γράφει ο Δρ.φ. Φώτιος Χρήστου
Είναι σίγουρο πως καμιά απόφαση δεν είναι χωρίς τίμημα,γιατί καμιά επιλογή δεν είναι αλάνθαστη. Ωστόσο η ασφαλής παιδεία δύναται να διαμορφώσει κατά τρόπο επιτυχή το αποφασίζον άτομο, ώστε να λαμβάνει σωστές αποφάσεις. “Πλάτων Νόμοι 643a-644b”
Ας δημιούργησουμε τον κόσμο, έχουμε τα μέσα και την τέχνη.
Οι αριθμοί ως γνωστόν, όπως και οι ιδέες, έχουν κοινή ιδεολογική προέλευση και διαθέτουν στο γενικό και ειδικό γλωσσικό κώδικα ταυτόσημη δυναμική προοπτική , γιαυτό δύνανται ως μεγέθη να μετατίθενται από το ένα σημασιολογικό πεδίο τους στο άλλο και ως επικοινωνιακά σημεία να καθορίζονται από την αναγκαία διαπερατή εννοιολογική τους περιοχή.Έτσι από την αφετηρία της ύλης, που παραπέμπει στην ποσότητα και αποδίδει σημασιολογικά τις εμπράγματες διαστάσεις της πραγματικότητας, απορρέει η τάξη των πραγμάτων και προκύπτει η ποιοτική τους μετάπλαση. Γίνεται συνεπώς φανερό πως η γλώσσα των προσδιοριστικών στοιχείων της αριθμητικής με την ακριβή και καθαρή σημασία τους προηγείται αλλά και έπεται του διακείμενου αναλυτικού επικοινωνιακού λόγου αλλά και καθορίζεται βεβαίως από το εννοιολογικό περιεχόμενο των σημαινομένων τους. Πρόκειται δηλαδή για υψηλής αξίας συλλογιστικά φαινόμενα, των οποίων οι εννοιολογικές τους λειτουργίες διαμορφώνουν όλο το επίπεδο της κατανόησης του λόγου.Και αυτό ασφαλώς αρκεί κανονιστικά να καθορίζεται το είδος των προσδιοριστικών επιλογών κατά τη χρήση τους και να επιλέγεται ο τρόπος τους, ώστε από τους αριθμούς να συλλαμβάνονται οι λέξεις και το αντίστροφο.
Η αναντικατάστατη αυτή σχέση εννοιών και αριθμού γίνεται αναμφιβόλως κατανοητή από την κατηγορική σημασία της απόφασης, η οποία ως δραστικός, καινοτόμος, τροποποιητικός και περιγραφικός όρος του εσωτερικά και ιδεολογικά εκφραζόμενου υποκειμένου επενεργεί σε κάθε προσδιοριστικό χαρακτηρισμό της γλώσσας του. Είναι θα λέγαμε η απόφαση ο δείκτης εκείνος, που αποκαλύπτει την περιφερειακή αλλά και τη σημασιολογική ταυτότητα των εννοιών του πνευματικά δρώντος υποκειμένου και αποτελεί βεβαίως το μέσο, που συνιστά τον θεωρητικό και πρακτικό συντελεστή της πραγματικότητας του, όπως ακριβώς αποδίδεται με το συλλογιστικό της μέτρο .Έτσι η απόφαση ενέχει τη λειτουργική αναντίρρητα θέση του γλωσσικού εκείνου συντελεστή, ο οποίος ως εκφραστικό στίγμα σημαίνει το μήκος, το πλάτος και το βαθμό του περιεχομένου όλων των όρων, που συνθέτουν την κεντρική και την επιμέρους ανθρώπινη σκέψη.
