Τι δείχνει όμως αυτός ο χαρακτηρισμός, που προήλθε από έναν απλό πολίτη που δεν έχει γνώση ούτε από επικοινωνιακές πολιτικές, ούτε από στρατηγικό σχεδιασμό;
Η επιθυμία ταύτισης του Μακρόν με τον πρόεδρο του κόμματος που, προφανώς, θα ψηφίσει ή ψηφίζει, δείχνει την ανάγκη για να εφαρμόσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την πολιτική για την οποία εξελέγη από τη βάση της ΝΔ αλλά και γενικότερα από τους απλούς πολίτες. Και αυτή η πολιτική δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από μια πολιτική ανατροπών.
Έχοντας μπροστά του ένα ή, ίσως, και δύο χρόνια μέχρι τις εκλογές (εκτός απροόπτου βέβαια), ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία και να προχωρήσει σε αλλαγές τέτοιες που θα δικαιώνουν την ψήφο της βάσης που τον εξέλεξε, αλλά και να διασφαλίζει την νίκη των ευρωπαϊκών φιλελευθέρων δυνάμεων.
Τι κάνει αυτή τη στιγμή ο Μακρόν;
Ενώνει την κεντροαριστερά με την κεντροδεξιά. Δημιουργεί ένα νέο χώρο, στον οποίο οι πόρτες είναι ανοικτές για όσους θέλουν να κάνουν μια νέα αρχή και σε όσους πιστεύουν στις αξίες που ο ίδιος πρεσβεύει. Δεν τον νοιάζει ποιος ήσουν και τι ψήφιζες μέχρι χθες, αρκεί να μπορείς να προσφέρεις στο νέο πολιτικό δημιούργημα.
Έχει ανοίξει επίσης την πόρτα της εξόδου από την πολιτική σε όσους εκπροσωπούν το παλιό που ο λαός με την ψήφο του καταδίκασε. Δεν είναι λίγο ότι 200 νυν βουλευτές δεν θα είναι υποψήφιοι στις προσεχείς εκλογές, καθώς από μόνοι τους διαπιστώνουν ότι ο ιστορικός τους κύκλος έχει κλείσει.
Με κινήσεις, αποφάσεις και πρόγραμμα που στηρίζεται στην κοινή λογική, φέρνει αυτό που έλλειπε από την πολιτική ζωή της χώρας του.
Το ίδιο, όμως, η κοινή λογική, είναι που λείπει από την Ελλάδα. Και μετά από επτά χρόνια κρίσης η έλλειψη κοινής λογικής είναι κάτι που διαπιστώνεται όλο και περισσότερο από μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος.
Αυτήν την κοινή λογική, όμως, εξέφρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και γι’ αυτό ψηφίσθηκε από τους πολίτες και αναδείχθηκε πρόεδρος της ΝΔ.
Οφείλει λοιπόν να αξιοποιήσει το χρόνο έως τις εκλογές και να προχωρήσει στις αλλαγές εκείνες που επιβάλλεται να γίνουν ώστε η ΝΔ να αποτελέσει τον κορμό της πολιτικής δύναμης που έχει ανάγκη η νέα Ελλάδα που όλοι οι ευρωπαϊστές, φιλελεύθεροι πολίτες ονειρευόμαστε.
Πρέπει να αναζητήσει τρόπους να απαλλαγεί από καταστατικές δεσμεύσεις που του δένουν τα χέρια όχι μόνο έναντι προσώπων που έχουν κάνει την πολιτική επάγγελμα και δεν έχουν πλέον να προσθέσουν κάτι νέο, αλλά και από υποχρεώσεις που δεν αφήνουν την παράταξη να μετεξελιχθεί σε αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος. Είναι ανάγκη, ο ίδιος, να αποτελέσει τη «γέφυρα» που θα ενώσει πρόσωπα και χώρους που μέχρι χθες αντιμάχοντο ο ένας τον άλλον . Αλλά για να το πετύχει πρέπει να αποκτήσει την αποδοχή και την αναγνώριση των πάντων. Και αυτό, υπό τις παρούσες συνθήκες, μπορεί να γίνει μόνο εφ’ όσον πείσει ότι και τη γνώση έχει, και τη διάθεση, αλλά και τις λύσεις διαθέτει, για να βγούμε, επιτέλους, από την κρίση.
