γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν άτυποι κανόνες. Αξίες, στερεότυπα, «πρέπει». Στο επάγγελμα του ιστορικού, για παράδειγμα, τα μεγαλύτερα «πρέπει» είναι η μετριοπάθεια και ο σεβασμός της γνώμης του συναδέλφου. Αυτά τα μαθαίνουμε από μικροί μπαίνοντας σε ένα οποιοδήποτε ελληνικό πανεπιστήμιο -ναι, αυτό που όλοι βρίζουμε. Ωστόσο, οι παραπάνω αξίες αποτελούν κανόνες συμπεριφοράς μεταξύ ιστορικών, άρα ο κύριος Ρίχτερ δεν έχει κανένα δικαίωμα να τις επικαλείται.
Η εθνικότητα ενός ανθρώπου είναι ένα βάρος. Ευχάριστο ή δυσάρεστο, ελάχιστη σημασία έχει. Υπάρχουν αυτοί που δεν αφήνουν το βάρος να τους καταπλακώσει κι εκείνοι που με τον καιρό συμβιβάζονται μαζί του, προσπαθώντας να επωφεληθούν. Καθώς συμβαίνει όμως να υπάρχουν ελάχιστοι με την ηθική δύναμη ενός Χ. Φλάισερ, η δεύτερη κατηγορία είναι η πολυπληθέστερη. Ο Ρίχτερ για παράδειγμα -ιδανικός εκπρόσωπος του οπορτουνισμού σε κάθε τομέα- προτίμησε να γίνει αρεστός στην πατρίδα του, ξεπουλώντας κάθε ίχνος επαγγελματισμού. Βέβαια αυτό ελάχιστα τον ενδιαφέρει, αφού όπως ο ίδιος δήλωσε, με αφορμή τη δίκη του ως παραβάτη του αντιρατσιστικού νόμου: «λόγω αυτής της αναθεματισμένης ιστορίας το βιβλίο πάει καλά. Είναι η πρώτη φορά που έχω κέρδος και δεν βγάζω απλά όσα έχω ξοδέψει για την έρευνά μου. Επιπλέον, έχω γίνει διάσημος στη Γερμανία». Οι στόχοι λοιπόν είναι δύο: τα χρήματα και η αναγνώριση από ένα ισχυρό κράτος. Για την ιστορία ως ιδέα ή ακόμη ως επάγγελμα ας μη μιλάμε, αυτά είναι μάλλον για τους ρομαντικούς.
Οι ιδέες που ο Ρίχτερ έχει κατά καιρούς υποστηρίξει γίνονται όλο και πιο γνωστές στο ευρύ κοινό, πράγμα που εγκυμονεί αρκετούς κινδύνους. Η κατάρριψή τους είναι μια εξαιρετικά εύκολη υπόθεση:
1) Ο αγώνας αντίστασης των Κρητικών ως «μη έντιμος, βρώμικος και κτηνώδης», ενώ οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ήταν «ιδεολόγοι-ιππότες»: η αντίσταση του ελληνικού πληθυσμού της Κρήτης ήταν πράγματι σκληρός. Ευρισκόμενοι μπροστά σε μια άνιση ισορροπία δυνάμεων ήταν αναγκασμένοι να επιστρατέψουν ως όπλα μέχρι και γεωργικά εργαλεία. Η ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη ανατρεπτικές τάσεις δεν προέβη ποτέ σε διανομή τυφεκίων σε πολίτες. Την ίδια στιγμή που οι «άτιμοι» Κρητικοί υπερασπίζονταν όπως μπορούσαν τα σπίτια τους, οι «ιδεολόγοι-ιππότες» του Ρίχτερ, οπλισμένοι και άρτια εκπαιδευμένοι προέβαιναν σε μαζικές εκτελέσεις αμάχων, όπως συνέβη στο χωριό Κοντομάρι.