Κατ’ αυτή την έννοια η απόφαση συνιστά μια νέα αλλά και μια συμπληρωματική γλώσσα, η οποία ουσιαστικά εμφαίνει το πολύ και το λίγο των εννοιών και η οποία προεκτείνει τη φύση, τη χροιά, το πνεύμα και τον ουράνιο χώρο της ήδη υπάρχουσας βιωματικής συλλογιστικής του ατόμου. Είναι επίσης η απόφαση το όργανο, που αποδίδει τις αποχρώσεις των κεντρικών σημασιών της έκφρασης και η δύναμη, που δηλώνει το χρωματικό σημείο της γλωσσικής σήμανσης, ώστε να περιγράφεται πάντα η φυγόκεντρη τάση των θέσεων και των σχέσεων των όρων στο λόγο. Από αυτή τη σκοπιά θεωρούμενη η απόφαση είναι ο εννοιολογικός καταλύτης της συγκροτημένης αποτύπωσης της σκέψης, η οποία κυριολεκτικά αποδίδεται με τις λεπτομέρειές της, και εκδήλώνεται με τις αριθμητικές παραμέτρους των ποσοτικών προσδιορισμών της γλώσσας.
Έτσι η απόφαση τελεί σε κίνηση αλλά και δημιουργεί το φανταστικό στη σημασία της λέξης ορίζοντα, ο οποίος αντικαθρεφτίζει την ποικιλία των συμφραζομένων στο λόγο και επιτρέπει στη γλώσσα να υπονοεί και έμμεσα εννοιολογικά να υπερβαίνει τη δυσκολία της, η οποία δημιουργείται κυρίως από τη φύση της και εντείνεται από το περιοριστικό μέγεθος της απόστασης των εννοιών κατά την έκφρασή τους. Η απόφαση για παράδειγμα των ανθρώπων ορίζει το χαρακτήρα συνήθως των δεσμών με τον εαυτό τους και τους άλλους, αφού στα πράγματα την ουσία την καθορίζουν η φύση τους και τον χαρακτήρα τους τον προσδιορίζουν οι ποσοτικές συντεταγμένες τους. Η φωτιά δηλαδή έχει την οντολογική της σημασία μόνο στο υποκείμενο εκείνο, που αποστασιακά γειτνιάζει μαζί της, τη βιώνει ως άμεση εμπειρία και τη σκέπτεται. Ανάλογα ορίζεται και η έμπεδη ηθική, η οποία νοηματοδοτείται από το βαθμό της εγγύτητας των φαινομένων και καθορίζεται από τον κατηγορικό χαρακτήρα της απόστασης και της σχετικής μαζί της απόφασης. Συνεπώς δυο άτομα στην περίοδο των ασύμβατων αποστάσεών τους δεν έχουν ηθική συνάφεια, ενώ στην εποχή των συντομευμένων θέσεων τελούν σε άμεση ουσιαστικά αλληλοεπιδραστική σχέση απόφασης.
Αυτό σημαίνει πως οι εποχές καθορίζονται από τον έλεγχο των υπαρξιακών τους διαδρομών και επηρεάζονται από το βαθμό της αντιμετώπισης των οντολογικών των ανθρώπων αποστάσεων και αποφάσεων. Και είναι τούτο στην περίπτωση εννοιλογικά σημαντικό, γιατί είναι δυνατό να αλλάξεις τον άνθρωπο, εάν αλλάξεις την απόστασή του από τα πράγματα και εάν αυξομειώσεις το διάστημα του από τον άλλο άνθρωπο και την απόφασή του για εκείνον. Συνεπώς η δυναμική πάντα ηθική, που αποστασιακά και συλλογιστικά ορίζεται, συνθέτει το χαρακτήρα της ζωής και αποκαλύπτει μυστικά, πως η ποιοτική της διαχείριση απαιτεί ικανή απόσταση για την προστασία του ανθρώπου από την τριβή και τη συρρίκνωση του μεγέθους της, προκειμένου να αποφευχθεί το επικίνδυνο κενό που προκαλεί το αγεφύρωτο χάσμα της. Απαιτείται δηλαδή για την αγαθή απόσταση και η απόφαση για το προστατευτικό εκείνο διάστημα, που εξασθενίζει την επικίνδυνη βία και ταυτόχρονα χρειάζεται η ανθρώπινη αυτή απόσταση και απόφαση της ευγενούς συνύπαρξης, όπως απαιτεί η αρχή της αρετής του ελαχίστου και επιτάσσει η απόφαση του συνοικούντος της απείρου.
