γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.
Παρά το κλίμα σύνεσης που είχε καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια, οι διμερείς σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία δοκιμάζονται επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα, μετά τις αναφορές του προέδρου Ερντογάν σε «σύνορα της καρδιάς του», την έμμεση αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, αλλά και την επερχόμενη σύγκρουση των δύο πλευρών αναφορικά με τη διατήρηση ή μη του καθεστώτος των εγγυήσεων στην Κύπρο, οι οποίες είχαν υπάρξει μέρος της τριμερούς διευθέτησης του 1959-60 (Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου). Παρότι τα εκκρεμή θέματα δεν φαίνεται να διευθετούνται άμεσα, ή έστω να περιορίζονται, η τουρκική αντιπολίτευση επιχείρησε πρόσφατα να ασκήσει κριτική στον πρόεδρο Ερντογάν και το κόμμα του επαναφέροντας μια ακόμη «εκκρεμότητα», αυτή των λεγόμενων «Γκρίζων Ζωνών» (Gri Bölgeler) στο Αιγαίο.
Τι είναι οι «Γκρίζες Ζώνες»;
Σύμφωνα με την τουρκική θεώρηση, στο Αιγαίο υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός από νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν έχουν μεταβιβαστεί με συνθήκη σε κάποιο κράτος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά συνέπεια είτε ανήκουν στο διάδοχο κράτος αυτής (δηλαδή τη σημερινή Τουρκία) είτε αποτελούν περιοχές «ακαθορίστου κυριαρχίας» (Γκρίζες Ζώνες), και άρα το καθεστώς κυριαρχίας τους πρέπει να οριστεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη.[1] Με δεδομένο ότι τα περισσότερα από αυτά κατέχονται ανεμπόδιστα από την Ελλάδα εδώ και δεκαετίες, η όψιμη εμφάνιση του θέματος μόλις το 1996 δεν μπορεί παρά να προβληματίζει ως προς τους σκοπούς και τα κίνητρα της Τουρκίας.
Η τουρκική αμφισβήτηση συνίσταται ουσιαστικά σε μια επανερμηνεία των διεθνών συνθηκών, με ορατό σκοπό την αλλοίωση ή και ανατροπή του σημερινού νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο. Σε περίπτωση που το επιτύχει, μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εξαίρετο πρώτο βήμα για την επαναδιαπραγμάτευση σειράς άλλων «εκκρεμών» ζητημάτων, όπως το Κυπριακό, το καθεστώς των μουσουλμάνων στη Θράκη και ενδεχομένως το καθεστώς (απο)στρατικοποίησης ή και κυριαρχίας πολύ μεγαλύτερων νησιών του Αιγαίου. Η τουρκική αυτή διεκδίκηση ενέχει ένα σαφώς αναθεωρητικό χαρακτήρα, καθώς δεν αμφισβητεί μόνο κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στον θαλάσσιο ή εναέριο χώρο του Αιγαίου (όπως συμβαίνει με την περίπτωση του εναερίου χώρου ή της υφαλοκρηπίδας), αλλά αμφισβητεί αυτή καθαυτή την κυριαρχία της Ελλάδας επί εδάφους, επί του οποίου η τελευταία απολαμβάνει πλήρη και αποτελεσματική κυριαρχία εδώ και δεκαετίες.
