμε νωρίτερα να περπατάνε προς την Μυτιλήνη θα πέρναγαν το βράδυ τους στα χωράφια. Οι φίλοι μου είχαν σοκαριστεί από τις εικόνες οι οποίες ήταν απείρως χειρότερες από τις εικόνες των ειδήσεων που φτάνουν στην Αθήνα. Εννοείται ότι το πρώτο βράδυ στο νησί η κουβέντα μας γύρναγε συνεχώς γύρω από το τιτάνιο αυτό πρόβλημα με άκαρπες προσπάθειες να δώσουμε έστω και μια αφελή απάντηση στο ερώτημα ‘τι μπορεί να γίνει;’
Το επόμενο πρωί ο σύντροφός μου κι εγώ πήγαμε στην αγορά και με την ευκαιρία μπήκαμε σε ένα χρυσοχοείο για να επιδιορθώσει το ρολόι του. Όσο περιμέναμε τον χρυσοχόο να φτιάξει το ρολόι, μπήκε στο κατάστημα ένα ζευγάρι προσφύγων, νεαροί, γύρω στα 30. Εκείνη φορούσε την μαντήλα της και έκλαιγε σχεδόν με λυγμούς. Εκείνος της κρατούσε το χέρι και της μίλαγε στο αυτί. Η κοπέλα έβγαλε ένα χρυσό δαχτυλίδι που φόραγε, το έδωσε στον άντρα της και έπεσε στην αγκαλιά του πνιγμένη στα δάκρυα. Ο νεαρός το έδωσε στον χρυσοχόο, ο οποίος το κοίταξε, το στράβωσε με μια τανάλια και έδωσε στον νεαρό 50 ευρώ, διώχνοντάς τον στην συνέχεια από το κατάστημα. Αργότερα έμαθα ότι τόσο κοστίζει το εισιτήριο για Αθήνα με το καράβι που ΄μισθώθηκε΄ για να μεταφέρει τους ανθρώπους αυτούς στον Πειραιά. Τα δάκρυα της κοπέλας με τάραξαν και ένας πελάτης το κατάλαβε. Σαν να με ήξερε κι από εχτές, με κοίταξε και είπε: «Ποιος ξέρει ποιος το κλαίει το δαχτυλίδι; Σίγουρα όμως όχι αυτή.» Είχα μείνει εμβρόντητη. Τι είδους άνθρωποι σκέφτονται και μιλάνε έτσι; Στην Μυτιλήνη; Εκεί όπου όποιον και να ρωτήσεις έχει να σου πει μια ιστορία πόνου από την Μικρασιατική καταστροφή; Θυμήθηκα τη γιαγιά μου την συγχωρεμένη και πως μου έλεγε ότι έφτασε τότε στο νησί με μια εικόνα, μια κουβέρτα και μια κούκλα. Πως εγκαταστάθηκαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Επάνω Σκάλας, μακριά από την αριστοκρατική συνοικία της πόλης. Είναι δυνατόν 100 σχεδόν χρόνια μετά το νησί να έχει ξεχάσει;
Όχι δεν ξέχασε. Τις μέρες εκείνες στο νησί άκουσα άτομα να λένε ότι πρέπει να σκοτώνουν όποιον ξένο βλέπουν στον δρόμο και να τον θάβουν στα χωράφια, άτομα που αισχροκερδούν με τον ανθρώπινο πόνο, άτομα που βρίζουν και καταριούνται όσους ‘μολύνουν’ την πόλη τους και ‘καταστρέφουν την αισθητική τους’, αλλά είδα και οικογένειες να ανοίγουν τα σπίτια τους, να σταματούν στον δρόμο και να μοιράζουν νερά, να παίρνουν στο αυτοκίνητό τους γυναικόπαιδα και να τα μεταφέρουν λίγο πιο πάνω, να δίνουν έστω και το κέικ που σερβίρουν οι καφετέριες με τον καφέ σε κάποιον που το χρειάζεται πραγματικά. Μικρές κινήσεις που απαλύνουν τον πόνο, από ανθρώπους που μπορεί να μην υπήρξαν πρόσφυγες αλλά έχουν γαλουχηθεί με ιστορίες προσφυγιάς και νιώθουν την πίκρα του ξεριζωμού.