Είναι συνεπώς κατανοητό πως την απόφαση την ορίζουν τα πράγματα και τη σημαίνουν η ανάγκη αλλά και την επιβάλλει η πραγματικότητα.Ο ρόλος της επίσης καθορίζεται από την ποιότητα του πολιτισμού και προσδιορίζεται από το βαθμό της ανθρώπινης ελευθερίας. Απορρέει δηλαδή η απόφαση από την κεντρική θέση του ανθρώπου στη ζωή, η οποία την εμπλέκει ως κεντρικό και αναπαλλοτρίωτο στοιχείο της.Έτσι εξηγείται και η κατάχρηση αυτού του μεγέθους κυρίως, όταν παραιτείται το άτομο από κάθε υπεύθυνη πράξη του και φυσικά όταν ανατίθεται η διεκπεραίωση της σκέψης του σε άλλους. Κι αυτό γιατί η απόφαση απαιτεί για την εντέλειά της την τάξη,την εποπτεία, την πράξη αλλά και επιβάλλει τη συνεχή μάχη για αξιοπρεπή διεύρυνση του ανθρωπογενούς μέγεθούς της. Αντιθέτως η μικρόψυχη θεώρησή της σμικραίνει το υλικό και θεωρητικό πεδίο της, το οποίο ορίζει εκτός των άλλων και τη σχέση του ατόμου με τα πράγματα.Μ’αυτό τον τρόπο αναπόφευκτα ακυρώνεται η απόφαση, γιατί αναλώνεται με τα επιμέρους. Επακόλουθο αυτού η απόφαση, που συνιστά αδιαμφισβήτητη υπαρξιακή παράμετρο του ανθρώπου, δεν αποτυπώνει την ολική ισορροπία του, ούτε καθορίζει τη σκέψη και τις ενστάσεις του .
Πρόκειται τότε ουσιαστικά για διαδραστική φθορά και για τρόπο, που εμποδίζει την διευθέτηση του εσωτερικού κόσμου του ατόμου, αλλά και για έλλειμμα της πνευματικής του τέχνης εξαιτίας της οποίας δεν ανευρίσκει το προβληματικά συνήθως σκεπτόμενο άτομο τον εαυτό του. Αντιθέτως η απόφαση που ερείδεται στον νηφάλιο λόγο και προέρχεται από την συμμόρφωσή της στις προβλεπόμενες συνέπειές της, διασφαλίζει την επιτυχία των σκοπών της και προστατεύει το άτομο από τα τραυματικά του λάθη. Είναι στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση το αποτέλεσμα της οργανωμένης εκείνης γνώσης, η οποία επενδύεται, ώστε να τελεσφορήσουν οι σκοπούμενες από το αποφασίζον άτομο προσπάθειες.Η απόφαση δηλαδή δεν είναι η διανοητική του εκείνη πράξη, που απέχει από τα διαμορφούμενα γεγονότα του αλλά τα προϊόντα των έργων του κυρίως που διαμορφώνουν ουσιαστικά τις διαθέσεις του και υπαγορεύουν τις υπαγορεύσεις του.
