Λυπάμαι πολύ που θα εκφραστώ απαισιόδοξα, αλλά υπάρχουν πολλοί λόγοι να αισθάνομαι έτσι. Και τους λόγους αυτούς της απαισιοδοξίας μου, αν και είναι πολύ εμφανείς, όχι δεν κάνουμε τίποτα σαν κοινωνία και σαν κυβέρνηση για να τους εξουδετερώσουμε, αλλά αρνούμεθα να τους δούμε και να τους αναφέρουμε, γιατί, στην αντίληψη που επικρατεί στο τόπο μας, μπορεί να θεωρηθεί ιεροσυλία αν το κάνουμε. Όλοι οι πολίτες και πολιτικοί, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μιλάνε και συμφωνούν για «ανατροπές», για «τομές», για «συγκρούσεις», που πρέπει να γίνουν στη παιδεία, στην υγεία, στη δημόσια διοίκηση, στην οικονομία, αλλά που δεν θα πρέπει να θίξουν το δικό τους κεκτημένο, που στη πατρίδα μας, έχει πάρει μια μυθική διάσταση ώστε να θεωρείται ιερό και απαραβίαστο και κανείς δεν τολμά να το αγγίξει. Αυτοί που διαχειρίζονται τα ζητήματα της Παιδείας πρέπει να καταλάβουν ότι τα προβλήματα και ειδικά αυτά της ανωτάτης, δεν λύνονται μόνον με συνταγές, που προβλέπουν την αύξηση των συνολικών δαπανών για την εκπαίδευση στο 5%, ή και παραπάνω, του Α.Ε.Π., διότι οι αντιλήψεις περί εκπαίδευσης που επικρατούν στη πατρίδα μας, έχουν ξεπεραστεί από τις κοινωνικές και οικονομικές παγκόσμιες εξελίξεις και όσο επαρκής και αν είναι η χρηματοδότησή της θα συνεχίσει να αποτελεί το μεγάλο άλυτο πρόβλημα της κοινωνίας μας, με τα γνωστά αποτελέσματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι, να επιδιώξουμε τη ποιότητα και όχι τη ποσότητα, όχι πόσα χρήματα θα ξοδέψουμε, αλλά πως.
Με το παραπάνω λοιπόν σκεπτικό, λέω, πως στη χώρα μας δεν θα μπορέσουμε ποτέ να έχουμε «ποιοτική μάθηση» γιατί δεν θα μπορέσουμε ποτέ να έχουμε «ποιότητα στην ηγεσία», με καθηγητικό Σώμα δημοσίων υπαλλήλων, που θεωρούν τα κεκτημένα όσια και ιερά και την αξιοκρατία αστειότητα ή άπιαστο όνειρο, αποκλειστικότητα των ονειροπόλων και των ρομαντικών, δεδομένου ότι ο δάσκαλος έπαψε να είναι λειτουργός με αποστολή και έγινε επαγγελματίας μεροκαματιάρης. Διότι δεν υπάρχουν κίνητρα για να γεννήσουν καινοτομίες και βελτιώσεις, εμπνεύσεις για να γεννήσουν οράματα , διότι δεν υπάρχει ο κότινος για να γεννήσει την άμιλλα και να κεντρίσει τη φαντασία. Ακούγεται αστείο σε όλο το κόσμο έξω από τη χώρα μας, ότι ο καθηγητής χρειάζεται τη ψήφο του φοιτητή για να προσληφθεί και να σταδιοδρομήσει. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, όσο ευσυνείδητα και αν δουλέψει ο καθηγητής, στο τέλος της προσπάθειάς του, δεν θα υπάρξει ανταμοιβή (reward), είτε βγουν από τα χέρια του διάνοιες είτε τούβλα. Δεν τον ενδιαφέρει πια το καθηγητή αν ο μαθητής κατανόησε το αντικείμενο, το μόνο που τον απασχολεί είναι πότε θα περάσει η ώρα να πάει στο σπίτι του ή να περάσουν τα χρόνια για να πάρει τη προαγωγή του λόγω αρχαιότητας και στο τέλος τη σύνταξή του για να ησυχάσει.