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Άγκυρας, το νομικό καθεστώς του Αιγαίου είναι «διάτρητο από σειρά ζητημάτων» που χρήζουν άμεσης διευθέτησης.[2] Προκειμένου αυτό να αντιμετωπιστεί, η Τουρκία προτείνει τη διεξαγωγή διμερών διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα «εφ’ όλης της ύλης», στις οποίες θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην «επίλυση του ζητήματος των γκρίζων ζωνών», δηλαδή στο ζήτημα «κυριαρχίας των νησιών», όπως το αποκαλεί. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι τα αμφισβητούμενα νησιά διαθέτουν με βάση το διεθνές δίκαιο (το οποίο η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει και επικυρώσει, αλλά εφαρμόζει επιλεκτικά) εναέριο χώρο και χωρικά ύδατα, και ως εκ τούτου η όποια «διανομή» τους μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα επηρεάσει -ενδεχομένως σημαντικά- την οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας και του εναερίου χώρου στο Αιγαίο.[3] Κατά συνέπεια, η Τουρκία θεωρεί προτεραιότητα τον «καθορισμό της κυριαρχίας» των νησιών αυτών, υποστηρίζοντας ότι η επίλυση των διμερών ζητημάτων θα καταστεί δυνατή μόνο όταν διευκρινιστεί ποια χώρα έχει την κυριότητά τους.[4] Είναι προφανές ότι η Τουρκία επιχειρεί έτσι να θέσει την αναγνώριση του ζητήματος των «γκρίζων ζωνών» ως προϋπόθεση για τη διευθέτηση των υπολοίπων, επιχειρώντας με τον τρόπο αυτό να προκαθορίσει το ότι η όποια τελική διευθέτηση θα εμπεριέχει -μεταξύ άλλων- και εδαφικά οφέλη για την ίδια.[5]
Πόσο βάσιμη είναι η τουρκική αμφισβήτηση;
Επιχειρώντας να εξετάσουμε το ζήτημα αυτό ως προς τη νομική του διάσταση και ανεξάρτητα από την όποια πολιτική σκοπιμότητα, μια προσεκτική ανάγνωση των συνθηκών που ορίζουν το σημερινό καθεστώς του Αιγαίου αρκεί για να ανατρέψει τους ισχυρισμούς της Άγκυρας για «ασαφή καθεστώτα» και «μη προσδιορισμένους τίτλους κυριαρχίας», καθώς παρατηρεί κανείς ότι τα νομικά αυτά κείμενα συμπληρώνουν το ένα το άλλο με απόλυτη σαφήνεια, ορίζοντας κατά τρόπο ακριβή και ξεκάθαρο τα νησιά που υπάγονται στην τουρκική κυριαρχία, και αποδίδοντας τα υπόλοιπα στην Ελλάδα.
Το πρώτο εξ αυτών είναι η Συνθήκη της Λωζάννης (1923), το άρθρο 12 της οποίας αναφέρει: «Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των Άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913 […] αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων […] επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τα υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους», δηλαδή τα Δωδεκάνησα.[6] Η συνθήκη είναι απόλυτα σαφής ως προς το καθεστώς των νησιών, καθώς ορίζει ως ελληνικά όλα τα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου (εννοεί τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους), πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών (τα οποία ονομάζονται Gökçeada, Bozcaada και Tavşan adaları στα τούρκικα αντίστοιχα), αλλά και των Δωδεκανήσων, τα οποία αναγνωρίζονταν βάσει του Άρθρου 15 της ίδιας συνθήκης ως ιταλικά.
Η ανωτέρω συνθήκη κάνει επίσης σαφή αναφορά στη διακοίνωση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία και Ρωσία) της 13ης Φεβρουαρίου 1914, δια της οποίας οι Δυνάμεις ανακοίνωσαν την απόφασή τους «να αποδώσουν στην Ελλάδα όλες τις νήσους του Αιγαίου Πελάγους που αυτή κατέχει στρατιωτικά, εκτός από την Τένεδο, την Ίμβρο και το Καστελόριζο, που πρέπει να επιστραφούν στην Τουρκία».[7]
Παρότι η διακοίνωση δεν αποτελεί συνθήκη και κατά συνέπεια δεν δεσμεύει απαραίτητα τα αφορώμενα μέρη, αποτυπώνει ξεκάθαρα τη βούληση των Δυνάμεων να παγιωθεί ένα υφιστάμενο εδαφικό καθεστώς ως οριστικό. Ένας πρόσθετος άλλωστε λόγος για αυτό ήταν το ότι οι Δυνάμεις σύνδεσαν την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ήπειρο και την επίσημη αποθάρρυνση κάθε αντίστασης απέναντι στην αλβανική κυριαρχία.[8] Η Ελλάδα είχε τότε επιλέξει να κρατήσει τα νησιά και να εκκενώσει τη Βόρεια Ήπειρο, αλλά οι Τούρκοι εξακολούθησαν να μην αναγνωρίζουν τα νησιά ως ελληνικά, ισχυριζόμενοι -τότε, όπως και τώρα- ότι η θέση τους απέναντι από τα μικρασιατικά παράλια τα καθιστούσε απειλή για τους ίδιους. Παρά τις διαφορές αυτές, η Συνθήκη της Λωζάνης επαναβεβαίωσε στο ακέραιο το καθεστώς που οι Δυνάμεις όρισαν δέκα χρόνια νωρίτερα, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε ηττηθεί στον πρόσφατο ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922).