Η δύναμη του ανθρώπου συνεπώς έλλογα να παρεμβαίνει στον κόσμο ανάγουν την απόφασή του σε διαμορφωτική επιλογή, ικανή να τον συνδέσει άρρηκτα με το σύνολο και δυνατή να τον καταστήσει υπόλογο των κοινωνικών του εκδηλώσεων. Μεταβάλλεται έτσι η απόφαση σε αξιολογικό κριτήριο, με το οποίο προθεσιακά και πρακτικά αποτιμάται το άτομο και αναδεικνύεται σε μέσο, με το οποίο κρίνεται για την συλλογιστική στάση του στον κόσμο . Η σχέση αυτή της απόφασης με την δυναμική κοινωνική υπόστασή του ατόμου ως εχέφρον υποκειμένο, που τάσσεται υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης στο περιβάλλον, αναδεικνύει αυτή τη νοητική στη βάση της πράξη σε κεντρική φύση του ανθρώπου, χάριν της οποίας συνολικά αποκαλύπτεται και μέσω της οποίας ουσιαστικά ως νοήμον υποκείμενο πολιτεύεται έναντι του εαυτού του και απέναντι στους άλλους. Κατά συνέπεια η απόφαση είναι η υπαρξιακή εκείνη αντίδραση της ανθρώπινης προσαρμογής στον κόσμο, που απαιτεί τη συμμόρφωσητου ατόμου στο περιβάλλον και συνάμα συνιστά την έκφρασή του, που αποτυπώνει τη διαφοροποίησή του, ώστε η πραγματικότητα να φέρει τη σφραγίδα της επιλογής του. Κατ’αυτή την έννοια η απόφαση αποτελεί τον ατομικό αριθμό του ατόμου ως σκεπτόμενου υποκειμένου και συνιστά τη φυγόκεντρη και την κεντρομόλο κίνησή του, που τον συντάσσει με την κοινή απόφαση της μαζικής κοινής γνώμης αλλά και τον διασώζει από την ανώνυμη αλλοτρίωσή της.
Γίνεται ως εκ τούτου φανερό πως η απόφαση είναι φυσική εκδήλωση του ανθρώπου, που απαιτεί ανάλογη συγκρότηση και συνιστά την απάντησή του στα ενεργητικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος του, που του επιβάλλουν μια δυναμική ισορροπία μαζί του. Επομένως η απόφαση είναι μια συνεχής αναβάθμιση της επικοινωνίας του αποφασίζοντος ατόμου με τον εξωτερικό του κόσμο, χάριν της οποίας διανοίγεται η προοπτική του για βιώσιμη συνύπαρξη μαζί του.Έτσι η απόφαση λαμβάνει τη μορφή της ζητούμενης υπαρξιακής έκφρασης του ανθρώπου και ενέχει τον χαρακτήρα της καθαρής βιούμενης τελετουργίας της ζωής του. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να εξασφαλίζει κανείς τη ζωή για να σκέπτεται και πως οφείλει να κατακτά τη σκέψη του για να ζει.
Πράγματι κάθε ανθρώπινη απόφαση είναι συνυφασμένη με τη θεμελιακή λειτουργία της επιβίωσης του σκεπτόμενου ατόμου και είναι συνδεδεμένη με την αέναη ροή της ύπαρξης του,όπως βεβαίως φαίνεται κατά τη στιγμή ,που θεάται τον κόσμο και όπως αναπότρεπτα αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια της σκέψης του και της απόφασής του, που πάντα σε μικρό ή μεγάλο βαθμό αναπλάθει με τον ίδιο τρόπο τη φρόνιμη ύπαρξη, και εναρμονίζει με ασφάλεια τις αντιδράσεις της αναδημιουργίας της. Εδώ η απόφαση ταυτίζεται με την εκρηκτική έκφραση της ανθρώπινης φύσης, η οποία απαιτεί δια της επαναστατικής της εκδήλωσης να εξελιχθεί για να χωρέσει συμπαθητικά και δυναμικά την ανθρώπινη ζωή.Έτσι η απόφαση ανάγεται σε κορυφαία αντίδραση του ατόμου απέναντι στην σκληρή αιτιότητα του περιβάλλοντός του, που με τη σκληρή λογική της πραγματικότητάς του εκθέτει κάθε έλλογη ύπαρξη στην ορμητικότητα της αναγκης της.
