Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία και το μήνα Μάιο είχαμε εκροές από τις καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες, που ξεπέρασαν τα 5 δις ευρώ, δηλαδή όσα και τον Απρίλιο, γεγονός που είναι ενδεικτικό του κλίματος αβεβαιότητας που υπάρχει στην αγορά και στην κοινωνία. Το τι σημαίνει αυτό για την οικονομία είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς αν σκεφθεί ότι η φασαρία με τους δανειστές γίνεται για μέτρα περίπου 3 δις ευρώ… Ενώ η υπογραφή της συμφωνίας θα φέρει στα ελληνικά ταμεία 7,2 δις ευρώ… Σημειώνεται ότι ο συνολικός όγκος καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες έχει πέσει στα 129 δις ευρώ όταν τον Δεκέμβριο του 2009 ήταν 238 δις ευρώ.
Η έλλειψη ρευστότητας από την άλλη κάνει την αγορά να στενάζει καθώς τίποτα δεν κινείται και το κράτος χρωστά σχεδόν σε κάθε ελληνική επιχείρηση ή επαγγελματία. Και αυτό είναι απόρροια του γεγονότος ότι η Ελλάδα εδώ και έναν χρόνο δεν έχει πάρει ούτε ένα ευρώ από τους δανειστές…
Όλη αυτή η κατάσταση δημιουργεί ασφυξία στην αγορά και σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις της χώρας έναντι του ΔΝΤ η θηλιά στο λαιμό της Ελλάδος σφίγγει όλο και περισσότερο και καθίσταται πιθανότερη η χρεοκοπία.
Η λέξη που ακούγεται σε όλα τα ρεπορτάζ, η λέξη που κυριαρχεί στις διαπραγματεύσεις και από την πλευρά των δανειστών και από την πλευρά της Ελλάδος, είναι η λέξη «πρέπει». Πρέπει να υποχωρήσουμε, πρέπει να υπογράψουμε, πρέπει να αποφύγουμε τη χρεοκοπία.. Όλα αλληλένδετα μεταξύ τους… Ωστόσο πρέπει να ζήσει και ο ελληνικός λαός και οι περαιτέρω περικοπές σε συντάξεις δεν θα επιτρέψουν σε εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων να επιβιώσουν. Και αυτό δεν είναι ένα λαϊκίστικο επιχείρημα αλλά μια οδυνηρή πραγματικότητα για την οποία πρέπει να πείσουμε τους εταίρους και δανειστές μας.
Από την άλλη το παιχνίδι που παίζεται στην Ευρώπη έχει πολλές παραμέτρους. Οι ευρωπαίοι ηγέτες γνωρίζουν καλά την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, αλλά γνωρίζουν επίσης καλύτερα ότι αν υποχωρήσουν θα έχουν υποστεί μια οδυνηρή ήττα από τον Έλληνα πρωθυπουργό που ίσως ανοίξουν τον «Ασκό του Αιόλου» των διεκδικήσεων και από άλλες κυβερνήσεις.
Με το άρθρο του στη “Le Monde” ο κ. Τσίπρας προσπάθησε να θέσει προ των ευθυνών τους όλους τους ευρωπαίους ηγέτες, στέλνοντας το μήνυμα ότι «δεν πάει άλλο με τις περικοπές και τη λιτότητα».
Οι ευρωπαίοι ηγέτες καλούνται να λάβουν μια απόφαση που ίσως δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά τη φυσιογνωμία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Γιατί και ο τελευταίος ευρωπαίος πολίτης μπορεί να καταλάβει ότι είναι εκτός λογικής να βάζει η τρόικα το τιμολόγιο των ΔΕΚΟ στην υψηλή κλίμακα φορολόγησης του ΦΠΑ που υπολογίζεται ότι θα είναι στο 22%. Δηλαδή ζητούν να πληρώνουν οι Έλληνες ως είδος πολυτελείας ένα κοινωνικό αγαθό όπως είναι το νερό ή το ηλεκτρικό ρεύμα. Η ουσία βρίσκεται στο αν θα υποχωρήσει ή όχι η Γερμανία από την σκληρή πολιτική που ασκεί. Και αν υποχωρήσει μήπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες χώρες με πιο ισχυρό λόγο ακολουθήσουν την ίδια τακτική;
Όλες αυτές τις παραμέτρους εξετάζουν οι δανειστές μας και κυρίως οι Γερμανοί, αλλά ανάμεσα σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσουν τις επιπτώσεις που θα έχει στο ευρωπαϊκό νομισματικό οικοδόμημα τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδος και ίσως έξοδός της από το ευρώ. Και δεν μιλά κανείς για τις οικονομικές επιπτώσεις που σε πρώτη φάση έχουν υπολογισθεί, αλλά για τις πολιτικές επιπτώσεις και την αβεβαιότητα που θα προκληθεί από ένα ευρώ που, τελικά, δεν είναι σταθερό για τις χώρες που το έχουν υιοθετήσει και για το γεγονός ότι μια από τις βασικές ιδρυτικές αρχές της ΕΕ, η κοινοτική αλληλεγγύη, δεν θα ισχύει.
