Στην πραγματικότητα, δηλαδή, το μόνο για το οποίο γίνεται «σαματάς» και σηκώνεται πολιτική «σκόνη», είναι το επικοινωνιακό στοιχείο της υπόθεσης.
Είναι όμως η πολιτική μόνο επικοινωνία; Και είναι ικανοποιημένη η κυβέρνηση Τσίπρα από τις επικοινωνιακές της «επιτυχίες»;
Κατ’ αρχάς ο πρωθυπουργός, του οποίου και η ρητορική και το περιεχόμενό της έχουν πολλά περισσότερα στοιχεία ρεαλισμού από όλα τα μέλη της κυβέρνησής του, θα πρέπει να συμμαζέψει πολλούς εκ των υπουργών του και να τους καταστήσει σαφές ότι την ώρα της διαπραγμάτευσης δεν πρέπει να μιλάνε και, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι στην αρμοδιότητα κανενός εξ αυτών να θέτουν στο άλφα ή στο βήτα ύψος τον πήχυ των κόκκινων γραμμών. Κόκκινες γραμμές μόνο ο ίδιος μπορεί να θέσει, όχι μόνο γιατί αυτός είναι επικεφαλής της κυβερνήσεως, αλλά και γιατί αυτός, μαζί με τον κ. Βαρουφάκη είναι οι μόνοι που διαπραγματεύονται.
Τον στοιχειώδη αυτόν κανόνα, να αποφεύγουν τις άσκοπες δηλώσεις, πρέπει να τον ακολουθήσει, όμως και ο υπουργός των Οικονομικών, γιατί όταν κανείς μιλάει πολύ έχει και περισσότερες πιθανότητες να κάνει λάθη. Αν θέλει λοιπόν ο κ. Βαρουφάκης να μη καταλήξει στο σημείο που η μόνη κόκκινη γραμμή που θα έχει θα είναι εκείνη που διαθέτει στο περιβόητο πλέον γιακά ενός πολυφορεμένου σακακιού του (αλήθεια δεν καταλαβαίνει ότι πρέπει να φοράει και κάτι άλλο;), τότε θα πρέπει να περιορίσει την επικοινωνία και να ασχοληθεί περισσότερο με την ουσία.
Θα ισχυρισθεί κάποιος: «Μα μέσα από τις δηλώσεις και τη συνεχή επικοινωνία τονώνει το εγώ του…». Και ίσως έχει δίκιο να το ισχυρισθεί, γιατί όταν ένα άτομο το οποίο από τα παιδικά του χρόνια για να ικανοποιήσει την ανάγκη του να ξεχωρίσει από τους άλλους επιλέγει να γράφει ανορθόγραφα το όνομά του (δηλαδή επιλέγει το λάθος αρκεί και μόνο να διαφέρει), τότε αυτό το άτομο, ακόμα και στην διαπραγμάτευση, εκείνο που προτάσσει είναι τα στοιχεία της επικοινωνίας που προβάλουν το «εγώ» του – που ίσως είναι και λάθος- και όχι το κοινό, ρεαλιστικό, καλό. Και φυσικά, αυτό αποτελεί κίνδυνο για τη χώρα. Κίνδυνο που είναι αντιληπτός στους πέραν του Ατλαντικού συμμάχους μας οι οποίοι, επιδεικνύοντας ένα μοναδικό και πρωτοφανές ενδιαφέρον για την ελληνική κυβέρνηση, αναγκάζονται να κάνουν σε εβδομαδιαία βάση παρεμβάσεις.
Και αν σήμερα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης προβάλουν εν είδη «ροκ σταρ» τον κ. Βαρουφάκη λόγω της διαφορετικότητάς στην συμπεριφορά του, δεν θέλουν και πολύ για να αλλάξουν στάση, αν μάλιστα το κοινό τους δείξει στοιχεία κόπωσης, για να παρουσιάσουν τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών ως μέλος του γνωστού Θεάτρου Σκιών… Και αυτό θα είναι κρίμα μεν για τον κ. Βαρουφάκη, αλλά για την Ελλάδα θα είναι τραγικό…
Απαιτείται λοιπόν περισσότερη σοβαρότητα, περισσότερη δουλειά και λιγότερα λόγια. Γιατί τα πολλά λόγια δημιουργούν ενίοτε και λάθος εντυπώσεις που με τη σειρά τους προκαλούν αντιδράσεις, όπως αυτή του κ. Γλέζου που συντάραξε και συνταράσσει το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος.
