Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι αν οι εκλογές γινόντουσαν την Κυριακή, υπό τις παρούσες συνθήκες, η ΝΔ μπορούσε να «χτυπήσει» αυτοδυναμία. Και τούτο γιατί το ρεύμα της επιθυμίας της κοινωνίας να απαλλαγεί μια κι έξω από την παρούσα κυβέρνηση έχει, πλέον, τέτοια δυναμική, που η αναμενόμενη πόλωση της προεκλογικής περιόδου και τα «παραμύθια» με «δράκους» των κακών δανειστών που θα πρόβαλε ο κ. Τσίπρας, αλλά και τα επιδόματα εξαγοράς ψήφων, δεν θα είχαν καμία – ή μάλλον ελαχιστότατη- απόδοση για το κόμμα του.
Η πολιτική ιστορία της χώρας έχει αποδείξει ότι αν ένα κόμμα βρίσκεται σε αποδρομή και οι πολίτες το έχουν διαγράψει τίποτα και κανείς δεν μπορεί να συγκρατήσει την κατάρρευσή του. Και ας πει κάποιος στον κ. Τσίπρα για τις «επιταγές» του αείμνηστου Γεωργίου Ράλλη το 1981 και το «πακέτο Σημίτη», το 2003 στη ΔΕΘ.
Η κοινωνία έχει αγανακτήσει και πολίτες που δεν ψήφισαν ποτέ ΝΔ, τώρα θα ψηφίσουν μόνο και μόνο για να υπάρξει πολιτική αλλαγή και να φύγει ο κ. Τσίπρας από την εξουσία.
Αρκεί όμως αυτό για να υπάρξει πολιτική σταθερότητα που αποτελεί τη βάση για την επιτυχία ενός προγράμματος εξόδου από την κρίση και ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας;
Σαφώς από μόνο του δεν αρκεί. Χρειάζεται η ΝΔ να πείσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα να την εμπιστευθούν.
Σήμερα όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ΝΔ βρίσκεται ένα βήμα από την αυτοδυναμία. Ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι και αυτοδυναμία να διαθέτει θα απευθυνθεί και στα λοιπά κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου που πιστεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει εντός ευρώ και θα τους προτείνει κυβερνητική συνεργασία. Η κίνηση αυτή θα είναι πράγματι πολιτικά πρωτόγνωρη και από μόνη της δίνει την αίσθηση μιας σιγουριάς για σταθερότητα την επομένη των εκλογών.
Ωστόσο η ΝΔ πρέπει να κάνει κινήσεις που θα της εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία στη Βουλή.
Για να το επιτύχει αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να ακολουθήσει το δρόμο που είχαν ακολουθήσει κι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί της ΝΔ στο παρελθόν, αλλά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1978. Δηλαδή την πολιτική της διεύρυνσης.
Και όταν μιλάμε για διεύρυνση δεν μπορούμε να την περιορίσουμε προς μια μόνο κατεύθυνση. Το κάλεσμα για στήριξη της Συμφωνίας Αλήθειας και για πολιτική αλλαγή δεν μπορεί να απευθυνθεί μόνο προς τα Δεξιά της ΝΔ ή μόνο προς τα Αριστερά της ΝΔ. Απευθύνεται και προς τις δύο πλευρές. Και θέση σε αυτό το κάλεσμα πρέπει να έχουν όλοι όσοι μπορούν να προσφέρουν στον κοινό αγώνα.
Όταν το 1979 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο πλαίσιο της διεύρυνσης ενέταξε στη ΝΔ τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πολλοί τότε «θεματοφύλακες» της ιστορίας της παράταξης είχαν αντιδράσει. Ένας εξ αυτών μάλιστα ήταν στενότατος συνεργάτης του ιδρυτή της ΝΔ και δεν δέχθηκε ποτέ ότι «το κόμμα έπεσε στα χέρια του Μητσοτάκη». Ο Μητσοτάκης όμως ήταν εκείνος που νίκησε τον Ανδρέα Παπανδρέου, χαρίζοντας τρεις διαδοχικές εκλογικές νίκες στη ΝΔ και ανέκοψε, τότε, την πορεία της χώρας προς της καταστροφή.
