Guest

Η Ελλάδα του damage control

Όπως ήταν φυσιολογικό από την πρώτη στιγμή που έφτασα στην Αθήνα βομβαρδίστηκα από την σημερινή πραγματικότητα. Οι φίλοι μου μου μίλησαν για τις δυσκολίες τους, τα παιδιά τους για την ανεργία και τα χαμένα όνειρα. Γνωστοί μου μίλησαν για αδιέξοδα και άγνωστοι για δράματα. Υπήρξαν φορές που δεν ήξερα τι να πω. Ακόμα και το συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού δεν βοηθούσε. Και όλοι κραύγαζαν σιωπηλά για την ελπίδα που χάθηκε. Και εκεί δεν ξέρεις τι να πεις, δεν υπάρχουν συμβουλές η έστω σκέψεις να μοιραστείς.

Και ξέρετε τι με τρόμαξε ποιο πολύ; Ότι ένας ολόκληρος λαός, ένας περήφανος λαός βρίσκεται σε κατάσταση damage control! Φαντάζομαι ότι δεν είμαι ο πρώτος που το λέει και όλοι θα το έχετε αισθανθεί αλλά εγώ το βλέπω κάθε μέρα όλο και πιο πολύ από τη στιγμή που ήρθα και με κάθε καινούργιο άνθρωπο που συναντώ. Όλα αυτά τα χρόνια κάθε φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα όλοι θέλανε να μάθουν για τα τελευταία μου ταξίδια, τις τελευταίες μου περιπέτειες και δεν σας κρύβω ότι υπήρχαν φορές που ένιωθα και λίγο Ιντιάνα Τζόουνς. Αυτή τη φορά οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και ήταν όλοι οι άλλοι που θελαν να μου μεταφέρουν την …Ελληνική πραγματικότητα, να με ρωτήσουν αν ξέρω κάτι περισσότερο, αν άκουσα στις Βρυξέλες κάτι περισσότερο.

Ένας λαός που ξέρει ότι τα χειρότερα έρχονται αλλά δεν ξέρει πια είναι αυτά τα χειρότερα ούτε από πού θα του έρθουν. Δεν ξέρει από πού να φυλαχτεί και φοβάται. Αλλά και πάλι στη σχιζοφρενική Ελλάδα του σήμερα ύπαρχε και η άλλη πλευρά που βρίσκετε στην άρνηση, που νομίζει ότι τίποτα δεν άλλαξε συντηρώντας και καλυπτόμενη σε μικροσυμφέροντα νεκρά από χρόνια ή που ψάχνει την ευκαιρία να κάνει την «αρπαχτή».

Η οκτάχρονη κόρη μου έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και όπως ήταν φυσιολογικό ήθελα να ξεκινήσει με μια γεύση από Ακρόπολη έστω κι από μακριά μιας και η ζέστη ήταν αφόρητη ακόμα και για μένα για να ανέβουμε στον βράχο. Η πορεία μας ξεκίνησε από το Σύνταγμα – έπρεπε να δούμε τους τσολιάδες – και ακλούθησε η Ερμού μέχρι Μητρόπολη και μετά Πλάκα. Κατηφορίζοντας την Ερμού και μπροστά μας προχωράνε δυο κυρίες και συζητάνε για γυναικείες τσάντες και η μια λέει στην άλλη. Μόνο το φροντιστήριο μου έχει μείνει αλλά θα το πληρώσω τον άλλο μήνα, ας πάρουμε τη τσάντα τώρα. Και συμπληρώνει η άλλη, μα είναι και εκπτώσεις. Στη Μητρόπολη κάτσαμε σε μια από τις καφετέριες και δίπλα μας είναι δυο παλληκάρια γύρω στα εικοσιπέντε. Η τρίτη καρέκλα του τραπεζιού τους φιλοξενεί μια σειρά από χάρτινες και πολύχρωμες σακούλες από επώνυμα μαγαζιά και λέει ο ένας στον άλλο, ρε συ θα σε σκοτώσουν όταν δουν πόσα χάλασες. Και απαντάει ο άλλος εμφανώς με ανάμεικτα συναισθήματα, ρε συ το ξέρεις ότι πήρα μπλουζάκι από σουπερμάρκετ πριν από ένα μήνα; Δεν άντεχα άλλο! Αυτή είναι η άρνηση.