Επιπλέον, σε μια απόπειρα να μην αφήσει περιθώρια παρερμηνειών και διενέξεων στο μέλλον, η Συνθήκη της Λωζάνης επίσης ανέφερε στο Άρθρο 12 ότι «Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν επικυριαρχίαν».[9] Κατά συνέπεια, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο ορισμός των νησιών που αποδίδονται στην Ελλάδα είναι ενδεικτικός και γίνεται κατά τρόπο αφαιρετικό στις συνθήκες (ήτοι δια του αποκλεισμού), ενώ τα νησιά που παραχωρήθηκαν στην Τουρκία και την Ιταλία είτε απαριθμήθηκαν ονομαστικά είτε προσδιορίστηκαν περιοριστικά. Αυτό δεν οφείλεται στο ότι οι Δυνάμεις ή τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη απέφυγαν για κάποιο λόγο να προσδιορίσουν επακριβώς τα εδάφη υπό ελληνική κυριαρχία, αλλά στο ότι πιθανότατα θεώρησαν άσκοπη και χρονοβόρα διαδικασία το να καταγραφούν επακριβώς όλα τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου που υπάχθηκαν υπό την ελληνική κυριαρχία.[10]
Ποιά είναι τα νησιά αυτά και πού βρίσκονται;
Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν δόκιμο το να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στα νησιά αυτά, ώστε να αξιολογήσουμε τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους και να αντιληφθούμε καλύτερα την κλίμακα και τα μέσα της τουρκικής αμφισβήτησης. Ένα από τα πιο διάσημα έγγραφα που τα αναφέρει τιτλοφορείται EGAYDAAK, ακρωνύμιο της φράσης “Antlaşmalarla Yunanistan’a Devredilmemiş Ada, Adacık ve Kayalıklar” δηλαδή «Νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν έχουν μεταβιβαστεί στην Ελλάδα με συνθήκη». Κατά τρόπο μάλλον αστείο, ο συνολικός αριθμός τους ποικίλει ανάλογα με την εποχή και την πηγή, με το σύνολο αυτών να κυμαίνεται κάπου μεταξύ 16, 17, 25, 29, 58, 127 και 152. Τα περισσότερα από αυτά εντοπίζονται στο ανατολικό Αιγαίο, και μπορούν θεωρητικά να διακριθούν σε τρία επιμέρους σύνολα.
Το πρώτο από αυτά περιλαμβάνει μικρό αριθμό νησίδων κοντά και γύρω από τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία απελευθερώθηκαν από τον ελληνικό στόλο το φθινόπωρο του 1912. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα κατοικημένα Αντίψαρα και οι Οινούσες, οι οποίες φιλοξενούν ένα διόλου αμελητέο αριθμό 826 κατοίκων. Στο σύμπλεγμα αυτό περιλαμβάνεται επίσης το βορειότερο από τα αμφισβητούμενα αυτά κομμάτια ξηράς, η βραχονησίδα Ζουράφα, η οποία βρίσκεται ανατολικά της Σαμοθράκης. Παρά την ελάχιστη έκτασή της, στα νερά γύρω από αυτήν έχουν έρθει αντιμέτωπα επανειλημμένα τα σκάφη του ελληνικού και του τουρκικού λιμενικού, για την προστασία ή την παρεμπόδιση, αντίστοιχα, των Ελλήνων (ντόπιων συνήθως) ψαράδων.