2) Οι Κρητικοί ως «φανατικοί» και «άλλη ράτσα» σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες: οι κάτοικοι του συγκεκριμένου νησιού πολεμούσαν σε ορισμένες περιοχές αδιάλειπτα από το 1770 (εξέγερση του Δασκαλογιάννη) ως το 1922. Πρωτοστάτησαν σε κάθε πολεμική επιχείρηση του ελληνισμού, από τη Μακεδονία ως τα γύρω νησιά. Ήταν συνεπώς εμπειροπόλεμοι και ιδιαίτερα εξασκημένοι στους κανόνες του ανταρτοπολέμου.
3) «Η Ελλάδα είναι μία από τις δύο χώρες που αποζημιώθηκαν. Το πού κατέληξαν όμως τα χρήματα αυτά είναι ένα άλλο θέμα. Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων “φαγώθηκε» από το πελατειακό κράτος»: από ποιους όμως; Μα φυσικά από τους Εβραίους φίλους του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πέρα από την προσβολή έναντι των θυμάτων του Ολοκαυτόματος, ο Ρίχτερ τεκμηριώνει τη θέση του με μόλις μια άτυπη και ετεροχρονισμένη προφορική μαρτυρία για την οποία δεν έχει κανένα στοιχείο.
4) «Το κατοχικό δάνειο όχι απλά δεν υφίσταται ως θέμα αλλά στον τελικό υπολογισμό η Ελλάδα είναι η χώρα που χρωστάει στη Γερμανία και όχι το αντίστροφο». Εδώ φτάνουμε στα όρια της γελοιότητας, καθώς ο Γερμανός «ιστορικός» χρησιμοποιεί έκθεση της Τράπεζας του Ράιχ.
5) Το σοβαρότερο ζήτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσο τα γερμανικά εγκλήματα κατά των αμάχων είχαν νομικό υπόβαθρο. Εδώ ο Ρίχτερ έχει κάποιο δίκιο. Πράγματι, το στρατιωτικό δίκαιο αναφέρει πως όποιος δεν φορά στολή αλλά φέρει όπλο δεν είναι στρατιώτης, συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί κατάσκοπος. Οι τελευταίοι, ως πρόσωπα έξω από τους νόμους του πολέμου, εκτελούνται. Το θέμα όμως είναι πως ακόμη κι αν με αυτό τον τρόπο οι αντάρτες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ένοχοι, κατά την «πρωσική» λογική των Γερμανών, οι μαζικές εκτελέσεις αμάχων συνεχίζουν να είναι έκνομες. Στη Δίκη της Νυρεμβέργης, ο εκφραστής της άποψης για τιμωρία επί παραδειγματισμό, στρατάρχης Κάιτελ, κρίθηκε ένοχος και απαγχονίστηκε.
Πρόσφατα, με αφορμή την -καθυστερημένη- ανάκληση του τίτλου του ως επίτιμου διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, ο Γερμανός «ιστορικός» προέβη σε νέες υβριστικές δηλώσεις. Είναι απόλυτα κατανοητή η πικρία ενός ανθρώπου που σύρθηκε τελείως ανόητα στα δικαστήρια για τις θεωρίες του, όσο αστήριχτες κι αν είναι. Ωστόσο, δεν μπορείς να επιζητάς μετριοπάθεια όταν ο ίδιος φροντίζεις να δυναμιτίζεις συνεχώς το κλίμα, για λόγους πωλήσεων και πολιτικής. Κανείς δεν ζητά από τον κύριο Ρίχτερ να εγκαταλείψει τις απόψεις του. Είναι όμως επαγγελματικά απαράδεκτο και ηθικά ανάρμοστο να μη χρησιμοποιεί τις στοιχειώδεις επιστημονικές μεθόδους, αλλά να απαιτεί την ίδια στιγμή να θεωρείται ιστορικός. Ο Ρίχτερ λοιπόν δεν είναι ιστορικός όχι γιατί του αφαίρεσαν τον τίτλο, αλλά επειδή ο ίδιος έβαλε άλλα πράγματα πάνω από την επιστήμη του.