Όλοι τον είχαν μάθει –ένας ήταν ο Τάσος- , αλλά κάθε φορά εκείνος ξεπερνούσε τον εαυτό του σε κομπορρημοσύνη και ανάγκαζε τους φίλους του να αναθεωρήσουν την όποια μετριοπαθή τους εκτίμηση. Είχαν ανακοινωθεί μόλις την προηγούμενη τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων και έτσι μετά από κάποιες ώρες ενδελεχούς έρευνας, ο Τάσος, ο ευτυχής πατέρας, θα πληροφορούσε τους «αδαείς» του καφενείου ότι η Νομική Θράκης ήταν η καλύτερη απ’ όλες τις νομικές εν Ελλάδι και ίσως μέσα στα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου. Επίσης ότι ο γιος του την είχε δηλώσει –παρ’ ότι κάτοικος της πρωτεύουσας- ως πρώτη του προτίμηση και ότι κάθε άλλη επιλογή τον άφηνε αδιάφορο. Οι παλιοσειρές του καφενείου, ήταν πρωί ακόμα, δεν είχαν κέφι για αντιρρήσεις και τον άκουγαν με το ένα αυτί να γράφει και το άλλο να σβήνει. Μάλιστα του ευχήθηκαν και εις ανώτερα, όταν προθυμοποιήθηκε να τους κεράσει τον καφέ τους, περιμένοντας να μάθουν ποια θα ήταν αυτά, όταν με το καλό αποφοιτούσε ο κανακάρης τού Τάσου και επέλεγε κάποιο μεταπτυχιακό.
Άλλωστε, αρκεί να ήταν όλοι υγιείς, θα το μάθαιναν πρώτοι από τα χείλη του Τάσου και οπωσδήποτε θα ήταν από τα κορυφαία τού κόσμου.
Ο Τάσος με το που κάθησε στο τραπέζι του, πήρε τόση φόρα και είχε τόσα να πει, που τους προέτρεψε να συνεχίσουν με κανένα τσίπουρο, αφ΄ενός για να προλάβει και αφ’ ετέρου επειδή θα ήταν πιο ταιριαστό με το χαρμόσυνο κλίμα.
«Ο καφές θέλει την ώρα του, αντέκρουσε ένας από την τακτική παρέα του. Το τσίπουρο μπορεί να περιμένει».
Ο Τάσος όμως βιαζόταν. Είχε συγκεντρώσει από την προηγούμενη μέρα όσα γεωγραφικά εφόδια προλάβαινε για την ιδιαιτερότητα τής Κομοτηνής, για τις ανατολίτικες πινελιές της και για την μοναδική … ρυμοτομία της.
Όχι, δεν είχε πάει ποτέ του στην πόλη, αλλά με την περιήγηση στον υπολογιστή του, στις σχετικές ιστοσελίδες, είχε ανασύρει όσες πληροφορίες μπορούσε και θα του ήταν χρήσιμες. Επίσης είχε την πρόνοια να σημειώσει και μαγαζιά, για να φανεί πειστικότερη η επιχειρηματολογία του. Απ’ ό,τι θυμόταν –ευτυχώς για κείνον- δεν ήταν κανείς από την παρέα του με καταγωγή από την Κομοτηνή και αυτό του έδινε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στα όσα έλεγε.
Ο Τάσος, όταν προχώρησε η κουβέντα, παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του, έφθασε στο σημείο να δηλώσει ότι θα εξέταζε και το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης της οικογένειας του στη συγκεκριμένη πόλη, αφού όπως πίστευε, η ποιότητα ζωής εκεί δεν συγκρινόταν με αυτή της υποβαθμισμένης γειτονιάς τους.
Στο σημείο αυτό υπήρξαν οι πρώτες αντιδράσεις.
«Ε, όχι και υποβαθμισμένη βρε Τάσο. Μια χαρά γειτονιά είμαστε».