Όσοι νόμοι και όσοι κανονισμοί και αν θεσπιστούν από τους εκάστοτε Μεσίες-υπουργούς, που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας της μάθησης, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερον, εφόσον τα πανεπιστήμια τελούν υπό την άμεση κηδεμονία του κράτους και χρησιμοποιούνται σαν χώροι τακτοποιήσεως ημετέρων, εφόσον οι δάσκαλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι διοριζόμενοι, σε πολλές περιπτώσεις, όχι για ό,τι ξέρουν αλλά για ποιον ξέρουν. Τίποτα δεν θα αλλάξει όταν δεν υπάρχουν συνέπειες για την αβελτηρία, όταν επικρατεί η ατιμωρησία για εγκληματικές πράξεις, όταν η κύρια ενασχόληση του φοιτητή δεν είναι η μάθηση αλλά ο πολιτικός συνδικαλισμός και μέσω αυτού η επιδίωξή του να ανελιχτεί στη κομματική ιεραρχία. Κανένας φοιτητής δεν αντιμετωπίζει συνέπειες για την αδιαφορία του να περάσει τα μαθήματα on time, ούτε από το σύστημα ούτε από τους γονείς . Μπορεί να περάσουν και 10 χρόνια για να πάρει πτυχίο. Δεν τον νοιάζει όμως γιατί ξέρει πως υπάρχει και του χρόνου. Ξέρει πως το κράτος, έστω και με δανεικά, θα πληρώνει για να συνεχίσει να έχει το τίτλο του (επαγγελματία) φοιτητή.
Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να συμβαίνει στην φτωχή πατρίδα μου αυτό το καρναβάλι της σπατάλης και της, όχι μόνο οικονομικής και πνευματικής αλλά και ηθικής διαφθοράς των νέων. Στον ασχημάτιστο ακόμα εγκέφαλο του νέου, δημιουργείται η εντύπωση ότι έχει μόνο δικαιώματα και καμία υποχρέωση, ότι το κράτος και η οικογένεια έχουν σαν αποστολή να του παράσχουν κάθε μέσον που θα τον βοηθούσε να ικανοποιήσει το εγώ του εδώ και τώρα, αδιαφορώντας για την ικανοποίηση των επιθυμιών του οποιουδήποτε άλλου. Το δε κράτος, τα σχολεία, οι γονείς και γενικά η κοινωνία, να το ανέχονται και να το βρίσκουν φυσικό.
Έχετε όλο το δικαίωμα να με κατηγορήσετε για ρομαντικό ή για … ξερόλα ή για ότι «έρχομαι εγώ τώρα απ’ έξω να σας πω τι να κάνετε και πως να σπουδάσετε τα παιδιά σας». Πριν με κατηγορήσετε όμως, να λάβετε υπ’ όψιν, ότι εμείς που φύγαμε, αν και έχουν περάσει πολλές δεκαετίες απο τότε και εσείς μας έχετε ξεγράψει, εμείς πάντα εξακολουθούμε να έχουμε μέσα στη καρδιά μας τη κοινή πατρίδα μας και δεν μας πέρασε ποτέ από το μυαλό πως δεν έχουμε το δικαίωμα να επεμβαίνουμε όταν μας δίνεται η ευκαιρία, για να προσφέρουμε κάτι εποικοδομητικό από τις πολλές καλές εμπειρίες που αποκτήσαμε στο εξωτερικό και που νομίζουμε ότι μπορει να φανούν χρήσιμες σε Σας και στη πατρίδα μας γενικά. Έχω σπουδάσει δυο παιδιά, δικηγόρους, και έχω αποκτήσει κάποια εμπειρία. Ούτε λέω υπεροπτικά ότι τα παιδιά μου είναι καλύτερα από τα δικά σας, εκείνο που ξέρω είναι ότι είχαν συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να περάσουν τα μαθήματά τους στη καθορισμένη χρονική περίοδο γιατί ξέραμε, και ήξεραν, ότι αν δεν περνούσαν θα μας κόστιζε γύρω στις 30 χιλλιάδες δολλάρια επιπλέον για να πάρουν το δίπλωμά τους. Μάλιστα η κόρη μου, μπόρεσε και συμπίεσε τα χρόνια του κολλεγίου από τέσσαρα σε τρία (μάλιστα, μπορεί να γίνει αυτό στην Αμερική) και πήρε το δίπλωμά της και την άδειά της σαν δικηγόρος στα 23 της.
Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες και πιο πολύ το φόβο της αλλαγής που είναι έμφυτο σε κάθε άνθρωπο. Αντιλαμβάνομαι τη κουλτούρα της δωρεάν Δημόσιας Παιδείας που έχει εδραιωθεί στο τόπο μας και δεν είμαι απολύτως αντίθετος με το πνεύμα του νόμου,(επ’ αυτού θα επανέλθω σε προσεχές σημείωμά μου). είμαι όμως αντίθετος με τη συστηματική κατάχρηση των προνομίων του από το φοιτητικό κόσμο. Πιστεύω πως το κράτος, η κοινωνία, πρέπει, μέσω της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, να παρέχει τη δυνατότητα στους νέους και να τους διευκολύνει για να αναπτύξουν όλες τις δημιουργικές τους ικανότητες για να γίνουν χρήσιμοι και παραγωγικοί ηγέτες. Δεν μπορεί μια κοινωνία να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών που έρχονται, χωρίς τους κατάλληλα καταρισμένους ηγέτες και διαχειριστές στη κυβέρνηση, στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στην εκπαίδευση, στις τέχνες, Αλλά ούτε μια κοινωνία μπορεί να επιζήσει χωρίς κανόνες, χωρίς όρους, χωρίς τη πατριωτική συνείδηση των μελών της. Δεν μπορείς να λες, είμαι φοιτητής για όσα χρόνια μου γουστάρει. Σε αυτό το κόσμο δεν είμαστε μόνον εμείς. Δεν είμαστε μόνο εμείς που έχουμε ανάγκες, επιθυμίες, όνειρα και όλος ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει να μας συντρέξει και να μας ικανοποιήσει όλα όσα και ό,τι χρειαζόμαστε. Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που πρέπει να αποδεχτούμε, σαν αναγκαία, και την άρνηση στα αιτήματά μας. Η πίτα έχει ορισμένο μέγεθος και πρέπει όλοι να πάρουμε το κομμάτι που μας αναλογεί. Αν θέλουμε μεγαλύτερο κομμάτι, θα πρέπει να κάνουμε μια κοινή προσπάθεια να μεγαλώσουμε τη πίτα και όχι να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να ιδιοποιηθούμε ένα μέρος της πίτας του διπλανού μας.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, υπάρχει τρόπος να έχουμε «ποιότητα στην ηγεσία» που θα αποδίδει «ποιοτική μάθηση», αν κάνουμε τις απαραίτητες δραστικές ανατροπές στο τρόπο που σήμερα διαχειριζόμαστε το ζήτημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως μας λέει ο κ. Ζαβλάνος, τα σχολεία μας χρειάζονται αναδιοργάνωση. Για να μεταχειριστώ τη μοντέρνα πολιτική έκφραση κάθε νέας κυβέρνησης, η αναδιοργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδεσης πρέπει να γίνει από μηδενική βάση. Να προσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο, που να διέπεται και να λειτουργεί με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Η άμιλλα μεταξύ των πανεπιστημίων και των καθηγητών για τη βελτίωση του προϊόντος των, θα πρέπει να γίνει η μοναδική επιδίωξή τους, όχι μόνο προς όφελος της ποιότητας της γνώσης των αποφοίτων, αλλά και αυτής ταύτης της ύπαρξής τους γιατί χωρίς αυτήν (άμιλλα) θα σταματήσουν να είναι παραγωγικά. Πρωταρχικό είναι, οι καθηγητές να πάψουν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι και να γίνουν καλοπληρωμένοι ιδιωτικοί, περήφανοι για το λειτούργημά τους και να πάψουν να είναι αδιάφοροι επαγγελματίες. Να δώσουμε κίνητρα στους δασκάλους και στις ηγεσίες των πανεπιστημίων να αποδώσουν. Να θεσπίσουμε την αξιολόγηση των καθηγητών και των πανεπιστημίων και να δώσουμε έπαθλα για τα καλλίτερα αποτελέσματα. Να ανταμοίψουμε τον ικανό και να στείλουμε τον ανίκανο στο σπίτι του. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει με το δημόσιο σαν αφεντικό και τον ωχαδερφισμό που προάγει η μονιμότητα των καθηγητών σαν δημοσίων υπαλλήλων. Θα πρέπει, αφού έτσι το αποφασίσουμε, να κρατήσουμε μεν την παιδεία δημόσια, αλλά τα πανεπιστήμια να λειτουργούν σαν ιδιωτικά. Μη τρομάζετε με τη λέξη. Καταλαβαίνω μερικές λέξεις τρομάζουν (Ο μέσος Αμερικανός π.χ. βγάζει μπιμπίκια όταν ακούει τη λέξη σοσιαλισμός) αλλά πιστέψτε με, μπορεί να σπάσουμε το καλούπι και το ζουρλομανδύα του κατεστημένου, μέσα στο οποίον έχουμε βάλει, από την εγκαθίδρυση του Ελληνικού κράτους, τη τριτοβάθμια Ελληνική Εκπαίδευση και από την οποίαν παράγεται μια πανάκριβη πνευματική ηγεσία που αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που αναφύονται στη νέα παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Η δικαιολογία που ακούμε πολύ συχνά για τη μη αντιμετώπιση μιας νοσηρής κατάστασης με μέτρα και προτάσεις που προέρχονται από το εξωτερικό, «δεν γίνονται αυτά τα πράγματα στην Ελλάδα», είναι μια πολύ εύκολη και απλοϊκή δικαιολογία, που, γενικά, προέρχεται από τους βολεμένους με τη κρατούσα κατάσταση, που δεν θέλουν να χάσουν τα περίφημα κεκτημένα τους.