Ένας σημαντικός αριθμός τέτοιων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων βρίσκεται ακριβώς νοτιότερα, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Σάμου και Νισύρου, ο οποίος συμπίπτει χοντρικά με το βόρειο ήμισυ των Δωδεκανήσων. Πολλά από αυτά τα νησιά είναι ακατοίκητα (Καλόλιμνος, Πλάτη, Γυαλί, Γλάρος, Λέβιθα, Σύρνα, Περγούσα, Κανδελιούσσα κ.ά.), αν και ορισμένα μεταξύ αυτών καταφέρνουν να συντηρούν μόνιμο πληθυσμό (όπως το Αγαθονήσι, οι Αρκιοί, το Φαρμακονήσι και ο Κίναρος), με σημαντικότερο τους Φούρνους (1.469 κάτοικοι). Κατά τρόπο προφητικό, η ελληνική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων το 1947 είχε ζητήσει να αναφερθούν ονομαστικά ή έστω περιγραφικά ορισμένα από αυτά, ώστε να αποτραπεί ενδεχόμενη όψιμη αμφισβήτηση από πλευράς της Τουρκίας. Κατά συνέπεια, η διατύπωση της πρώτης παραγράφου του Άρθρου 14 της ομώνυμης Συνθήκης (10 Φεβρουαρίου 1947) που ανέφερε γενικά ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα κατά πλήρην κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου» συμπληρώθηκε με τη φράση «τας παρακάτω απαριθμούμενας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψόν, Σύμη, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας».[11] Η αναφορά αυτή αποσκοπούσε στο να περιορίσει κάθε πιθανή παρερμηνεία ή ασάφεια, ενώ η ελληνική κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την υπογραφή της συνθήκης ότι οι αναφερόμενες «παρακείμενες νησίδες» είναι όσες βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία στην αρχή του πολέμου, δηλαδή την 28η Οκτωβρίου 1940.
Κατά τρόπο περίεργο, η τουρκική αμφισβήτηση δεν περιορίζεται μόνο στο ανατολικό Αιγαίο, αλλά αφορά ακόμη και νησιά γύρω από την Κρήτη, όπως η Γαύδος και η Γαυδοπούλα, τα Παξιμάδια, η Ντία (ή Δία), το Γαϊδουρονήσι (Χρυσή), το Κουφονήσι και οι Διονυσάδες. Η διεύρυνση της τουρκικής αμφισβήτησης μέχρι και τη Γαύδο δεν μπορεί παρά να προκαλεί εντύπωση, με δεδομένο ότι απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα τουρκικά παράλια (και άρα το «επιχείρημα» της γειτνίασης δεν ισχύει), ενώ δεν είχε ποτέ στην ιστορία της καταγεγραμμένο μουσουλμάνο κάτοικο. Το τουρκικό επιχείρημα για τα νησιά αυτά είναι ότι το Άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913) που σφράγισε το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ανέφερε ότι «Η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών εκχωρεί την Νήσον Κρήτην εις τους Συμμάχους Ηγεμόνας [των βαλκανικών κρατών]», αλλά όχι και τις ανωτέρω εξαρτώμενες από αυτή νησίδες.[12] Κατά συνέπεια, τα ανωτέρω νησιά αποτελούν για την Τουρκία πρώην οθωμανικά εδάφη «που τελούν υπό ελληνική κατοχή» ή περιοχές «ακαθορίστου κυριαρχίας», των οποίων το καθεστώς εκκρεμεί.
Οι απόπειρες της Άγκυρας να συντηρήσει το ζήτημα
Η ελληνική πλευρά αρχικά εξέλαβε την αμφισβήτηση της Γαύδου ως αστείο, αλλά το ζήτημα επανήλθε κατά τρόπο οξύ τον Μάιο του 1996, όταν ομάδα Ελλήνων αξιωματικών στο στρατηγείο της Νάπολης πρότεινε τη συμπερίληψη του νησιού στην άσκηση Dynamic Mix του ΝΑΤΟ. Ο Τούρκος αξιωματικός που παρευρισκόταν στη συνάντηση αντέδρασε, καταφέρνοντας να μπλοκάρει την πρόταση.[13] Το ζήτημα προκάλεσε εντύπωση στον τότε υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος επικοινώνησε με τον Τούρκο ομόλογο του Emre Gönensay για να λύσει την «παρεξήγηση». Μόλις ενημερώθηκε για το που βρίσκεται το νησί, ο τελευταίος υποστήριξε ότι ενδεχομένως πρόκειται για παρεξήγηση, αλλά σύντομα επανήλθε καλύπτοντας απόλυτα τον Τούρκο αξιωματικό, επαναβεβαιώνοντας ότι το καθεστώς της Γαύδου είναι «ασαφές», κατά συνέπεια το νησί «δικαίως» δεν περιλήφθηκε στα σχέδια της συμμαχίας.[14]
