γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Οι επιθέσεις έναντι στον Πολυμέρη Βόγλη και τον Χάρη Αθανασιάδη δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Τα βιβλία τους έχουν οδηγήσει σε μια γενικότερη επανεξέταση της σχέσης της σχολικής ιστορίας με την πολιτική, αμφισβητώντας ανοιχτά τα θέσφατα της εθνικής συνέχειας, όπως τουλάχιστον αυτά προβάλλονται εδώ και καιρό από την κρατούσα ιστοριογραφία. Μια επίθεση κατά του ήθους των κατηγόρων θα ήταν ίσως ανούσια, όπως και το ερώτημα για το τί οδηγεί εφημερίδες όπως το «Πρώτο Θέμα», η γερμανική «Bild» και η βρετανική «Sun» να έχουν τέτοια απήχηση στις λαϊκές μάζες. Το ζήτημα δεν είναι απλά ηθικό. Πολύ περισσότερο, έχει να κάνει με τον επαγγελματικό κλάδο της ιστορίας και τα μεθοδολογικά-ιδεολογικά της θεμέλια.
Το κύριο πεδίο της διαμάχης, στην οποία στοχοποιούνται οι δυο Έλληνες ιστορικοί, βρίσκεται στις θεωρίες φυλετικής συνέχειας και θυματοποίησης του ελληνικού έθνους, δυο όψεις του ίδιοι νομίσματος. Όσον αφορά τις απόψεις για την αδιάλειπτη συνέχεια της φυλής, είναι μια παιδική αρρώστια για κάθε κράτος. Μια αρρώστια μάλιστα που γιατρεύεται δύσκολα, στη δε ελληνική περίπτωση μοιάζει να μην έχει ξεπεραστεί ακόμη πλήρως. Από την ίδρυση περίπου του ελληνικού κράτος ως σήμερα, από τον Παπαρρηγόπουλο στους δημεγέρτες της δημόσιας ιστορίας, το εθνικό αφήγημα καλά κρατεί. Δεν ήταν κακό, τουλάχιστον στην αρχή. Με αυτό το μέσο καταρρίφθηκαν γελοιότητες, όπως αυτή του Φαλμεράγιερ περί εκσλαβισμού του ελληνικού χώρου. Ακόμη και ο Παπαρρηγόπουλος όμως, ένας άνθρωπος που έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε την ευφυΐα να στηρίξει τη θεωρία της εθνικής συνέχειας σε -εν μέρη υπαρκτά, παρότι κάποιες φορές ανομοιογενή- πολιτισμικά κριτήρια. Επί σειρά ετών μετά τη Γαλλική Επανάσταση (1789) άλλωστε, η γλώσσα, η θρησκεία, η συνείδηση ενός κοινού ιστορικού παρελθόντος και οι κοινές παραδόσεις αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά εκείνα που διέπλασαν τις διάφορες εθνικές ταυτότητες.
Προσπάθειες κατάρριψης του μοτίβου της αδιάλειπτης εθνικής συνέχειας έχουν γίνει από αρκετούς επιστήμονες, μεταξύ των οποίων βρίσκονται βέβαια ο Βόγλης, ο Αθανασιάδης, αλλά και δεκάδες άλλοι. Αν η κύρια απόδοση ευθυνών λοιπόν βασίζεται στο γεγονός πως αυτοί στρέφονται ενάντια στο οικοδόμημα της συνέχειας, ας ενημερώσει κάποιος τους κατήγορους πως σύσσωμη σχεδόν η ακαδημαϊκή κοινότητα το έχει απορρίψει εδώ και καιρό. Θεωρώντας πως η Ελλάδα είναι ήδη ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, του οποίου η υπόσταση δεν αμφισβητείται, οι περισσότεροι ιστορικοί είναι αναγκασμένοι να κάνουν το νέο τους πατριωτικό καθήκον: να αναπλάσουν όσο καλύτερα μπορούν αυτό που θεωρούν ως παρελθόν, δίχως κροκοδείλια δάκρυα ή εθνικιστικές κορώνες.
Από την άλλη πλευρά, και παραμερίζοντας τα προφανή πολιτικά κριτήρια των επιθέσεων έναντι των δύο καθηγητών, αξίζει να σημειωθεί πως παρότι ελάχιστοι ενδιαφέρονται για την ιστορία, είναι πολλοί αυτοί που ασχολούνται με τους ιστορικούς. Είναι ίσως δεδομένο εξάλλου πως η στρεβλή ανάγνωση της ιστορίας πάντα θα πουλάει περισσότερα αντίτυπα από την ορθή γραφή της. Το γεγονός πως μια σκανδαλοθηρική εφημερίδα ευρείας κατανάλωσης επέλεξε να ασχοληθεί με δύο ιστορικούς είναι ίσως ενδεικτικό: το κοινό της αποζητούσε τους «εθνοπροδότες», τους «γενίτσαρους», τους «πράκτορες των Τούρκων». Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η τάση για θυματοποίηση-ηρωοποίηση του ελληνισμού. Είναι δύσκολο το παραπάνω κοινό να πιστέψει πως ο περιούσιος λαός μας είναι υπεύθυνος για σφαγές κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, πως Κρυφά Σχολεία ουδέποτε υπήρξαν, πως οι Αρβανίτισες από το Σούλι δεν θα μπορούσαν να τραγουδήσουν σε άπταιστα ελληνικά «έχετε γεια βρισούλες», κτλπ, κτλπ. Το κοινό αυτό θέλει εξιλαστήρια θύματα για την εθνική του κατάντια και όποιος βρίσκεται απέναντί του πρέπει να συντριβεί.
Κλείνοντας, πρέπει ίσως να επισημάνουμε τα θετικά μιας τέτοιας διαμάχης για την ιστορική κοινότητα. Έστω και υπό συνεχή πυρά, οι απόψεις ορισμένων ιστορικών αρχίζουν να ακούγονται. Είναι ίσως θετικό πως οι επιθέσεις γίνονται έναντι ανθρώπων σαν τον Βόγλη, τον Αθανασιάδη, τον Λιάκο, τον Κόκκινο, δηλαδή καταρτισμένων επιστημόνων που ξέρουν πως να εκφέρουν τα επιχειρήματά τους, δίχως να έχουν τον φόβο να εκτεθούν. Χωρίς να το επιθυμούν, οι διάφοροι «εθνοπροστάτες» μπαίνουν σε έναν αγώνα ευρισκόμενοι σε ξένο έδαφος και έχοντας να παλέψουν με ικανότερους αντιπάλους. Δίνουν λόγο στα θύματα των συκοφαντιών τους, αρκεί βέβαια αυτά τα αδράξουν την ευκαιρία για μια ουσιαστική συζήτηση. Έχοντας ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, διάφορες κίτρινες φυλλάδες πιστεύουν πως στρέφονται απλά ενάντια στους συγγραφείς των νέων σχολικών βιβλίων. Δυστυχώς για αυτούς, τα βάζουν με την ίδια την ιστορία ως κλάδο και ως τρόπο ανασύνθεσης του παρελθόντος. Αυτή που κάποτε θα τους καταγράψει με τον τρόπο που τους αναλογεί. Πριν όμως το κάνει, πρέπει όσοι εργάζονται για αυτή να απαντήσουν στους αντιπάλους της με όλα τους τα όπλα.
Για να διαβάσετε δωρεάν το βιβλίο του Μανώλη Πέπονα «Ήρωες και Φιλοκτήτες» πατήστε εδώ!