Σήμερα όταν γίνεται συζήτηση για διεύρυνση της ΝΔ, ορισμένοι νέοι «θεματοφύλακες» της ιστορίας της παράταξης, υποστηρίζουν ότι «δεν έχουν θέση στο κόμμα οι υβριστές της ΝΔ».
Και πράγματι, ορισμένοι εξ αυτών, μια δεκαετία πίσω, ήταν εκ των σημαντικοτέρων πολιτικών αντιπάλων της ΝΔ. Και στην πολιτική αντιπαράθεση που υπήρχε, ακολουθώντας ακόμα, αν θέλετε, και μια εσφαλμένη πορεία που οδήγησε στη σημερινή καταστροφή, ιδεοληπτικά στήριζαν πολιτικές αντίθετες με αυτές της ΝΔ. Ωστόσο η ίδια η ζωή δικαίωσε τη ΝΔ. Οι φιλελεύθερες πολιτικές που εκφράζει διαχρονικά είναι οι μόνες που μπορεί να δώσουν λύση στο πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Και τις πολιτικές αυτές τις αποδέχονται πλέον οι αντίπαλοί της. Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένους ιδεοληπτικούς που με πάθος υπερασπίζονται τον παπανδρεϊσμό, τα περισσότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ αποδέχονται τη βάση της πολιτικής της ΝΔ. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Ποτάμι» ή την «Ένωση Κεντρώων», αλλά αυτό κυρίως συμβαίνει με στελέχη που σήμερα βρίσκονται εκτός πολιτικού συστήματος και είτε οι αντιδράσεις στελεχών της ΝΔ είτε το δικό τους πολιτικό κόμπλεξ έναντι του χθεσινού αντιπάλου τους, δεν τους αφήνει να προσδιορίσουν τη νέα τους πολιτική θέση.
Τα πράγματα όμως πλέον στη χώρα μας έχουν ξεφύγει από προσωπικές ή κομματικές αντιπαραθέσεις.
Ο καθένας μας είναι υπόλογος έναντι της ιστορίας και των μελλοντικών γενεών, στις οποίες θα πρέπει να εξηγήσουμε τι κάναμε όταν η πατρίδα μας κάλεσε να συστρατευθούμε στον αγώνα για τη σωτηρία της. Γιατί το κίνημα για πολιτική αλλαγή που σήμερα εκφράζει η ΝΔ, δεν είναι τίποτε λιγότερο από αυτό που θα αποκαλούσαμε «νέο πατριωτικό κίνημα για τη σωτηρία της Ελλάδος». Κάθε υγιώς σκεπτόμενος Έλληνας – και ιδιαίτερα νεοδημοκράτης – πρέπει να αντιληφθεί ότι σε αυτήν την εθνική προσπάθεια που έχει ξεκινήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν χωρούν ούτε οι προσωπικές αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, ούτε μίζερες προσωπικές φιλοδοξίες και συμφέροντα. Τον Έλληνα που υποφέρει από την πολιτική των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν τον νοιάζει αν ο κάθε βουλευτής της περιφέρειάς του κρατήσει ή χάσει την έδρα του. Τον νοιάζει να φύγει το συντομότερο αυτή η κυβέρνηση και να ανοίξει ο δρόμος για την αναγέννηση της Ελλάδος.
Στην προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να υπάρχουν αποκλεισμοί. Μόνο κριτήριο πρέπει να είναι αν κάποιος πιστεύει σε αυτά που επαγγέλλεται για τα οποία δεσμεύεται η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το παρελθόν δεν μπορεί να προσδιορίσει το μέλλον. Και για να οικοδομήσουμε ένα σίγουρο και ασφαλές μέλλον είναι αναγκαία η συνένωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων δυνάμεων και προσώπων. Ας βάλει στην άκρη λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης τις όποιες επιφυλάξεις προβάλλουν κορυφαία ή μη στελέχη του κόμματος και ας κάνει αυτό που έκανε σε άλλες εποχές και για άλλο λόγο ο ιδρυτής της παράταξης. Σήμερα, άλλωστε, οι λόγοι που επιβάλλουν την πολιτική διεύρυνσης της ΝΔ μπορούν να χαρακτηρισθούν εθνικοί.