Συγκεκριμένα:
Στην πρώτη δράση για τις «μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις»: Ορθά τονίζεται ότι πρέπει να επενδύσουμε στις ΜΜΕ και, μάλιστα, τις νεοφυείς. Πως, όμως, μπορεί να είναι επιτυχής η επένδυση χωρίς ουσιώδεις αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο που τις διέπει; Με το καθεστώς αδειοδότησης και ελέγχου της λειτουργίας τους που ισχύει σήμερα, αυτό είναι αδύνατον.
Μετά από μια σχετική πρόοδο απλοποίησης των διαδικασιών (ν.3982/11), όσον αφορά την αδειοδότηση, υπάρχει μια βελτίωση της θέσης της χώρας και στον δείκτη “Doing Business” (WB). Μένουν πολλά, όμως, ακόμη: Όχι μόνο με την απλούστευση της αδειοδότησης των διαφόρων εταιρικών μορφών (πέραν των μεταποιητικών ΕΠΕ στις οποίες αναφέρονται οι άνω αλλαγές) αλλά και σε σχέση με τους ελέγχους και την, αενάως, ζητούμενη μεταρρύθμιση του πτωχευτικού δικαίου που θα το μετατρέψει από βραχνά των επιχειρηματιών σε πάροχο μιας ακόμη ευκαιρίας.
Στη δεύτερη δράση για το «χρηματοπιστωτικό σύστημα»: Η εδραίωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τις τράπεζες και, εν γένει, προς ένα μη ταραχώδες μέλλον της ελληνικής οικονομίας, είναι sine qua non προϋπόθεση για την επιτυχία (και) του εγχειρήματος της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης (για να μην έχει την κατάληξη της προηγούμενης….). Πως θα γίνει, όμως αυτό, εάν δεν μπουν κανόνες στη ζούγκλα της νομοθετικής παραγωγής; Αρκεί, μόνο, να σας παρεπέμψω στο άρτι ψηφισθέν άρθρο 5 του σχετικού νόμου με τον οποίο επέρχονται 31 τροποποιήσεις σε ένα νόμο για το ίδιο θέμα (ν.4340/2015 ΦΕΚ Α 134/1.11.2015) που δημοσιεύτηκε προ 18 ημερών!
Και πέραν αυτού: Πως θα γίνει εξορθολογισμός με την ταυτόχρονη διατήρηση του ρουσφετιού και των «ημετέρων»; Τι άλλο είναι η τροποποίηση που επιφέρει ο ίδιος νόμος στην παράγραφο 6; Μ’ αυτήν, δίνει τη δυνατότητα να διορίζονται μέλη του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και άτομα που έχουν καταδικαστεί για αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης, αρκεί να μην υπάρχει οριστική απόφαση! Ένας κλέφτης, λοιπόν, μπορεί «με το νόμο» να διαχειρίζεται τα δισεκατομμύρια του ΤΧΣ! Συμβάλλουν τέτοιες ρυθμίσεις στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης που απαιτείται, επί παραδείγματι, για τη ρύθμιση των «κόκκινων δανείων»;
Τέτοια ολισθήματα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, εάν τηρούνταν οι διατάξεις του ν. 4048/12 για την καλή νομοθέτηση, ιδίως, δε, εκείνη που αφορά την διαβούλευση η οποία έχει de facto καταργηθεί.
Στην τρίτη θέση που αναφέρεται στην ενίσχυση του «εξαγωγικού προσανατολισμού των ΜΜΕ», η δημόσια γραφειοκρατία παρεισφρύει, επίσης, μέσω της παρεμβολής πολλαπλών εμποδίων στις εξαγωγές. Αρκεί να αναφερθούμε στο χρονίζον ζήτημα της χορήγησης βίζας για εμπορικούς σκοπούς ή ακόμη στις δυσκολίες των εγκρίσεων δαπανών που αφορούν εμπορικά ταξίδια. Το απηρχαιωμένο επίσης πλαίσιο που αφορά τους γραφειοκρατικούς υγειονομικούς ελέγχους οδηγεί σε καθυστερήσεις και πιέσεις για συναλλαγές «κάτω απ’ το τραπέζι». Για να μην αναφέρουμε την ενδημική, πλέον, παρακράτηση του ΦΠΑ από τις κρατικές υπηρεσίες.
Η τυποποίηση των διοικητικών διαδικασιών – ιδίως, δε, εκείνων που αφορούν κρίσιμες οικονομικές συναλλαγές, όπως οι εξαγωγές- δεν ολοκληρώνεται για έναν και μόνο λόγο: Η διατήρηση των άτυπων διαδικασιών διασφαλίζει στα εμφωλευμένα συμφέροντα προνομιακή θέση στην αγορά και στην εξουσία. Μ’ άλλα λόγια, το πολυπλόκαμο πελατειακό κράτος συνεπικουρούμενο από μια αγορά, εν πολλοίς, κρατικιοδίαιτη, επιβάλλει κι εδώ την αντιμεταρρυθμιστική του λογική.