Στις 28 Αυγούστου είχα τα γενέθλιά μου και με τον σύντροφό μου αποφασίσαμε να πάμε τους καλεσμένους μας για ουζάκι και ψαρομεζέδες στην Σκάλα Συκαμιάς, το γραφικότατο εκείνο ψαροχώρι με την πανέμορφη, σκαλισμένη στον βράχο, εκκλησία της Παναγιάς της Γοργόνας που ενέπνευσε τον Μυριβήλη να γράψει το ομώνυμο μυθιστόρημά του. Φίλοι και συγγενείς με συμβούλευαν να αποφύγω την περιοχή καθώς αποτελεί ένα από τα κοντινότερα φυσικά λιμάνια στα τουρκικά παράλια. Επιμείναμε ωστόσο ότι είναι ένα από τα χωριά που επιβάλλεται να επισκεφτεί κανείς όταν έρθει στην Λέσβο.
Η πραγματικότητα για ακόμα μια φορά ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Χιλιάδες πρόσφυγες που μόλις είχαν φτάσει στο νησί, ανέβαιναν την απότομη ανηφόρα του χωριού. ‘Χιλιάδες’ είναι απλά μια λέξη….η εικόνα όμως από χιλιάδες πρόσωπα έλεγε χιλιάδες ιστορίες πόνου, ταλαιπωρίας, αβεβαιότητας, φόβου ίσως και ανακούφισης. Κατεβαίναμε τον κεντρικό δρόμο με 10 χιλιόμετρα την ώρα και με τεράστια προσοχή, αποσβολωμένοι από το τεράστιο πλήθος που πήγαινε αντίθετα με μας. Ένιωσα την ιστορία να γράφεται, την καρδιά μου να σφίγγεται ενώ και οι 4 που επιβαίναμε στο αμάξι είχαμε σταματήσει ασυναίσθητα να μιλάμε. Σε μια στροφή ο δρόμος έκλεισε τελείως. Ακινητοποιήσαμε το αμάξι για να μπορέσουν οι άνθρωποι κατάκοποι όπως ήταν να περάσουν. Είναι τρομακτικό το πόσο ανίσχυρος μπορείς να νιώσεις όταν έρθεις αντιμέτωπος με το πραγματικό δράμα. Παγώνει το αίμα και η σκέψη. Σε κάποιο σημείο πιο κάτω, κάποιοι είχαν βρει μια σωλήνα άρδευσης των χωραφιών και την έσπασαν για να πιούν νερό και να πλυθούν. Δίπλα κάποιοι είχαν απλώσει τα δίχτυα από τις ελιές και τοποθετούσαν πάνω φύλλα φτιάχνοντας αυτοσχέδιες σκηνές. Δεν τόλμησε κανείς να τους κατηγορήσει. Λίγο πιο κάτω 3 δημοσιογράφοι με μια κάμερα. Ντοκιμαντέρ; Ειδήσεις; Λίγη σημασία είχε. Σε όλο το μήκος του δρόμου αριστερά και δεξιά πεταμένα πορτοκαλί σωσίβια. Εκατοντάδες σωσίβια που σε έκαναν να ανατριχιάζεις.
