Έπειτα, ωφέλησε τους καταστηματάρχες. Τα μαγαζιά κινήθηκαν και σε αυτό έβαλε το χεράκι της (ή μάλλον το ποδαράκι της και συγκεκριμένα, τον μηρό της, λαϊκιστή τα μπούτια) και η νονά «Κατερινάκι» με τις λαμπάδες και την «πετσούλα» της.
Μπορεί να γελάμε με όλα αυτά, αλλά είναι θλιβερό το γεγονός πως το Πάσχα, όπως και όλες οι γιορτές, έχει μετατραπεί σε ένα εμπορικό πανηγυράκι, με κατανυκτικές πινελιές.
Καθ’ όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, πλήθος χριστιανών ορθόδοξων και αλλόθρησκων συρρέει στα εμπορικά καταστήματα και τα σούπερ μάρκετ για να σκάσει μια περιουσία προκειμένου να κάνει όλες τις προαναφερθείσες ετοιμασίες και φυσικά να γιορτάσει την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Γιατί, κακά τα ψέματα: χωρίς σοκολατένια αυγά, φαντασμαγορικές λαμπάδες και είκοσι κιλά κρέας, γιορτή δεν γίνεται!
Ωστόσο, δεν ξέρω αν την έχω μόνο εγώ αυτή την αίσθηση, αλλά φέτος, παρόλο που υπήρχε αρκετά μεγάλη κίνηση και ουρές στα μαγαζιά την ημέρα, τα βράδια υπήρχε απόλυτη σιγή. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή –όπως το επιτάσσει άλλωστε η μέρα- όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε αρκετά μέρη της χώρας. Ακόμα όμως, και το βράδυ της Ανάστασης, που άλλες χρονιές έσπευδαν όλοι στις τοπικές ενορίες ακριβώς πέντε λεπτά πριν ηχήσει το «Χριστός Ανέστη» και με το που λάμβαναν το Άγιο Φως -για το οποίο παρεμπιπτόντως, ναυλώνουμε αεροσκάφος για να το μεταφέρει από τα Ιεροσόλυμα- ποδοπατιόντουσαν για να πάνε να τσακίσουν τη μαγειρίτσα, φέτος, οι εκκλησίες ήταν άδειες. Ακόμα και τα χωριά, που γεμίζουν κάθε χρόνο με Αθηναίους, ήταν άδεια. Τι συνέβη; Πού πήγε ο κόσμος; Πού διοχετεύτηκαν τόσα σπαταλημένα χρήματα;
Θεωρώ πολύ απλά ότι κανείς δεν έχει διάθεση για γλέντια! Τραβάει τέτοιο ζόρι βιοποριστικό, που λειτουργεί πλέον μηχανικά, σαν ζόμπι για το οτιδήποτε. Ό,τι κάνει είναι επειδή έτσι πρέπει, έτσι έχει μάθει, έτσι του επέβαλαν κάποιοι.
Όλοι είμαστε έτσι. Είμαστε σαν ένα αυτοκίνητο που του έχει βάλει κάποιος νεκρά και πάει. Πάει, αλλά κάποια στιγμή θα τελειώσει η βενζίνη. Και τότε, τί;
Χριστός Ανέστη! Άραγε, θα το πούμε ποτέ και να το εννοούμε πραγματικά;