Στην τέταρτη θέση της μελέτης για τους «φορολογικούς συντελεστές και την φορολογική διοίκηση» αρκεί, για την κατανόηση της επικρατούσας πραγματικότητας, να παραπέμψω στην εξαιρετική μελέτη των Μπούα/Κατσιμάρδου που αναφέρουν ότι «παρά τα επιμέρους και αποσπασματικά “quick wins” προκειμένου να ικανοποιηθούν τα μνημονιακά χρονοδιαγράμματα και να τροφοδοτηθεί ο επικοινωνιακός μηχανισμός με «επιτυχίες», η συνολική εικόνα που προκύπτει, καταμαρτυρά την αδρανοποίηση των ουσιαστικών και μεγάλων αλλαγών, την αδυναμία ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας του φορολογικού μηχανισμού με την ευθύνη μάλιστα να επιμερίζεται μεταξύ του ελληνικού πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων της Τρόικα». Και εδώ θα μπορούσε κανείς να αποσοβήσει τα ρυθμιστικά «μπρος-πίσω», εάν εφαρμοζόταν η «ανάλυση επιπτώσεων», η οποία απαιτεί την αξιλόγηση των επιπτώσεων μιας ρύθμισης-ακόμη κι αν αυτή είναι μια τροπολογία η οποία καταργεί ό,τι ρυθμίστηκε πριν από λίγο! Ακόμη και μια κλασική κωδικοποίηση των φορολογικών διατάξεων θα μπορούσε να βάλει ένα- έστω προσωρινό – φρένο στον σημερινό ρυθμιστικό πληθωρισμό.
Άλλες ιδέες/καλές πρακτικές άλλων χωρών θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν. Όπως η πρόταση που κάναμε στη Βουλή για την καθιέρωση «common commencement days», δηλαδή, για την δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα ψηφίζει τις βασικές φορολογικές ρυθμίσεις σε μια συγκεκριμένη, γνωστή εκ των προτέρων, ημερομηνία. Είναι ένας τρόπος ανάσχεσης της πολυνομίας ο οποίος έχει δοκιμαστεί με θετικά αποτελέσματα. Η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση. Νομίζω ότι αξίζει να την επαναφέρουμε.
Στην πέμπτη θέση που αναφέρεται στις «ιδωτικοποιήσεις», η δημόσια γραφειοκρατία είναι θορυβωδώς παρούσα. Εδώ, δια της ανυπαρξίας ενός σταθερού ρυθμιστικού παλισιίου για τις ιδωτικοποιήσιες, το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνει κριτήρια για το πότε καθίσταται επωφελής μια ιδιωτικοποίηση ώστε να μην κρίνεται κάθε φορά, κατά το δοκούν. Η δειλή προσπάθεια που ξεκίνησε με την γραμματεία ΣΔΙΤ χάθηκε μέσα στον ορυμαγδό της κρίσης. Ιδίως, όμως, συνάντησε την αντίθεση των ιδεοληπτικών του κυβερνώντος κόμματος που αντιμετωπίζουν με εχθρότητα κάθε ιδιωτική επένδυση, πόσω δε, μάλλον, μικτές πρωτοβουλίες οικονομικής δραστηριότητας του κράτους και της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, η ενδυνάμωση των ανεξάρτητων αρχών, και κυρίως, της αρχής ανταγωνισμού, μπορεί να δημιουργήσει ένα ελπιδοφόρο κλίμα υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων.
Στην έκτη θέση που αναφέρονται οι «άμεσες ξένες επενδύσεις» μπορεί κανείς να είναι αρκετά απαισιόδοξος όχι μόνο διότι η παρούσα κυβέρνηση δείχνει με κάθε τρόπο την απέχθειά της απέναντι σ’ αυτές (βλ. «σκουριές») αλλά και διότι τα προαπαιτούμενα της προσέλκυσής τους είναι ανύπαρκτα. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνεται η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, η καθιέρωση χρήσεων γης, και ειδικότερα, η αποσαφήνιση του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά τις ΒΙΠΕ και τις ζώνες ελευθέρου εμπορίου. Εδώ, πέραν της μνημονευθείσας ρυθμιστικής αναρχίας πρέπει να υποσημειωθεί και η χαώδης σχέση μεταξύ των δομών που ανήκουν σε διαφορετικά επίπεδα διοίκησης και νομικά πρόσωπα. Επικαλύψεις και συγχύσεις είναι ένα διακριτό αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης.