Φτάνοντας στο χωριό κάτσαμε στο ταβερνάκι. Στην Παναγιά την Γοργόνα παντρευόταν ένα ζευγάρι Ολλανδών. Οι καλεσμένοι πανύψηλοι, καλοντυμένοι έβγαζαν φωτογραφίες κρατώντας ποτήρια σαμπάνιας. Δίπλα μας μια παρέα Τούρκων έτρωγε αστακούς και περίμενε να ξεκινήσει το γαμήλιο γλέντι με την ζωντανή παραδοσιακή ορχήστρα. Παραγγείλαμε με μισή καρδιά και στρέψαμε το βλέμμα στο νιόπαντρο ζευγάρι. Δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι κι εμείς ανάμεσά τους. Ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση πάντα προτιμάς να κοιτάς τον παράδεισο αναζητώντας μια ψευδαίσθηση γαλήνης, ευφορίας και ελπίδας. Όταν έφτασαν οι πρώτοι μεζέδες στο τραπέζι μας, η γαμήλια παρέα είχε ήδη κάτσει στην ταβέρνα και η ορχήστρα έπαιζε νησιώτικα τραγούδια του γάμου. Τότε ακούσαμε μια έκρηξη. Ατάραχος ο σερβιτόρος μας εξήγησε ότι έφτασε κι άλλη βάρκα και μόλις την σκάσανε. Πράγματι, μετά από 10 λεπτά ένα τσούρμο από εκατοντάδες πρόσφυγες εμφανίστηκε στο λιμανάκι και άρχισε να ανηφορίζει ακολουθώντας τους προηγούμενους. Κάποιος κάτοικος του χωριού στεκόταν στο σταυροδρόμι που χώριζε το λιμάνι από τον κεντρικό δρόμο προς Μυτιλήνη και τους κατεύθυνε προς τα πάνω. Όσο κάτσαμε στο χωριό το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε 4 φορές. 1500 πρόσφυγες αποβιβάστηκαν την ημέρα εκείνη μόνο στην Σκάλα Συκαμιάς. Περνούσαν δίπλα μας σιωπηλοί σαν να μην ήθελαν να χαλάσουν τον γάμο των Ολλανδών, τους αστακούς των Τούρκων και τη δική μας εθελοτυφλία.
Τη μέρα πριν φύγω η χερσόνησος της Μυτιλήνης καιγόταν και τα παράλια πνίγονταν από πρόσφυγες. Μια φωτογραφία στην παραλία του αεροδρομίου με τα καναντέρ να πολεμούν την πύρινη λαίλαπα και το λιμενικό να συλλέγει μετανάστες, αντανακλά με τον πιο τραγικό τρόπο την κατάσταση του νησιού. Το τρίτο μεγαλύτερο νησί της χώρας εκπέμπει ΣΟΣ. Η πολιτεία άργησε δραματικά να αναλάβει δράση. Το λιμενικό και η αστυνομία αδυνατούν να ελέγξουν την κατάσταση. Όταν ακούς τα νούμερα από το γραφείο του υπουργείου ή της εκάστοτε υπηρεσίας δεν είναι δυνατόν να αντιληφθείς το μέγεθος του προβλήματος. Πρέπει να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια και αφού αφήσεις κατά μέρος τις προεκλογικές φανφάρες να δράσεις γρήγορα και αποτελεσματικά. Αυτή τη στιγμή υποφέρει και ο λαός της Λέσβου και ο λαός της Συρίας εγκλωβισμένοι σε 1600 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αν δεν αποσυμφορηθεί σύντομα η κατάσταση, αυτά που ως τώρα ξεστομίζονται σαν κακόγουστα και αδαή αστεία, πολύ φοβάμαι ότι θα γίνουν πραγματικότητα. Όπως όμως πολύ σωστά είπε μια φίλη μου Μυτιληνιά, αφενός δεν πρέπει να ξεστομίζονται ούτε για αστείο τέτοιες φασιστικές ιδέες γιατί μιλάμε για το δράμα ενός ολόκληρου εμπόλεμου λαού, αφ’ εταίρου οφείλουμε να θυμηθούμε την ανθρωπιά μας και τα δεινά που πέρασε και συνεχίζει να περνάει ο απόδημος ελληνισμός.
Ο λαός της Λέσβου ήταν, είναι και θα είναι φιλόξενος αλλά δεν θα αντέξει για πολύ να αντιμετωπίζει αβοήθητος την όλη κατάσταση. Μην παρακαλώ σας κύριοι, μη λησμονάτε το ακριτικό νησί μου. Μην το παρατάτε στην κόλαση…
Στην φωτογραφία είναι το Μνημείο Μικρασιάτισσας Μάνας στο λιμάνι του προσφυγικού συνοικισμού Επάνω Σκάλας