Από την άλλη ο κ. Τσίπρας πρέπει να καταλάβει, όπως σωστά του επισήμανε το ΠΟΤΑΜΙ ότι δεν κάνει εκστρατεία για την αλλαγή της Ευρώπης αλλά για τη σωτηρία της Ελλάδος από τη χρεοκοπία. Το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας στην Ελλάδα «παίζει» χωρίς αντίπαλο, δεν σημαίνει ότι έχει το δικαίωμα να πειραματίζεται ή να σέρνει τη χώρα σε αυτό το μαρτύριο που βυθίζει την οικονομία όλο και περισσότερο στην ύφεση και όλο και περισσότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας στην εξαθλίωση.
Από τις 18 Μαρτίου, λίγο πριν την «οκταμερή», στο γεύμα του με ευρωπαίους ηγέτες, επισημαίναμε στον κ. Τσίπρα:
«Βέβαια έντιμος συμβιβασμός σημαίνει υποχωρήσεις και δεσμεύσεις για αποφάσεις που πιθανότατα θα προκαλέσουν τριγμούς στο εσωτερικό των κομμάτων που στηρίζουν την Κυβέρνηση. Εκεί ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό πρόβλημα». Από τότε θεωρούσαμε ότι το πραγματικό πρόβλημα του πρωθυπουργού είναι η εσωκομματική αντιπολίτευση και θέταμε το ερώτημα «αν ο κ. Τσίπρας είναι προετοιμασμένος να το αντιμετωπίσει. Καθώς και πού είναι διατεθειμένος να φθάσει;»
Χθες μπροστά στην ένταση των αντιδράσεων, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, φέρεται να αναγκάσθηκε να κάνει πίσω στο θέμα της κυρίας Παναρίτη η οποία είχε ορισθεί από τον κ. Βαρουφάκη ως εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ.
Η πραγματικότητα όμως ίσως είναι λίγο διαφορετική. Ίσως ο κ. Τσίπρας φούσκωσε σκόπιμα το πρόβλημα της κυρίας Παναρίτη (σημειώνεται ότι εναντίον της είχε συνυπογράψει κείμενο και ο στενότερος συνεργάτης του και υπουργός Επικρατείας Νίκος Παπάς), γιατί θέλησε να δώσει μια νίκη στην εσωκομματική αντιπολίτευση του κόμματός του. Πιθανόν ακολούθησε τη λογική ότι αν ταΐσεις ένα σκυλί που γαυγίζει με μια φρατζόλα ψωμί, όταν θα τρως τη μπριζόλα δεν θα σε ενοχλήσει… Ίσως να ισχύει στη ζωή… Το ερώτημα είναι αν θα ισχύσει στην πολιτική.
Ο κ. Τσίπρας βρίσκεται μπροστά στην πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής του. Πρέπει να επιλέξει με ποιους θα έλθει σε ρήξη: Με τους Ευρωπαίους αν δεν υποχωρήσουν ή με τους «συντρόφους» του αν πετύχει έναν έντιμο συμβιβασμό;
Και αν ο ίδιος νιώσει έτοιμος για τη ρήξη με τους Ευρωπαίους και θελήσει να γίνει ο Φιντέλ Κάστρο της Ευρώπης, είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα δεν θέλει να γίνει η Κούβα της Ευρώπης…
Η ρήξη με το εσωτερικό του κόμματός του και με όλους εκείνους που βάζουν «αριστερόμετρο» σε κάθε στέλεχος ή σε κάθε πράξη της κυβέρνησης, είναι η μόνη που ευνοεί την Ελλάδα. Αρκεί ο κ. Τσίπρας να έχει αποφασίσει ότι θέλει και μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά με όσους θέλουν την Ελλάδα στον κεντρικό πυρήνα της Ευρώπης και όχι παρία της Ευρώπης.
Αυτό, όμως, σημαίνει, ίσως, και αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος στη χώρα. Σημαίνει την αρχή μιας νέας μεταπολίτευσης με τη δημιουργία μιας νέας Κεντροαριστεράς και νέας Κεντροδεξιάς, εξέλιξη την οποία πρέπει ο κ. Τσίπρας να είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει, να υιοθετήσει αλλά και να πρωταγωνιστήσει.
Το ερώτημα είναι απλό: Θέλει; Και αν θέλει μπορεί;