γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.
Eισαγωγή σε μια διαφορετική, ευρύτερη αντίληψη της ταυτότητας
Ένα από τα κλασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει κανείς όταν επιχειρεί να εξηγήσει ιστορικά γεγονότα του περασμένου ή και προπερασμένου αιώνα είναι η -τυπική θα έλεγα- προκατάληψη του ακροατή ως προς αυτό που θεωρεί βασικά ιστορικά δεδομένα, δηλαδή την ύπαρξη ενός ορισμένου λαού σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ο οποίος τείνει να μιλάει μια συγκεκριμένη γλώσσα ή να πιστεύει σε ένα ορισμένο θεό. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά σπάνια συντρέχουν κατά τον τρόπο που ισχύει σήμερα, και ακόμα λιγότερο στο σύνολό τους. Παρά ταύτα, οι περισσότεροι τείνουμε να θεωρούμε πολλά από αυτά ως προκαθορισμένα, σε μια προσπάθεια να καταλάβουμε το παρελθόν με όρους του παρόντος. Αυτό όμως δεν μπορεί παρά να δυσχεραίνει την πραγματική κατανόηση των συνθηκών της εποχής, συχνά οδηγώντας -είτε εν συνειδήσει, είτε από παραπλάνηση- σε αβάσιμα ή και λάθος συμπεράσματα για τα γεγονότα του παρελθόντος.
Μια από τις κλασικές αυτές παρανοήσεις είναι ότι τείνουμε να θεωρούμε τα έθνη ως ανέκαθεν υπαρκτά, αντιλαμβανόμενοι το εθνικό κράτος (nation state) γύρω από το οποίο αυτά συσπειρώθηκαν -ή φιλοδοξούν να συσπειρωθούν- ως φυσιολογική εξέλιξη της ιστορίας. Χωρίς να είμαστε σε θέση να συμφωνήσουμε ή να απορρίψουμε απόλυτα τη θεώρηση αυτή, γεγονός είναι ότι η σημερινή πραγματικότητα έχει προκύψει ως αποτέλεσμα πολύ πιο σύνθετων διεργασιών, τις οποίες δεν είναι σωστό να ερμηνεύουμε με τα κριτήρια και «φίλτρα» του σήμερα. Σε μια απόπειρα να εξηγήσει την «παρερμηνεία» αυτή, η μελέτη του εθνικισμού ως ιστορικού φαινομένου έχει πραγματοποιήσει σημαντικές προόδους τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα τη διατύπωση αρκετά ενδιαφέρουσων θεωριών για τη φύση και προέλευση των εθνών. Με δεδομένο ότι η σχετική συζήτηση συνεχίζεται ως τις μέρες μας και δεν προβλέπεται να λήξει άμεσα (καθώς η Ιστορία μπορεί να μελετά το παρελθόν, αλλά ενδιαφέρεται και την ερμηνεία του από μας σήμερα), φαίνεται να επικρατεί η άποψη που υποστηρίζει πως τα έθνη και οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι κάποιες αυθύπαρκτες ή «αιώνιες οντότητες», αλλά αποτελούν φαινόμενα που εμφανίστηκαν και εξελίσσονται μέσα σε ορισμένα ιστορικά πλαίσια, στο πλαίσιο των οποίων υπόκεινται σε διαδικασίες εξέλιξης και ασυνέχειας, καθώς και σε αλλεπάλληλα επεισόδια δόμησης, αποδόμησης ή αναδόμησης.
Παρά όμως την εκλογίκευση και αποδόμηση -σε κάποιο βαθμό- του εθνικισμού σε επιστημονικό επίπεδο, η πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι αμείλικτη, και ακόμα και οι πιο αρνητικά διακείμενοι στον εθνικισμό παρατηρητές δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν ότι το τέλος του φαινομένου αυτού δεν είναι ούτε καν αμυδρά ορατό. Παρά τις εξαγγελίες για εξάλειψή του και την υιοθέτηση ριζικά διαφορετικών πολιτικών μοντέλων κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, ακόμα και μεγάλες ιδεολογίες όπως ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν μπόρεσαν να τον «θάψουν», και πιθανότατα ούτε ο ισλαμικός φονταμενταλισμός του 21ου αιώνα θα τα καταφέρει καλύτερα. Στο πλαίσιο αυτό, η τάση πολυδιάσπασης με βάση εθνικά κριτήρια που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 (Σοβιετική Ένωση, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία) αναμένεται να συνεχιστεί για αρκετά ακόμη χρόνια, προσφέροντας πληθώρα παραδείγματα ακόμη και στον πιο κακόπιστο -ή αισιόδοξο, ανάλογα την οπτική- παρατηρητή (Καύκασος, Μέση Ανατολή, Υποσαχάρια Αφρική, Νότια και Νοτιοανατολική Ασία είναι οι περιοχές όπου εμφανίζονται διαρκώς νέα αποσχιστικά κινήματα και εθνικές συγκρούσεις).
