του Παναγιώτη Καρκατσούλη.
Κάθε φορά που κάποιος κρατικός αξιωματούχος κάνει, εμπρόθετα ή μη, κακή χρήση του δημοσίου χρήματος, εμφανίζεται ένας ηθολογικού περιεχομένου αναστοχασμός με την επίκληση της standard έκφρασης «η γυναίκα του Καίσαρα....». Στην πρόσφατη περίπτωση της νέας επιτροπής που συγκρότησε η Πρόεδρος της Βουλής, στη θέση του Καίσαρα βρίσκεται η ίδια η ΠτΒ (υποθέτω ότι δεν υπάρχει αντίρρηση...) και στη θέση της γυναικός, η εξουσία (τι άλλο;). Η ΠτΒ εκμεταλλευόμενη την έλλειψη οιουδήποτε ελέγχου των δαπανών της Βουλής και ασκώντας το δικαίωμα που της δίνει ο –από κάθε άποψη ελλειμματικός και προβληματικός κανονισμός της Βουλής- αποφάσισε: Να πλαισιώσει τον εαυτό της με κάποιους συνεργάτες, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή, εν καιρώ, να προσθέσει κι άλλους. Οι συνεργάτες της θα αποζημιωθούν οικονομικά για την «υποστήριξή» τους στην ΠτΒ. Δεν ξέρουμε με τι ποσόν διότι, προφανώς, η εργασία τους δεν μπορεί να υπολογιστεί. Αν και η ίδια στο «έχοντας υπόψη» της απόφασής της, αναφέρει ότι η εργασία τους θα σχετίζεται με την υποστήριξη των ποικιλώνυμων επιτροπών που με περίσσεια φαντασία δημιούργησε (περί του «επονείδιστου» χρέους, περί των μνημονίων, της Ζήμενς, κοκ). Βεβαίως, στην αμήχανη παρατήρηση «μα αυτά τα θέματα που θα διερευνηθούν, έχουν ήδη διερευνηθεί», η μόνη υπόθεση εργασίας είναι ότι θα χρειαστεί να φωτοτυπηθούν εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες από τις υπάρχουσες δικογραφίες, έτσι ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί η σχετική δαπάνη. Πάντως, ο σχετικός κωδικός δεν έχει περισσότερα από 3.650.000 ευρώ. Θα πρέπει να περιοριστεί σ’ αυτά.
Πέρα και από την επόμενη, προφανή, διερώτηση «μα, καλά, δεν επαρκούν οι πάνω από χίλιοι υπάλληλοι της Βουλής για να στηρίξουν το έργο της ΠτΒ;» και την επίσης αφοπλιστική απάντηση «μα, έτσι το κάνουν όλοι», έχουμε ενώπιόν μας μια ακόμη απτή απόδειξη του παλαιοκομματικού πνεύματος που διατρέχει τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, γενικά, και την ΠτΒ, ειδικότερα. Το αριστερό πελατειακό (παρα-) κράτος οικοδομείται στις στέρεες βάσεις του δεξιού. Δύο βασικές διαφορές: Οικοδομείται σε πολύ συντομότερο χρόνο και πολύ επιθετικά. Η κυβερνώσα αριστερά δεν τηρεί κανένα πρόσχημα. Στις αιτιάσεις των επικριτών της για τη σωρεία των κομματικών διορισμών, η απάντηση είναι σταθερή : «Μα, είμαστε κυβέρνηση της Αριστεράς»!!!
Όσο, όμως, η συζήτηση αναπαράγεται εντός των προηγουμένων ορίων παραμένει αντι-παραγωγική. Ενδεχομένως, λειτουργεί εκτονωτικά αλλά καθόλου εποικοδομητικά. Το πρόβλημα δεν συνίσταται στην διαρκή υπόδειξη των (κατά τα λοιπά, προφανών) προσωπικών ιδιομορφιών της ΠτΒ, αλλά στην αποφυγή των μεταρρυθμίσεων, συστηματικά και διαχρονικά.
Εκείνο το οποίο ενδιαφέρει τους υπέρμαχους των μεταρρυθμίσεων είναι η δημιουργία δικλείδων ασφαλείας στην λειτουργία των δημοσίων οργανώσεων, ώστε ανάλογοι καισαροπαπισμοί να μην μπορούν να εκδηλωθούν στο μέλλον. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ύπαρξη ελέγχων στα οικονομικά και της Βουλής που θα στηρίζονται σε ενιαίες αρχές και κοινή μεθοδολογία. Ανεξαρτήτως διοικητικού/κυβερνητικού επιπέδου, χρησιμότητας και σκοπιμότητας, οι κρατικές δαπάνες- και, οπωσδήποτε, εκείνες που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό- θα πρέπει να δικαιολογούνται μόνο εν σχέσει προς ένα προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό θα πρέπει να περιγράφεται, κατά το δυνατόν ευκρινέστερα, σε ένα πρόγραμμα δράσης το οποίο θα υποβάλλεται υποχρεωτικώς από κάθε δημόσια οργάνωση. Το σχέδιο δράσης θα αποτελεί τον οδηγό ελέγχου για την δικαιολόγηση των δαπανών και τις εκταμιεύσεις. Θα εκταμιεύονται μόνον εκείνες οι δαπάνες οι οποίες δικαολογούνται από την επίτευξη του αποτελέσματος. Δεν θα υπάρχουν, δηλαδή, κωδικοί- «κουβάδες» (λχ. «έξοδα επιτροπών»!) από τους οποίους μπορούμε να αντλούμε χρήμα, κατά βούληση, προσέχοντας μόνο να το αντλούμε «νόμιμα».
Και για τελειώνουμε με τη νομιμότητα και τον διασυρμό της, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι σήμερα, νόμιμη θεωρείται κάθε δαπάνη η οποία γίνεται από νόμιμα εξουσιοδοτημένο όργανο. Η δικαιολόγηση της «σκοπιμότητας» της δαπάνης- δηλαδή, του ουσιαστικού λόγου για τον οποίο αφαιρούνται τα δημόσια χρήματα- αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα εκείνου που είναι κατά νόμο αρμόδιος!
Ο «προϋπολογισμός προγραμμάτων» αποτελεί μια από τις πάγίως παραπεμπόμενες το μέλλον μεταρρυθμίσεις. Χρέος των ευρωπαϊκών, μεταρρυθμιστικών δυνάμεων της χώρας είναι να την προωθήσουν, ακόμη κι αν, σήμερα, φαίνεται ότι οι προϋποθέσεις για την υιοθέτησή της είναι λιγώτερες από κάθε άλλη φορά. Οι προσπάθειες αντιμετώπισης του νεποτισμού και του παλαιοκομματισμού πρέπει να είναι ανάλογες με την ένταση της επιβολής του. Το Ποτάμι είναι το μοναδικό κόμμα που υποστήριξε, προεκλογικά και μετεκλογικά, την εισαγωγή του προϋπολογισμού προγραμμάτων ως μείζονα διαρθρωτική αλλαγή. Εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε ότι η μόνη αναγκαία συμμαχία σήμερα είναι εκείνη που προωθεί αυτές ακριβώς τις μεταρρυθμίσεις. Για να κάνουμε ακόμη πιο εμφανή τη διχοτομία «μεταρρύθμιση»-«αντιμεταρρύθμιση» και να δώσουμε ουσία στον πολιτικό λόγο.