Αναμφίβολα η απόφαση ως πράξη υψηλής συνείδησης και ως στάση ανυποχώρητης διάθεσης για το εφικτό, το βέλτιον, το προσδοκώμενο και το άρτιον του ανθρώπου σκοπό μεταβάλλεται σε ορθολογική και οργανωμένη αντιπαράθεσή του πρωτίστως με τον εαυτό του και δευτερευόντως με τον συντεταγμένο στην τυφλή του κανονικότητα κόσμο, που επιβάλλεται με το όλο, τη μάζα, τη δύναμη και τον ασύλληπτο όγκο του. Ως εκ τούτου γίνεται φανερό πως η απόφαση είναι η πιο ιδανική ανυποχώρητη, ασυμβίβαστη και όμορφη άρνηση της έλλογης ζωής να υποταχθεί στην ακατέργαστη βία των πραγμάτων και συνιστά την αντίδρασή της να αποποιηθεί την έξυπνη τέχνη της, που της επιτρέπει να ελευθερώνεται και τη βοηθά να ορίζεται από τις πράξεις της και ως γνωστική και νοούμενη οντότητα να πραγματεύεται στην ουσία με τον εαυτό της.
Επειδή για νικήσεις το παρόν πρέπει νικηφόρα να ελέγξεις το μέλλον, η απόφαση συνιστά την έμφρονα συνεπαγωγή των βεβαίων εκτιμήσεων μας, που λαμβάνουν υπόψιν τις σταθερές προβλέψεις μας για τα διαμορφούμενα πράγματα και επισκοπούν με σωφροσύνη τους απρόβλεπτους αιφνιδιασμούς του επόμενου και αδιάσπαστου αδιάνυτου χρόνου μας, όπως η διάρκεια αυτή συνδέεται με το εφήμερο σύμπαν των ημερών μας. Από αυτή την οπτική θεωρούμενη η απόφαση θα λέγαμε ότι είναι η δράση μας εκείνη, που αναδεικνύεται από την τολμηρή μας εποπτεία του αγνώστου και συγκροτείται από τη σύλληψη του ασχημάτιστου καιρού μας αλλά και μορφοποιείται από την καινοτόμο κρίση μας, που συνθέτει τις αληθινές αναλαμπές μας. Αυτό σημαίνει πως η απόφαση είναι κάθε επίπονη και γεναία προσπάθεια μας να κινηθούμε ανάστροφα στη ζωή, ώστε από το πολύ να φτάσουμε στο λίγο και το αντίστροφο.Έτσι με την απόφασή μας είμαστε απόγονοι των επιγόνων μας και ως εκ τούτου αρχή ενός αδυσώπητου τέλους, το οποίο λόγω της εμπλοκής του στο παρόν μεταμορφώνεται σε κόσμια επικαιρότητά μας.
Είναι φανερό πως μεταξύ των συναισθημάτων και της απόφασης υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση, που αυτοματοποιημένα και αντανακλαστικά συνθέτουν κάθε υπαρξιακό μας βίωμα. Κατά συνέπεια η συγκίνηση επιδρά αντιστρόφως ανάλογα στη νόηση, ενώ η σκέψη δρα περιοριστικά και ανασχετικά στην άκρατη θυμική μας έξαρση. Πράγματι ο νουνεχής άνθρωπος περιορίζει την παρόρμηση και εκλογικεύει το ηφαιστειακό του αίσθημα. Αντίθεται το συναισθηματικά κινούμενο και το εσωτερικά ενεργόν υποκείμενο στερείται της αναγκαίας για τη σωστή απόφαση του αυτοσυγκράτησης και πρακτικά αντενεργεί σε κάθε λογική του διάθεση.Σ αυτή την περίπτωση η απόφαση ανήκει σε ένα κόσμο, που δεν διευθετείται από τη νηφάλια σκέψη και δεν αναπτύσσεται σε ένα καθαρό και ψυχρό συγκινησιακό περιβάλλον.Έτσι κάθε απόφαση παρότι προκύπτει ως φυσικό επακόλουθο της δύναμής μας να κυριαρχούμε στον ασίγαστο, ατίθασο και αυθόρμητο κόσμο μας, ωστόσο αγνοεί τον τρόπο εκείνο, ώστε φρόνιμα και προνοητικά κάθε άτομο να πολιτεύεται και να διασώζει την πραγματικότητά του, πριν βεβαίως τη θέσει στις περιπέτειες του ανεξέλεγκτου και επικίνδυνου συναισθηματισμού του.
