Την ίδια στιγμή, αυτό που καθορίζει το πρόσημο μίας πολιτικής ιδεολογίας, εκτός από τα οικονομικά κριτήρια, είναι τα κοινωνικά. Έτσι έχουμε την λεγόμενη προοδευτική πολιτική, με σεβασμό στην διαφορετικότητα πάσης φύσεως (σεξουαλική, θρησκευτική κτλ.) που χαρακτηρίζεται από την ανοχή στο «διαφορετικό» και το καινούργιο, αλλά την ίδια ώρα υπάρχει και η συντηρητική πολιτική που βλέπει με σκωπτική ματιά την νεωτερικότητα και δίνει έμφαση στην διατήρηση του status quo σε επίπεδο γλώσσας, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού, παράδοσης κλπ.
Το μείγμα οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής πολιτικής, είναι αυτό που θα καθορίσει το που τοποθετείται ιδεολογικά ένα κόμμα, με αποτέλεσμα να κάνουμε λόγο για Αριστερά, Κέντρο – Αριστερά, Κέντρο, Κέντρο – Δεξιά και Δεξιά. Έτσι για παράδειγμα, μία πολιτική παράταξη που ασπάζεται τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τον κοινωνικό συντηρητισμό, χαρακτηρίζεται Κέντρο – Δεξιά ή αντιστοίχως μία πολιτική παράταξη που ασπάζεται την σοσιαλιστική οικονομία και την προοδευτική κοινωνική πολιτική χαρακτηρίζεται ως Κέντρο – Αριστερά κ.ο.κ.
Με όρους Ελλάδας, την πολιτική πραγματικότητα της χώρα την μονοπωλούσαν εναλλάξ (σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο) η Κέντρο – Αριστερά (ΠΑΣΟΚ) και η Κέντρο – Δεξιά (ΝΔ). Από την δεκαετία του 1980 και μετά, το ιδεολογικό πρόσημο των δύο κομμάτων άρχισε να χάνεται και οι οικονομικές τους, κατά κύριο λόγο, πολιτικές σχεδόν εξισώθηκαν ως αποτέλεσμα της υποχώρησης της ΝΔ στην τότε (κακώς) θεωρούμενη κοινωνική επανάσταση που έφερε το ΠΑΣΟΚ. Την περίοδο εκείνη, μέσω του άκρατου δανεισμού που διόγκωσε το δημόσιο έλλειμμα κατά πολύ, ήδη από τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο δημόσιος τομέας γιγαντώθηκε, χωρίς να υπάρχει ανάλογη ζήτηση και η κοινωνία ζούσε το «αμερικάνικο όνειρο» σε ελληνική έκδοση. Η ΝΔ, αδυνατώντας να διαχειριστεί το placebo που γευόταν η κοινωνία συμβιβάστηκε με το παιχνίδι και ασπάστηκε τους όρους του καθώς, οι χιλιάδες πολίτες που κατέκλυζαν τα γαλάζια βουλευτικά γραφεία είχαν μία και μόνο απαίτηση, να βρουν απασχόληση και άλλα κατά περίπτωση οφέλη, όμοια με αυτά που προσέφερε το αντίπαλο δέος. Έτσι κάπως ανδρώθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος, που με την σειρά του γέννησε την διαφθορά και τα δύο αυτά τέκνα, πελατειακό κράτος και διαφθορά όχι μόνο οδήγησαν την χώρα στα βράχια, αλλά οδήγησαν τα κόμματα στο να χάσουν το ιδεολογικό τους πρόσημο.
Σήμερα, δεν ψηφίζουμε με ιδεολογικό κριτήριο, αλλά με το κριτήριο του λιγότερου κόστους, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που κριτήριο είναι απλά ο θυμός και η αγανάκτηση. Τα κόμματα, παλιά και νέα εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην πολιτική επικοινωνία καθώς μόνο αυτή μπορούσε να δώσει την εικόνα της ιδεολογικής διαφοροποίησης μεταξύ των διαφόρων παρατάξεων αφού η πολιτική τους ατζέντα ως προς την δημόσια διοίκηση απέκτησε ομοιομορφία. Έτσι επιστρατεύτηκαν αναλόγως, τα Εθνικά Σύμβολά, το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, ο Λαϊκισμός, ο Χριστιανισμός κλπ με σκοπό να καταφανεί η πολιτική διαφορετικότητα. Αφού ολοκληρώθηκε το ιστορικό προτσές, έφτασε και η ώρα της πρώτης αριστερής κυβέρνησης, που μας οδήγησε στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα (αντί να προσφέρει το διαφορετικό), ότι δηλαδή πίσω από την επικοινωνιακή προσέγγιση, η πολιτική πρακτική παραμένει ίδια με αυτή που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του ’80.
Με την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ (όποτε και αν έρθει αυτή) σηματοδοτείται ή οφείλει να σηματοδοτηθεί και η πτώση της πολιτικής – ιδεολογικής διαφθοράς. Η νέα εποχή για την χώρα πέρα από την οικονομική ανάκαμψη οφείλει να χαρακτηριστεί από ιδεολογική συνέπεια και όχι από επικοινωνιακού τύπου διαφοροποιήσεις. Χρειάζονται να τονιστούν εκ νέου οι πολιτικοφιλοσοφικές διαφοροποιήσεις και να καταλήξουμε σε μία αυστηρή αυτοκριτική και απολογισμό.
Ίσως έφτασε ο καιρός να κατανοήσουμε, ότι το σοσιαλιστικό μοντέλο διακυβέρνησης που οδηγεί σε πελώριο και δυσλειτουργικό κράτος που στηρίζεται στις φορολογικές εισφορές των πολιτών, που γεννά γραφειοκρατία και που θεωρεί δαίμονα οτιδήποτε ιδιωτικό, έχει παρέλθει της εποχής του. Η επί σειρά ετών επιδίωξη για απασχόληση στο Δημόσιο που προσφέρει μεν σταθερό μισθό και ωράριο κατέστρεψε όχι μόνο την παραγωγικότητα της χώρας, αλλά και την ανταγωνιστικότητα της.
Με την ευχή λοιπόν, η επόμενη κυβέρνηση να σηματοδοτήσει την νέα εποχή και να διορθώσει τα κακώς κείμενα του παρελθόντος.