Σκόνη έπιασε το σακκάκι μου, χρόνια τώρα κρεμασμένο στην πιο λησμονημένη από τις κρεμάστρες μου.
Το επισκέφτηκα προχθές. Δεν έκανε καμμιά κίνηση υποδοχής.
Μαρμαρωμένο έστεκε στην παλιά ντουλάπα, να κοιτάζει και να κοιτάζεται.
Ήταν σταυρωτό, πάντοτε τής μόδας. Άλλωστε δεν ήξερε από άλλες μόδες.
Καμάρωνε, αν και σκονισμένο σαν ώριμο, σαν από παλιά, καλή συνταγή φτιαγμένο.
Δε με αναγνώρισε. Ίσως και να ξέχασε ποιος το φορούσε.
Ήταν η ζωή του μια σύνοψη από παλιές αναμνήσεις, που για κείνο ήταν οι πιο φρέσκες κι ας μεταλάβαινε καιρό τώρα στην ηδεία γεύση τους. Σκονισμένος χρόνος κάθισε στα πέτα του, αλλά και στην κονκάρδα του, μια πολυκαιρισμένη ανάμνηση από μπρούτζο. Έμοιαζε σαν να είχαν βγει μαζί.
Στο ίδιο παράξενο ταξίδι τής ακινησίας τους.
Πάντως ούτε εκείνη με θυμόταν. Δεν είχαμε βλέπεις τον ίδιο χρόνο να μας φτιάχνει.
Τη σκόνη μου εγώ την είχα τινάξει πολλές φορές.
Δεν ήταν η αδιατάρακτη δική τους.
Σακκάκι μπλε ξεθώριασες στην μνήμη μου.
Πολλές φορές ως τώρα. Μα να, που δεν σβήστηκες.
Μπορείς να συνεχίσεις το ταξίδι σου. Τώρα με περίσσεια όρεξη, αφού
…κάποιος βρέθηκε να πει για σένα.