Η πολιτική που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ νομοτελειακά θα βυθίζει τη χώρα όλο και πιο βαθιά στην κρίση. Και αυτό πλέον γίνεται με την ανοχή των εταίρων και δανειστών, η οποίοι σε μια «ιερή συμμαχία» με εκείνον που τους «ξόρκιζε», το μόνο που κάνουν είναι να επιβαρύνουν την ελληνική κοινωνία με μέτρα που εξαθλιώνουν τους πολίτες και απομακρύνουν την ανάπτυξη. Η ελληνική περιουσία πωλείται σε τιμή ευκαιρίας για 100 χρόνια, με την υπογραφή του κ. Τσίπρα και κανείς δεν αντιδρά. Η Ελλάδα δεσμεύεται σε μια πολιτική πλεονασμάτων που ξεζουμίζουν τους Έλληνες, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν θα υπάρχουν εκλογικές απώλειες σε κόμματα που επί χρόνια συντήρησαν την ανθελληνική ρητορεία, κατ’ αντιστοιχία της αντιευρωπαϊκής ρητορείας που ανέπτυξε ο κ. Τσίπρας και κατέλαβε την εξουσία.
Τα πράγματα, όμως, αν συνεχισθεί αυτή η κατάσταση οδηγούνται σε αδιέξοδο. Η αλήθεια πρέπει να ειπωθεί στον ελληνικό λαό, όσο σκληρή κι αν είναι. Και οι λύσεις που θα προταθούν πρέπει να είναι μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και στο πνεύμα που και το ΔΝΤ υποστηρίζει, αφού κι αυτό αναγνωρίζει ότι το πρόγραμμα με τις παρούσες δεσμεύσεις σε πλεονάσματα και χρέος δεν βγαίνει.
Σήμερα ο κ. Τσίπρας παλεύει, προκειμένου να ικανοποιήσει το εσωτερικό του ακροατήριο, να πάρει, έστω ένα «κόκκαλο» από τους δανειστές. Αλλά και πάλι ακολουθεί λάθος τακτική, μιας και το ζητούμενο δεν είναι μια απόφαση υπό την πίεση της εσωτερικής κατανάλωσης και την πίεση των γερμανικών εκλογών. Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί πραγματικά μια συμφωνία ουσιαστικής ρύθμισης του χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιμο. Και κάθε λογικός άνθρωπος θα καταλάβαινε ότι αλλιώς διαπραγματεύεσαι όταν είναι υπό έλεγχο και εξέταση για την εφαρμογή των μέτρων και αλλιώς όταν έχει να δείξεις απτά αποτελέσματα από την εφαρμογή τους. Εκτός βέβαια αν πιστεύεις ότι τα μέτρα δεν βγαίνουν…
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υπό τις συνθήκες αυτές, έχει τη δυνατότητα να προβάλλει τον δικό του «οδικό χάρτη» για την έξοδο από την κρίση και τη ρύθμιση του χρέους και έχοντας πείσει ότι η πολιτική του πρόταση, βγαίνει, αποδίδει, μπορεί να προχωρήσει σε πολιτικές κινήσεις τέτοιες που θα αναδιατάξουν το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα και θα εγκλωβίσουν τον Τσίπρα στην παγίδα που ο ίδιος έχει στήσει.
Ναι, ο Κυριάκος όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να γίνει ο Μακρόν της Ελλάδος, διαφορετικά το μόνο που θα κάνουμε θα είναι να ανακυκλώνουμε την κρίση μας, ενώ μόνοι μας θα ανοίγουμε το δρόμο σε κάθε λογής σωτήρες…