Κατά συνέπεια, θα ήταν δόκιμο ή βάσιμο να δεχθούμε ότι τα εθνικά κράτη αποτελούν όντως σήμερα την πιο συνηθισμένη και νομιμοποιημένη μορφή κρατικής οργάνωσης, αλλά σίγουρα όχι τη μοναδική, και όχι διαχρονικά. Μάλιστα όσο πιο πίσω στο παρελθόν ανατρέξει κανείς, τόσο λιγότερο παρατηρεί το φαινόμενο αυτό. Είναι χαρακτηριστικό το ότι σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης ευδοκίμησαν για αιώνες πολυεθνικές αυτοκρατορίες και άλλες μορφές πολυεθνικών κρατών, ενώ αρκετά έθνη διαμορφώθηκαν και επιβίωσαν για καιρό χωρίς να έχουν το δικό τους κράτος. Για την ακρίβεια, τα κράτη υπήρχαν πολύ πριν τα έθνη, και ακριβώς αυτή η «επινόηση» των εθνών μετά τα τέλη του 18ου αιώνα οδήγησε σε ριζικές και επανειλημμένες μεταβολές των συνόρων τους τελευταίους δύο περίπου αιώνες, τόσο στην Ευρώπη, όσο και εκτός αυτής.
Η σύνθετη αυτή σχέση μεταξύ εθνών και κρατών επηρέασε σημαντικά τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου παρατηρούνται αρκετές και ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τη δυτική ή βόρεια Ευρώπη. Η κυριότερη από αυτές είναι η χρονική καθυστέρηση που παρατηρείται ως προς τη συγκρότηση των εθνικών κρατών, καθώς η Σερβία (1815) και η Ελλάδα (1822) απέκτησαν κρατική υπόσταση αιώνες μετά την Γαλλία, την Ισπανία ή τη Βρετανία, αλλά εμφανίστηκαν ως εθνικά κράτη αρκετά πριν τη Γερμανία ή την Ιταλία (1870-’71). Παρά ταύτα, η εξάρτηση των κρατών αυτών από άλλες χώρες για την ασφάλεια και οικονομική τους επιβίωση (τις εντός πολλών εισαγωγικών «Προστάτιδες»), καθώς και ο πάγιος προσανατολισμός τους προς την εδαφική επέκταση -στο όνομα της «ενσωμάτωσης του έθνους εντός των κρατικών συνόρων»- τις καταδίκασε σε χρόνια αστάθεια, αδυναμία εξέλιξης των πολιτικών τους θεσμών και αναπαραγωγή φαύλων πολιτικών συστημάτων, φαινόμενα που επιτείνονταν από τις περιοδικές συγκρούσεις τους με γειτονικά κράτη, οι οποίες συχνά επεκτείνονταν ή μεταφέρονταν στο εσωτερικό τους.
Ως αποτέλεσμα, οι ασταθείς αυτές περιβάλλουσες συνθήκες επηρέασαν σημαντικά την μετέπειτα εξέλιξη των κρατών και εθνών αυτών, κατά τρόπο παρόμοιο που το οικογενειακό περιβάλλον επηρεάζει ένα παιδί κατά την ανάπτυξή του πριν ενηλικιωθεί. Επιχειρώντας να εμφανιστούν ως «ενήλικες» πριν την ενηλικίωση αυτή, οι νεότεροι εθνικισμοί συχνά επιχείρησαν να εμφανιστούν ως «ισάξιοι» των παλαιότερων επικαλούμενοι ένα ακόμη πιο μακρινό παρελθόν από αυτό των γειτόνων τους, ώστε να θεμελιώσουν την ύπαρξή τους σε ένα ορισμένο χώρο και χρόνο πριν από αυτούς, με τα ίδια μέσα (και συχνά, τα ίδια πρόσωπα). Οι περιπτώσεις του αλβανικού και του «μακεδονικού» εθνικισμού είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές του φαινομένου αυτού στα Βαλκάνια. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, οι υπό διαμόρφωση ή και ήδη υφιστάμενοι εθνικισμοί προσέδωσαν νέο νόημα και περιεχόμενο σε παλαιότερες έννοιες, ευαισθησίες και σύμβολα, επιχειρώντας να τα εντάξουν σε ένα επικαιροποιημένο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο (διεθνής αναγνώριση, ένταξη στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ευρωπαϊκή ολοκλήρωση). Κατά συνέπεια, και με δεδομένα όλα αυτά, την επόμενη φορά που θα επιχειρήσετε να εξηγήσετε γεγονότα και ιδέες του παρελθόντος με όρους του σήμερα, ξανασκεφτείτε το…