Ωστόσο η απόφαση και το συναίσθημα έχουν ως αλληλοακυρούμενες στην έκφραση και στη νοηματική φορά εκδηλώσεις και τη δύναμη να αλληλοσυμπληρώνονται. Αναμφίβολα η απόφαση εκκινεί από τη διάθεση του ανθρώπου να πράξει τι, ώστε να οικειωθεί την πραγματικότητά του και να αυξήσει τα πλεονεκτήματα της επιβίωσής του.Και αυτό συμβαίνει κυρίως με κάθε μεγάλη συλλογιστική του τομή, η οποία συντίθεται από μικρούς στην αρχή ενδοιασμούς και πολιορκείται από άτολμες σκέψεις, που διαμορφώνουν βεβαίως το κλίμα της μεγάλης άρσης και της υπαρξιακής του θέσης.Γίνεται εδώ φανερό πως η απόφαση προκύπτει ως παράγωγο άλλων αποφάσεων, που προεκτείνουν σε έκταση και σε βάθος τα ανθρώπινα διλήμματα και συνιστά αποτέλεσμα των αδιεξόδων, που εξωθούν τον άνθρωπο στον πολιτισμό των αποφάσεων. Πρόκειται ασφαλώς για το πρωθύστερο μιας δράσης χάριν της οποίας ενοποιείται λογικά και επομένως υπαρξιακά κάθε νοούμενο υποκείμενο, ώστε να καταλαμβάνει τον κυρίαρχο και κεντρικό ρόλο στον συνειδητό και ανθρωποκεντρικό του κόσμο.
Και όλα αυτά βεβαίως γιατί η απόφαση προυποθέτει και απόφαση για την απόφαση και μια σειρά αποφάσεων ώστε να αντιμετωπίζονται αποφασιστικά οι παρεκλινουσες αποφάσεις.Έτσι η απόφαση συνέχει όλο το γνωστικό σύμπαν του αποφασίζοντος υποκειμένου χωρίς ωστόσο να ορίζει και να ικανοποιεί την αναγκαιότητά του.Πράγματι ο Πλάτων στον Τίμαιο (29b-31b) επιβάλλει ως αναγκαία τη χρήση του εικότος λόγου, γιατί ο κόσμος είναι έλλογο και έμβιο ον και πλήρες άτομο με μοναδική νόηση. Ωστόσο χρειάζεται για να αυτοτελειωθεί ο άνθρωπος τη γόνιμη διάθεση,η οποία ως γνωστόν οδηγεί στην πραγμάτωση του συλλογιστικού βηματισμού του και η οποία του επιτρέπει να προβεί στην ορθή εκείνη πράξη του, που με την ευπρέπεια της σεμνής προσδοκίας και την αξιοπρεπή εκτέλεσή της τον διευκολύνουν προκειμένου να ασκείται και να επαληθεύεται ως υπαρξιακή και πολιτισμική οντότητα, που χωρεί ανάμεσα στα λάθη του και διασώζεται από το ακατέργαστο ένστικτο και τον ασυνάρτητο παρορμητισμό του.