Για να θεραπευθούν οι άνω παθολογίες και να «γίνουν αποτελεσματικές οι δημόσιες υπηρεσίες», όπως αναφέρεται στην έβδομη θέση, πρέπει να γίνει συνείδηση στο σύνολο του πολιτικού κόσμου ότι η αναμόρφωση του δημοσίου είναι εθνική πολιτική. Χάθηκαν πολλές ευκαιρίες κι ακόμη πιο πολλοί πόροι τα προηγούμενα χρόνια, με αποκορύφωμα το πρόγραμμα «διοικητική μεταρρύθμιση 2007-2013» ύψους 680 εκ. ευρώ. Τα εκατομμύρια αυτά χάθηκαν από ολιγωρία και άγνοια των κυβερνήσεων της περιόδου εκείνης. Τα 400 εκατομμύρια του νέου Συμφώνου Εταιρικής Σχέσης αποτελούν, ωστόσο, μια καλή βάση για την ανάπτυξη προγραμμάτων και δράσεων διοικητικής μεταρρύθμισης. Θα ήταν θαυμάσια ιδέα να συνεχίζαμε την δουλειά που είχαμε ξεκινήσει με την «λειτουργική αξιολόγηση» το 2012, να μπορούσαμε να αναπτύσσαμε το «ΔΗΛΟΣ», μια εξαιρετική προσπάθεια συντονισμού, που δυστυχώς, κι αυτό σταμάτησε. Δυστυχώς, όμως, μέχρι στιγμής, δεν έχει παρουσιαστεί τίποτα αντίστοιχο.
Στην όγδοη θέση αναζητείται η σχέση «δημοσιονομικής ισορροπίας» και διοικητικής μεταρρύθμισης. Η σχέση εδώ είναι και γνωστή και ευθεία: Εάν δεν υπάρξει αξιολόγηση δομών, υπηρεσιών και ανθρώπων στο δημόσιο με σκοπό την περιστολή και τον εξορθολογισμό των δαπανών, δεν υπάρχει περίπτωση να επανέλθει η χώρα σε μια δημοσιονομική ισορροπία. Η συνεχόμενη άγρια φορολόγηση δεν είναι ούτε σωστός ούτε θεμιτός δρόμος. Μια σπουδαία διοικητική μεταρρύθμιση που θα συνέβαλε τα μάλα στην επιτυχία του μείζονος αυτού στόχου είναι η αλλαγή του τρόπου κατάρτισης, παρακολούθησης και αξιολόγησης του προϋπολογισμού. Θα πρέπει να μεταβούμε από τους παρωχημένους αυξητικούς προϋπολογισμούς στους προϋπολογισμούς προγραμμάτων. Τους προϋπολογισμούς που από την εποχή του Γ. Αλογοσκούφη (2007) δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε, διότι, εξακολουθεί να θεωρείται πολυτέλεια η Ελλάδα να ομαδοποιεί τις δαπάνες της και να τις αιτιολογεί βάσει της προστιθέμενης αξίας τους στην αποστολή της κάθε υπηρεσίας που καταναλώνει δημόσιο χρήμα.
Η «απελευθέρωση της αγοράς υπηρεσιών» βρίσκεται στην ένατη θέση της μελέτης. Η αναγκαία διοικητική μεταρρύθμιση εδώ θα μπορούσε να είναι ένας αριθμός: 123. Είναι ο κωδικοποιημένος τίτλος της κοινοτικής οδηγίας για την απελευθέρωση των υπηρεσιών (που έχει κυρωθεί και υποτίθεται ότι ισχύει και στη χώρα μας). Μόνο που οι διαδικασίες στο σύνολό τους ακόμη δεν έχουν ευθυγραμμιστεί με εκείνες των άλλων κρατών-μελών της ΕΕ και το «ΕΡΜΗΣ», η κεντρική διαδυκτυακή πύλη του κράτους παραμένει desideratum.
Στη δέκατη θέση αναφέρεται η «αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους» η οποία δεν πρόκειται να έχει απτά αποτελέσματα εάν «η αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας παραμένει κλειδωμένη». Θεωρώ ότι η επιτυχία αυτής της συγκεκριμένης πολιτικής προϋποθέτει την επιτυχία όλων των προηγουμένων. Εάν δεν εφαρμοστούν και δεν αποδώσουν οι οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να θέσουμε το δημόσιο χρέος υπό έναν αποτελεσματικό έλεγχο.
Στην ενδέκατη τελική θέση αναφέρεται ότι απαιτείται για την επιτυχή έκβαση των μεταρρυθμίσεων η απόκτηση μιας «νέας νοοτροπίας». Αυτή η νέα νοοτροπία πρέπει να επιτευχθεί και να δειχθεί εμπράκτως και στη σχέση των πολιτών με το κράτος και την διοίκηση. Η στήριξη και εμβάθυνση μεταρρυθμίσεων που οδηγούν σε μικρές και μεγάλες ήττες το πολυπλόκαμο πελατειακό κράτος αποτελέι τον σίγουρο δρόμο που πρέπει να επιδοκιμάσουν και να ακολουθήσουν οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις του τόπου.