Δεν ξέρω πώς θα κλείσει η τελική συμφωνία, αλλά από όσα ειπώθηκαν στις αλλεπάλληλες συνεντεύξεις του κ. Βαρουφάκη από την Παρασκευή έως χθες, μάλλον δεν ισχύει ο ισχυρισμός του Μαξίμου ότι ο κ. Γλέζος κατάλαβε λάθος. Και μπορεί το λάθος που κατάλαβε ο κ. Γλέζος να είναι σωστό για τη χώρα, ωστόσο το κυβερνητικό οικοδόμημα ταρακουνήθηκε αρκετά από τα ρίχτερ που προκάλεσαν οι δηλώσεις του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς και νυν ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί οι δηλώσεις Γλέζου ή αν μπορούν να αποφευχθούν ανάλογες αντιδράσεις στο μέλλον, αφού η συμφωνία «γέφυρα», δεν είναι γέφυρα για την κατάργηση του β΄μνημονίου, αλλά γέφυρα για την εφαρμογή του γ΄ μνημονίου.
Η εύκολη αντιπολιτευτική απάντηση είναι ότι «όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες», όμως είναι πολύ ρηχή και δεν ταιριάζει στην κρισιμότητα της κατάστασης. Και είναι παρήγορο που αρκετά στελέχη της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης δεν ακολουθούν αυτήν την τακτική, αλλά περιμένουν την διατύπωση της τελικής συμφωνίας. Γιατί η περαιτέρω όξυνση από την πλευρά της αντιπολίτευσης και διάφορες ειρωνικές δηλώσεις το μόνο που θα έκαναν θα ήταν να περιχαρακώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στις προεκλογικές του εξαγγελίες, να λειτουργήσει και η κυβέρνηση αμυντικά, και να δυσκολέψουν τη διαπραγμάτευση και την προσγείωση στον ρεαλισμό που τόσο έχει ανάγκη η χώρα.
Ο κ. Τσίπρας οφείλει, με το κλείσιμο της συμφωνίας, όχι μόνο να ενημερώσει τον ελληνικό λαό αλλά και να ασκήσει την αυτοκριτική του για τα όσα ανεδαφικά εξήγγελε προεκλογικά. Δεν του ζητάει κανείς να πει συγγνώμη σε όσους αποκαλούσε εθνικούς μειοδότες – αν και θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη- ούτε να διαγράψει το πρόγραμμά του για το όποίο άλλωστε τον ψήφισε ο ελληνικός λαός. Δεδομένων, όμως, των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί σε βάρος της χώρας στα διάφορα fora του εξωτερικού, θα πρέπει να υιοθετήσει τη θέση ότι τα προεκλογικά προγράμματα εφαρμόζονται σε βάθος τετραετίας. Και τη θέση αυτή οφείλει να την υιοθετήσει και το κόμμα του και η κοινοβουλευτική του ομάδα αλλά και οι συνεταίροι του στην κυβέρνηση. Διαφορετικά θα παλεύει ανάμεσα στο εσωτερικό και εξωτερικό μέτωπο. Και όταν στο εσωτερικό των κομμάτων τα οποία στηρίζουν μια κυβέρνηση υπάρχουν αμφισβητήσεις για την αποτελεσματικότητά της, είναι λογικό να αποδυναμώνεται και η κυβέρνηση. Μια αδύναμη κυβέρνηση, όμως, είναι δύσκολο να υπηρετήσει με επιτυχία τον στόχο μιας σκληρής εθνικής διαπραγμάτευσης.
Οφείλει, λοιπόν, η κυβέρνηση να ασχοληθεί περισσότερο με την ουσία και λιγότερο με την… επικοινωνία. Διαφορετικά το κλίμα θα αντιστραφεί γρήγορα και τότε τα επικοινωνιακά προβλήματα της κυβέρνησης θα καταλήξουν εθνικά προβλήματα της Ελλάδος.