Κανείς Κρέοντας δεν είχε γεννηθεί, με αποστολή να σώσει τον άτιμο Πολυνίκη.
Σκυλί θα ήταν η μοίρα του, να αλυχτά τις μαύρες νύχτες στον κάτω κόσμο.
Ποιός ήταν αυτός που τόλμησε να τα βάλει με την πόλη του;
Ακόμη κι αν εστρέφετο κατά τού αδικοπραγήσαντα Ετεοκλή;
Εντούτοις η Αντιγόνη δεν ήθελε τους Θεούς αιώνιους τιμωρούς.
Να τελεσιδικούν φριχτά,με κάλυψη ανθρώπινων νόμων.
Ποιός είχε το δικαίωμα να καταδικάσει άνθρωπο στις αιώνιες σκιές;
Θα έθυε το σώμα της στο βωμό τής ηθικής της.
Τα άστρα φώτιζαν πένθιμα. Το φεγγάρι με τα ασημένια του δάκρυα,
δασκαλεμένο από την προαιώνια πίστη για έναν έντιμο θάνατο, παράστεκε.
Οι φρουροί σφράγιζαν το τελευταίο δάκρυ τής Αντιγόνης.
Στην αυλή του πέτρινου τάφου, εξανθρώπιζε τους νόμους της πόλης της.
Κλείστηκε στη σκοτεινή του τρύπα, παρέα με τούς ύστερους θεούς της.
Οι πέτρες που πισωπάτησε στρώθηκαν κλίνες για το γέννημα τής θυσίας της.
Σε πέτρες γεννήθηκε η ελευθερία. Εκεί και η ιστορία.