Παρότι η Άγκυρα επιχείρησε το αμέσως επόμενο διάστημα να συντηρήσει το θέμα προωθώντας «ενδεικτικές λίστες» με τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που θεωρούσε «ακαθορίστου κυριαρχίας», η ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αρνήθηκαν να παραλάβουν έγγραφα αυτού του είδους, καθώς και να αναγνωρίσουν την ύπαρξη οποιουδήποτε σχετικού ζητήματος.[15] Το θέμα έμεινε έκτοτε στην αφάνεια για χρόνια και εν πολλοίς αγνοήθηκε, όμως οι πρόσφατες εξελίξεις στη γείτονα δείχνουν πως η αντιπολίτευση δεν διστάζει να το επαναφέρει προκειμένου να ασκήσει κριτική στον πρόεδρο Ερντογάν και την πολιτική του και να εμφανιστεί «βασιλικότερη του βασιλέως» στα εθνικά θέματα. Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος του κεμαλικού κόμματος CHP Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου κατηγόρησε στις 30 Νοεμβρίου τον Ερντογάν ότι έχει «ξεπουλήσει» 18 νησιά στην Ελλάδα, παρότι ο ίδιος είχε αναφέρει πριν από δύο ακριβώς μήνες (30 Σεπτεμβρίου) ότι αυτά ήταν 16.[16]
Αν και ο Ερντογάν επέλεξε να μην «σηκώσει το γάντι» εν προκειμένω, το 2013 ο τότε υπουργός Εξωτερικών του κόμματός του, Αχμέτ Νταβούτογλου, είχε κάνει αντίστοιχες δηλώσεις, αναφερόμενος ενώπιον της τουρκικής βουλής σε 25 νησιά «ακαθορίστου κυριαρχίας» στο Αιγαίο, αμφισβητώντας έτσι δημόσια όσο και ευθέως την ελληνική κυριαρχία σε αυτά. Πέρα όμως από πρόσωπα και πολιτικούς χρωματισμούς, είναι απορίας άξιο το πώς ένα τόσο σημαντικό θέμα «διέφυγε» της προσοχής των μερών επί δεκαετίες και «προέκυψε» μόλις το 1996. Εάν η τουρκική πλευρά δεν το κατασκεύασε επί σκοπώ, γιατί να μην το θέσει νωρίτερα; Κατά πόσο μπορεί αυτό να συνδέεται με τις συνομιλίες για τα διμερή και την προοπτική μιας προσφυγής στη Χάγη; Επηρεάζονται οι όροι μιας προσφυγής, και αν ναι σε ποιό βαθμό; Σε κάθε περίπτωση, οι επαναλαμβανόμενες αυτές αναφορές απαιτούν τη διαρκή εγρήγορση των ελληνικών αρχών, ώστε να αποτραπούν έγκαιρα και αποτελεσματικά τόσο τα ακραία στοιχεία, όσο και τυχόν ανεξέλεγκτες καταστάσεις που θεωρητικά κάθε σώφρων πολίτης -και πολιτικός(;)- θα ήθελε να αποφύγει.
[1] Denk Erdem, Egemenliği Tartışmalı Adalar: Karştılaşırmalı Bir Çalışma (Οι Νησίδες Αμφισβητούμενης Κυριαρχίας: Μια Συγκριτική Μελέτη), Mülkiyeliler Birliği Vakfı Yayınları, Ankara 1999, σελ. 24.
[2] Şule Kut, «Το Αιγαίο στην τουρκική εξωτερική πολιτική» στο Μύθος και Πραγματικότητα: ανάλυση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής του Faruk Sönmezoğlu (επιμ.), μετάφραση Χρήστου Τζιβιτζίογλου, 2001, σελ. 361.
[3] Σύμφωνα με το Άρθρο 121 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), τα νησιά έχουν δικαίωμα σε χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο όσο και κάθε άλλο χερσαίο τμήμα μιας χώρας, ανεξάρτητα από το αν φιλοξενούν ή είναι πρόσφορα για εγκατάσταση ανθρώπων. Όσα δε από αυτά μπορούν να συντηρήσουν οικονομική ζωή, διαθέτουν επίσης υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ).
[4] A. Karamahmut, Ege’de Temel Sorun: Egemenliği Tartışmalı Adalar (Το κύριο ζήτημα στο Αιγαίο: Οι Νησίδες Αμφισβητούμενης Κυριαρχίας), Türk Tarih Kurumu, 1998, σελ. 46.
