Πελεκούσε το ξύλο με προσήλωση πιστού.
Με το καλέμι του, υποτακτικό στον ρόλο του.
Τεμάχιζε αντί να χαϊδεύει,
ως το μάτι του που τεμάχιζε εικόνες.
Δεν ήταν άλλος εκεί να τον αναστατώνει.
Όλοι οι ρόλοι του, οι υπόλοιποι
στο χρόνο τον επισκέπτη, έμειναν για αργότερα.
Μετουσιώθηκε ένα αυγουστιάτικο απόγευμα.
Του δικού του ημερολόγιου, Αύγουστος, ηδύς.
Έγλυφε το ξύλο με ηδύτητα και σκληράδα,
τα δυό στοιχειά που δίπλωναν την έλικα τής βιολογία του.
Αγωνιούσε για την ομορφιά, με μόχθο τη δούλευε,
με τη σκληράδα τής προσήλωσης στα υψηλά.
Στο ξύλο σκάλιζε η ψυχή του.
Καθρεπτοποιός ψυχή.
Έβαζε τον ένα της εαυτό απέναντι στον άλλον,
στον συμποσούμενο τού κόσμου που επόπτευε
και … πάσχιζε
για ομορφιά, αυτή που έβαζε
να χτενίζει το ξύλο του.