Κάποια στιγμή αργότερα πήγαμε να δούμε τον νεοφερμένο μέλλος της οικογενείας μας, έναν πανέμορφο Ερμή (το όνομα ισχύει), που και θα τον βλέπαμε για πρώτη φορά ζωντανά και όχι από φωτογραφίες. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε καλέσαμε ταξί και είχα πάρει από νωρίτερα να γνωρίσω στην κόρη μου η τουλάχιστον να πάρει μια πρώτη γεύση από ελληνικά μεζεδάκια και του μπαμπά της τις αναμνήσεις σαν προορισμό το ίδιο μέρος που με πήγαινε ο πατέρας μου πριν από πάνω από σαράντα χρόνια, τη Γλυφάδα. Μη γελάτε, δεν είμαι τόσο τουρίστας αλλά όπως σας είπα είναι όλες αυτές οι άλλες αισθήσεις που σε οδηγούν σε κάποια μέρη όσο κι αν έχουν χαλάσει. Με τη κόρη μου δεν μιλάμε ελληνικά και φυσικά Παπάγου Γλυφάδα είδαμε και λίγο Σύνταγμα, είδαμε και το Καλλιμάρμαρο, είδαμε και Στήλες και είδαμε τη Γλυφάδα όταν αποφάσισα ότι έπρεπε να του πω κάτι ακόμα κι αν υπήρχε η περίπτωση να τρομάξω το οκτάχρονο που θα ένιωθε τον εκνευρισμό μου. Εδώ πάει η «αρπαχτή» που τόσο κακό έχει κάνει τουλάχιστον στον τουρισμό μας.

Φάγαμε λοιπόν το καλαμαράκι μας, το χταπόδι μας και τα τηγανιτά κολοκυθάκια μας και ο μπαμπάς καμαρώνοντας την κόρη του ήπιε και το ουζάκι του και ήρθε η ώρα να φύγουμε. Όσοι ξέρετε τη Γλυφάδα – ακόμα και λίγο – ξέρετε ότι στον κεντρικό δρόμο η ουρά των ταξί είναι ατελείωτη και μετά από όσα οι ίδιοι λένε τελευταία οι πελάτες δυσεύρετοι. Προχωράμε λοιπόν προς τον πρώτο ταξί στη ουρά και μιλούσαμε όταν ακούμε κάποιον να μας φωνάζει, Piraeus, Piraeus, airport, Hilton! Για πολλοστή φορά χρόνια τώρα ένιωσα ότι το κούτελο μου γράφει με γράμματα νέον λέξη με επτά γράμματα που αρχίζει με «μ». Ηλιούπολη, του είπα και η απάντηση ήταν, «Έλληνας είσαι; Κάτσε να δούμε αν υπάρχει κανένας που πηγαίνει προς Ηλιούπολη!» Αυτά σε μια πιάτσα με όλα τα ταξί με ανεβασμένη τη σημαία και θεωρητικά έτοιμα για πελάτη, ένα κάθαρμα με άφηνε με ένα κουρασμένο οκτάχρονο στη μέση του δρόμου γιατί δεν του έκανε η διαδρομή λίγων χιλιόμετρων ή γιατί καλύτερα προτιμούσε να πιάσει ένα κορόιδο «ξένο» . Και ήταν συμμέτοχοι και συνένοχοι και όλοι οι άλλοι ταξιτζήδες γύρω του που σφύριζαν αδιάφορα! Αλλά αυτό ανήκει στο τίποτα δεν αλλάζει και κάποια παραμένουν τα ίδια – αν θυμάστε και στο παρελθόν έχω αναφερθεί σε προβλήματα είχα με ταξιτζήδες στην Ελλάδα – παρασέρνοντας μαζί τους και του υπόλοιπους. Ο συγκεκριμένος με το τσιγκελωτό μουστάκι θα μείνει για χρόνια στη μνήμη μου.

Την επομένη Παρασκευή που και θα έχω επιστρέψει στο Ελσίνκι θα σας γράψω περισσότερες σκέψεις από αυτό το ταξίδι αλλά πολύ φοβάμαι ότι αυτή τη φορά το σουβλάκι θα μας βγει πικρό!

Συμπατριώτες κουράγιο με τη ζέστη και μην αφήνετε να σας σκοτώνουν την ελπίδα. Αυτά από το λιμάνι του Ευδήλου, από ένα άδειο πιατάκι – η σπανακόπιτα ήταν καταπληκτική – ένα καφέ που κανένας δεν θα μου «πει» και μια γερόντισσα που με κοιτάζει περίεργα έτσι που χτυπώ τα πλήκτρα.