[5] Κατά την επιχειρηματολογία της Άγκυρας, «τα νησιά του Αιγαίου βρίσκονται στην καρδιά όλων των διμερών προβλημάτων και καθιστούν πολυπλοκότερη την επίλυση τους», άρα η διευθέτηση του καθεστώτος κυριαρχίας τους προέχει έναντι των άλλων προβλημάτων. Ş. Kut, «Το Αιγαίο στην Τουρκική εξωτερική πολιτική», 2001, σελ. 353.
[7] Οι οθωμανικές στο Καστελόριζο (Meyis) καταλύθηκαν το φθινόπωρο του 1912, λίγο μετά την κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία. Το νησί οργάνωσε δική του αυτοτελή διοίκηση μέχρι το 1917, όταν και το κατέλαβαν γαλλικά στρατεύματα, τα οποία το παρέδωσαν σε ιταλικά το 1921. Η ιταλική κατοχή επισημοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα με τη Συνθήκη της Λωζάννης, και το νησιωτικό σύμπλεγμα ενώθηκε τελικά με την Ελλάδα μόλις το 1947. Λένα Διβάνη, Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, 2000, σελ. 126.
[8] Για την ακρίβεια, η διακοίνωση ανέφερε ότι «Η οριστική εις την Ελλάδα παραχώρησις των νήσων, ας αι Δυνάμεις απεφάσισαν να αφήσουν υπό την κατοχήν της, δεν θα καταστή πραγματική παρά όταν τα ελληνικά στρατεύματα εκκενώσουν τα παραχωρηθέντα εις την Αλβανία εδάφη». Γ. Τενεκίδης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς στο Αιγαίο», 1988, σελ. 151.
[9] Το καθεστώς μερικών από τις νησίδες αυτές αποσαφηνίστηκε επακριβώς με την Σύμβαση της 4ης Ιανουαρίου 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, καθώς και με το πρωτόκολλο της 28ης Δεκεμβρίου 1932 που αναφέρεται παραπάνω.
[10] Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να κρατήσει επί μήνες ή και χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τα μέσα της εποχής, ενώ εύκολα θα μπορούσαν να προκύψουν νέα προβλήματα και διενέξεις αναφορικά με την παλαιά και νέα ονοματοδοσία των νησιών και βραχονησίδων.
[11] Σημαντικό από την άποψη αυτή είναι και το άρθρο 89 της Συνθήκης των Παρισίων, το οποίο αναφέρει ότι «οι σύμμαχες και συνασπισμένες δυνάμεις δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα όφελος από τη Συνθήκη αν δεν την επικυρώσουν». Από τη στιγμή που θεσπίστηκε μια τέτοια διάταξη για σύμμαχες χώρες, είναι εύλογο να ισχύει και έναντι κρατών που δεν υπήρξαν εμπόλεμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Τουρκία. Για περισσότερα βλέπε Βασίλης Χατζηβασιλείου, «Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα» στο Η Συγκρότηση του Νεοελληνικού Κράτους, 2008, σελ. 192, και Λένα Διβάνη, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας, 2000, σελ. 678-685.
[13] Η περίπτωση της Γαύδου θυμίζει σε κάποιο βαθμό τις αντίστοιχες ενστάσεις των Τούρκων για τη Λήμνο, για την οποία υποστηρίζουν ότι είναι αποστρατικοποιημένη με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να περιληφθεί σε γυμνάσια και ασκήσεις του ΝΑΤΟ. Για περισσότερα σχετικά με την τουρκική θέση στο ζήτημα αυτό, βλέπε Gündüz Asim, Limni Adası’nın Hukukî Statüsü Üzerinde Türk–Yunan Uyuşmazlığı (Η ελληνοτουρκική διαφωνία σχετικά με το νομικό καθεστώς της Λήμνου), İstanbul 1985.
[14] Οι διπλωμάτες του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών έδειξαν δυσφορία ως προς την τροπή που πήρε το θέμα, θεωρώντας ότι ο αξιωματούχος είχε δημιουργήσει θέμα εκεί που δε χρειαζόταν, και το θέμα έκλεισαν διακριτικά οι ΗΠΑ με σχετική δήλωση, όπου ανέφεραν ότι έγινε κάποιο λάθος και επιβεβαίωσαν ότι η Γαύδος είναι ελληνική. M. Fırat, «Yunanistan’la İlişkiler» στο Baskın Oran (ed.), Türk Dış Politikası (Τουρκική Εξωτερική Πολιτική), İletişim Yayınları, 10η έκδοση, 2008, σελ. 469-470.