Αν τα Πανεπιστήμια αποκτήσουν πλήρη οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια ( το Σύνταγμα, Άρθρον #16 παρ 5, τα θέλει «αυτοδιοικούμενα»), αν θα μπορούν να ορίζουν το τρόπο εισαγωγής των φοιτητών τους, αν θα μπορούν να ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων, αν θα μπορούν οι διοικήσεις τους να προσλαμβάνουν και να απολύουν καθηγητές με αξιοκρατικά κριτήρια, αν θεσπίσουν μόνα τους τη διδακτέα ύλη και προβούν στην εξειδίκευση των σπουδών τους, μπορούμε να κάνουμε τα πανεπιστήμια, λειτουργόντας σαν ιδιωτικά, κυψέλες παραγωγής αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων που θα αποτελέσουν τους ταγούς της αυριανής κοινωνίας. Τότε το πανεπιστήμιο θα αποκτήσει την ανάγκη να αφουγκραστεί τις ανάγκες της αγοράς και να προσαρμοστεί για να μπορέσει να τις ικανοποιήσει και να καταστεί χρήσιμος παράγοντας στην ανάπτυξη του τόπου. Μπορούμε έτσι να κάνουμε την Ελλάδα μαγνήτη για πανεπιστημιακές σπουδές για τους λαούς της περιοχής της Μεσογείου και πηγή φοιτητικού συναλλάγματος, αντί της σημερινής πληγής, της φυγής των νέων μας προς ξένα πανεπιστήμια και την απώλεια του πολύτιμου συναλλάγματος. (Δεν καταλαβαίνω γιατί οι Έλληνες αδιαμαρτύρητα πληρώνουν δίδακτρα στα ξένα πανεπιστήμια, αλλά θεωρούν αδιανόητον να πληρώσουν στα ελληνικά) Η δε οικονομική τους ανεξαρτησία (των πανεπιστημίων) θα εξασφαλιστεί από τα δίδακτρα που θα πληρώνει ονομαστικά η πολιτεία για κάθε φοιτητή που θα φοιτά στο κάθε πανεπιστήμιο. Τότε τα πανεπιστήμια θα αρχίσουν να βελτιώνουν τα προϊόντα τους για να μπορούν να τα διαφημίζουν και να προσελκύουν αξιόλογους φοιτητές, αφού με αυτούς θα δημιουργήσουν τη καλή μαρτυρία και θα αποκτήσουν τους πόρους για να συντηρηθούν. Ο φοιτητής θα γίνει πελάτης και ο πελάτης θα πρέπει να ελκυστεί γιατί αυτός κουβαλάει μαζί του τα πολύτιμα και απαραίτητα για την επιβίωσή τους δίδακτρα.
Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Είτε με απ΄ ευθείας πληρωμή απο το κράτος προς το Πανεπιστήμιο ονομαστικά δίδακτρα για κάθε φοιτητή, είτε με το παραστατικό σύστημα (Voucher). Ένα είδος επιταγής που εκδίδεται από το κράτος στο όνομα του φοιτητή και εξαργυρώνεται μόνο από ένα πανεπιστήμιο και δίνει στο φοιτητή την επιλογή να φοιτήσει σε όποιο πανεπιστήμιο θέλει και τον δέχεται. Το δε ποσόν των διδάκτρων, που πρέπει να προκαθοριστεί και να είναι σε όλους γνωστό, μπορεί, περίπου, να προσδιοριστεί αν διαιρέσουμε τα κονδύλια που διαθέτει ο προϋπολογισμός για την ανώτατη εκπαίδευση με των αριθμό των φοιτητών. (Στο προϋπολογισμό του 2010 το ποσόν που διατίθεται για τη πανεπιστημιακή παιδεία ανέρχεται σε 1.124.422.000.00 ευρώ). Εάν ο φοιτητής αποτύχει να περάσει τα μαθήματα στο χρόνο που προβλέπεται από το πανεπιστήμιο, η επιχορήγηση του κράτους για τη δεύτερη χρονιά, αν θέλει να συνεχίσει, θα κοπεί στο μισό. Για τρίτη χρονιά ή και παραπάνω, αν θέλει το πανεπιστήμιο να τον κρατήσει, όλα τα δίδακτρα θα βαρύνουν το φοιτητή. Έτσι, αν δώσουμε κίνητρα στους φοιτητές να περνούν τα μαθήματα στην ώρα τους, θα μειωθεί σημαντικά ο αριθμός τους λόγω εξαφάνισης των «αιωνίων» και θα αυξηθεί το ποσόν των διδάκτρων που θα αναλογεί για κάθε τακτικό φοιτητή με αποτέλεσμα θα αυξηθούν τα έσοδα των πανεπιστημίων. Δεν είναι για κανέναν δίκαιο, αν κάποιος θέλει, χωρίς προσπάθεια, να το παίζει φοιτητής, να ξοδεύει τον ιδρώτα του φορολογούμενου και να καταλαμβάνει το χώρο που χρειάζεται κάποιος άλλος που του αξίζει. Για την ανάπτυξη του τόπου μας δεν χρειαζόμαστε μόνο γιατρούς, δικηγόρους και αρχιτέκτονες, αλλά και πιο πολλούς μηχανικούς, υδραυλικούς, μαραγκούς και ηλεκτρολόγους.
Τα πανεπιστήμια πρέπει να σταματήσουν να είναι τόποι πολιτικών δραστηριοτήτων, μέσα από τα οποία θα εκκολάπτονται νεοσοί επαγγελματίες πολιτικοί και να γίνουν τόποι μάθησης, όπου θα ανθεί και θα καρπίζει η κριτική σκέψη, όπου θα παράγεται και θα διαιωνίζεται ο Ελληνικός Πολιτισμός, όπου μαζί με τη μάθηση θα καλλιεργείται το ήθος και ο άδολος πατριωτισμός, όπου θα ξαναγεννηθεί η διάθεση της προσφοράς και θα κάνει τους δασκάλους πάλι λειτουργούς, που δεν θα παράγουν μετριότητες αλλά γίγαντες ήθους και χρηστής σκέψης. Τότε θα αναπτυχθούν επιστημονικές συνεργασίες των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις και νοσοκομεία για έρευνες και ανάπτυξη ιδεών και προϊόντων. Τότε θα εμφανιστεί και θα αναπτυχθεί ο πανεπιστημιακός σωβινισμός που, με κατάλληλους χειρισμούς της διοίκησης των πανεπιστημίων, θα βοηθήσει στη δημιουργία αποθεματικών κεφαλαίων, από το εισόδημα των οποίων θα χρηματοδοτούνται καινοτομίες της μοντέρνας μάθησης με προσλήψεις διακεκριμένων δασκάλων από όλο το κόσμο και η θέσπιση υποτροφιών για τη προσέλκυση των αρίστων φοιτητών και τη δημιουργία της καλής φήμης του πανεπιστημίου . Τότε, εθελοντικά, θα παρουσιαστούν και θα θεωρήσουν τιμή να υπηρετήσουν αμισθί διακεκριμένοι πολίτες, επιστήμονες και επιτυχημένοι επιχειρηματίες, σαν μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων αυτών των πανεπιστημίων, που με τους κανόνες διοικήσεως επιχειρήσεων, θα αναλάβουν την ευθύνη για τη χρηστή και αποτελεσματική διοίκηση. Είναι σπάνιο, ένας καλός δάσκαλος να είναι συνάμα και καλός οικονομικός διαχειριστής. Τότε θα δούμε στη ταλαίπωρη χώρα μας «ποιότητα στην ηγεσία» και κατ’ ακολουθείαν, «ποιότητα στη μάθηση», και τα πανεπιστήμια θα μπορούν «έτσι, να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των μελών τους, τις ανάγκες των μαθητών τους και της κοινωνίας γενικώτερα».(Μ.Ζαβλάνος).