Υ.Γ. πριν από κάποιες ώρες κάποιοι ύπουλα και σίγουρα με δόλο «χτύπησαν» το site του apopseis.gr δημιουργώντας πρόβλημα για κάποια ώρα. Πολλές φορές και πολλά χρόνια τώρα τόσο σε άρθρα μου όσο και σε ομιλίες μου τονίζω πόσο ευαίσθητη είναι η δημοκρατία και πόσο λίγοι το αντιλαμβάνονται συχνά βιάζοντας την. Το λυπηρό είναι ότι τις περισσότερες φορές τα κίνητρα για τέτοιες πράξεις περιορίζονται στη ζήλεια και σε πολιτικά μικροσυμφέροντα. Ξέρετε καταστάσεις τέτοιες μου θυμίζουν τον Χότζα που επειδή ο γείτονας αγόρασε γάιδαρο και δεν ήθελε να του τον ζητήσει για να τον βοηθήσει στο χωράφι του τον δηλητηρίασε ώστε να μην έχει κανένας γάιδαρο. Κανένας λοιπόν δεν δηλητηρίασε σήμερα το apopseis.gr, την δημοκρατία βίασαν και θα έρθει η ώρα που θα λογοδοτήσουν.

Και μια σημαντική παρένθεση, για όσους από εμάς που δεν ανακαλύψαμε τη ζούγκλα του διαδικτύου ανάμεσα στα ελληνικά μπλογκς χτες αλλά το ζούμε χρόνια σε αυτό το χώρο ξέρουμε πολύ καλά ότι η ανωνυμία είναι θεωρητική και περιοδικά με την πείρα και τεχνογνωσία του Ovi magazine μπορούν να ξεπεράσουν ορισμένα προβλήματα …ανωνυμίας!

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Θάνος Καλαμίδας, ένας Έλληνας στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στο Βερολίνο και στο Τόκιο και τελευταία στο Ελσίνκι. Για εικοσαετία ελεύθερος σκοπευτής και αναλυτής για Βρετανικά μέσα με ανταποκρίσεις από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κίνα, από την Νικαράγουα μέχρι το Σουδάν. Τα τελευταία χρόνια αναλυτής για Σκανδιναβικά, Βρετανικά και Γαλλικά έντυπα σε θέματα που κυρίως αφορούν την ευρωπαϊκή κοινότητα.

Η Ελλάδα του damage control

Τώρα που εσείς διαβάζετε αυτό το κείμενο και νομίζετε ότι εγώ βρίσκομαι στο βροχερό (από ότι με πληροφορούν) Ελσίνκι, εγώ κάθομαι σε ένα πολύ γραφικό καφενεδάκι στον Εύδηλο της Ικαρίας πίνοντας καφέ και απολαμβάνοντας σπανακόπιτα που τόσο μου έχει λείψει. Αυτό που πάντα σου λείπει από την Ελλάδα όταν ζεις πολλά χρόνια στο εξωτερικό, έχεις προσαρμοστεί και πιθανώς κάνοντας οικογένεια απορροφηθεί είναι αυτές οι μικρές στιγμές. Το καφεδάκι, (σκέτο, το απολαμβάνω κάθε φορά που το λέω), το καλημέρα που θα σου πει ο περαστικός που δεν τον έχεις δει ποτέ στη ζωή σου, η σπανακόπιτα με ανοιγμένο φύλλο, οι μυρωδιές , η θάλασσα και τα τζιτζίκια στο βάθος.

Και όλα όσα ανέφερα πάρα πάνω σαφώς διεγείρουν όλες αισθήσεις αλλά αυτό που πραγματικά τα κάνει ξεχωριστά είναι άλλες αισθήσεις πέρα από τις γνωστές πέντε. Είναι το γνώριμο, οι αναμνήσεις, αυτό που σε αγκαλιάζει συναισθηματικά. Και δεν είναι το σουβλάκι που σου λείπει αλλά όλα αυτά που πάνε με το σουβλάκι. Με τι στιγμές και την παρέα. Τουλάχιστον αυτά είχαν μεγαλύτερη σημασία για τη γενιά μου και τον τρόπο που μεγαλώσαμε. Αν και είμαι σχεδόν έτοιμος δεν θέλω να αρχίσω να παραπονιέμαι και να συγκρίνω άλλωστε και ο πατέρας μου με τους συνομηλίκους του τα ίδια λέγανε αλλά εμένα το δικό μου σήμερα μου φαινόταν καλύτερο. Μα πως μπορούσε να ζήσει κάποιος χωρίς ραδιόφωνο και τηλεόραση!