Ο Τάσος όμως είχε πάρει φόρα. Στην πείσμονα προσπάθεια του να αποδείξει την αλήθεια των λόγων του, άρχισε να κατηγορεί τον δήμαρχο, για την ελλιπή καθαριότητα, για την έλλειψη χώρων στάθμευσης, για αντιλειτουργική κυκλοφοριακή σχεδίαση, για δυσανάλογα υψηλούς δημοτικούς φόρους και γενικά για ό,τι προλάβαινε να κατεβάσει το ξαναμμένο του κεφάλι, που εν τω μεταξύ είχε σφουγγίσει το πρώτο μπουκαλάκι τσίπουρο. Ο πρωινός καφές των υπολοίπων, άρχισε ομοίως να αντικαθίσταται με τα τσίπουρα, που είχε σκοπό ο Τάσος να κεράσει. Έτσι το κλίμα του αλκοόλ άρχισε σταδιακά να αντικαθιστά το κλίμα τής καφεΐνης και τα μάγουλα να ροδίζουν ολοέν περισσότερο από έξαψη και αντίρρηση. Ο Τάσος πλέον είχε αρχίσει να δέχεται πλέον όλο και περισσότερες αντιδράσεις. Εξαναγκάστηκε έτσι σε αναδίπλωση, προκειμένου να πείσει τους καχύποπτους καφενόβιους για την αλήθεια των ισχυρισμών του. Κάποια στιγμή μάλιστα, για να ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα, σήκωσε το ποτήρι του και ευχήθηκε στην ομήγυρη, να έχουν τη δική του χαρά, όταν φθάσει η ώρα τους και μάλιστα να ευτυχήσουν να δουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους σε μιαν ανάλογη σχολή. Τότε κάποιος ξαναμμένος τής παρέας, έκανε την «απρέπεια» να δηλώσει, ότι ο δικός του γιος, που τώρα κάνει το μεταπτυχιακό του στο Λονδίνο, τέλειωσε τη Νομική Αθήνας με άριστα και ότι ήταν πολύ ευχαριστημένος με το επίπεδο σπουδών του στην πρώτη –το τόνισε εμφατικά- σχολή τής επιλογής του.
Ο Τάσος δεν άφησε το υπονοούμενο ασχολίαστο.
«Ο γιος μου δεν δήλωσε καν την Αθήνα».
Το είπε με τρόπο υποτιμητικό, όσο έπρεπε για να εξοργισθεί ο …αναιδής αντιρρησίας.
«Μάλλον δε θα την έπιανε με τα μόρια που είχε», τόλμησε να αντιμιλήσει, αγανακτισμένος με την ακατάσχετη επίδειξη κομπορρημοσύνης του Τάσου.
Την επόμενη στιγμή το ποτήρι τού Τάσου σηκώθηκε όχι για κάποια πρόποση, αλλά για να περιλούσει τον καφενόβιο με τον γιο στο Λονδίνο.
Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Τα επόμενα λεπτά παρακολουθούσαν τους δύο άντρες να πιάνονται μετά τα λόγια, στα …χέρια. Ευτυχώς, κάποιοι λιγότερο θερμόαιμοι αντέδρασαν κατευναστικά και προσπάθησαν να ηρεμήσουν τους πρωταγωνιστές του άτυχου συμβάντος. Πάντως ο μοσχομυρισμένος με τσίπουρο μπαμπάς, του γιου με το μεταπτυχιακό, δεν έδειξε καμμία διάθεση μεταμέλειας και μάλιστα απαίτησε να πληρώσει τον καφέ και το τσίπουρο από την τσέπη του, μη αποδεχόμενος το κέρασμα του Τάσου. Ο καφετζής βρέθηκε σε δύσκολη θέση και στην προσπάθεια του να επαναφέρει την ειρήνη στο μικρό του βασίλειο, δήλωσε ότι το τσίπουρο ήταν κερασμένο από το μαγαζί. Παρακάλεσε δε τους πελάτες του να ηρεμήσουν και να πάψουν να συμπεριφέρονται σαν παιδιά.
Ο μπαμπάς τού ξενιτεμένου στο Λονδίνο, παρά την πυροσβεστική προσπάθεια του καφετζή, αρνήθηκε να παρατείνει κι άλλο την παραμονή του στο καφενείο και κινήθηκε προς στη έξοδο. Μάλιστα βρόντηξε πίσω του επιδεικτικά την πόρτα και βγήκε στον καθαρό αέρα.
Βγήκε με τον αέρα του νικητή, αφού ο γιος του ήταν ήδη έτοιμος για δικηγορία, εν’αντιθέσει με τον γιο του Τάσου που ήταν ακόμα στην εκκίνηση.
Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!