Αυτό σημαίνει πως για να υπάρξει ο άνθρωπος ως άνθρωπος πρέπει να μετέλθει της αδιάκοπης διαδικασίας της ευγενούς σκέψης του, σύμφωνα με την οποία όλα προκύπτουν κατά τρόπο επάλληλο και απελευθερωμένο από τη θυμική του εξάρτηση. Έτσι το λογικά οργανωμένο άτομο συνειδητά ή ασυνείδητα συνομιλεί με το περιβάλλον του, ψύχραιμα και φρόνιμα αντιδρά στα ερεθίσματά του, αναπτύσσει στρατηγικές διαχείρισης του εξωτερικού και εσωτερικού του κόσμου, ανακαλύπτει τα εφικτά στην τροποποίησή του σημεία και διαμορφώνει σχέδια, που είναι ικανά να τον μεταβάλλουν κατά τρόπο επωφελή για το εαυτό του υποκείμενο.Γίνεται φανερό εδώ πως η απόφαση είναι η αρχή και το επιστέασμα της νουνεχούς πορείας του ατόμου, που συντελείται και ολοκληρώνεται πριν από την επίπονη και πραγματική του εμπειρία.Τότε βεβαίως αξιολογείται και η ορθότητα κάθε βιούμενης επιλογής του, η οποία αποτιμάται ανάλογα και με το βαθμό της πρόβλεψής της.
Αυτό σημαίνει πως η απόφαση κρίνεται σύμφωνα με το αποτέλεσμα ενός εγχειρήματος, για το οποίο το υποκείμενο καλείται εκ των προτέρων να διαγνώσει και δραστικά να οργανώσει ώστε επιτυχώς να εκτελέσει. Από τη σκοπιά αυτή θεωρούμενη η απόφαση ελέγχεται για το συλλογιστικό διασκελισμό της, ο οποίος δεν είναι πάντα συμβατός με το υποκείμενο. Η απόφαση για παράδειγμα της προσήλωσης του ανθρώπου στην μυστική μεταφυσικότητα του δεν εντάσσεται στην αντισταθμιστική μόνο πραγματικότητα των έμπεδων και ορατών του συλλογισμών. Κι αυτό γιατί η εν προκειμένω απόφαση διασταυρώνεται με την υπαρξιακή του εκείνη έφεση για το υπερφυσικό, ώστε να συνενώνεται κατά την λήψη της το κατανοητό και το ασύλληπτο στοιχείο της ζωής και να έπεται αλλά και να προηγείται η απόφαση του ανθρώπινου βιώματος.
Είναι χωρίς αμφιβολία δυσδιάκριτη σ’αυτή την περίπτωση η έννοια της θυμικής πραγματικότητας και η σημασία της έλλογης αποφασιστικότητας του ανθρώπου, η οποία θα λέγαμε δεν διαθέτει συνήθως φιλικά και κατανοητά για το αποφασίζων υποκείμενο όρια. Ακόμη δηλαδή και στην ιστορική απόφαση του Ρουβίκωνα η λογική εντελέχεια εμπλέκεται με τον συναισθηματικό κόσμο του υπεριστορικού υποκειμένου, αφού ο ήρωας διαισθητικά στην αρχή, αποφασιστικά στη συνέχεια αναλαμβάνει την ευθύνη να μετουσιώσει σε πράξη ένα λογικό συναίσθημα, που εμφανίζεται ως βούληση, μεταβάλλεται σε απόφαση και ενσαρκώνεται σε ιστορικό στη ακολουθία έργο.
Πρόκειται για μια σύνθεση στην οποία το συνάισθημα, ο λόγος και η πράξη τηρούν το ισόρροπο αλλά και επαναστατικό μέτρο.Έτσι η απόφαση ως προιόν γνώσης επάγει κατά τον ακριβή λόγο της αρτιότητας στην ορθοπραξία της σκέψης, η οποία βεβαίως επαληθεύει την αλάνθαστη συγκρότησή της. Διαφορετικά διαμορφώνεται μια ατελέσφορη πρακτική, της οποίας η ειλημμένη απόφαση δεν στηρίζεται στη γνώση του “βέλτιστου”όπως λέει ο Πλάτων στον Αλκιβιάδη (146d-147b).Έτσι εξηγείται η επίκριση από το Σωκράτη της γνωστής μεθόδου του Πώλου, ο οποίος αποφεύγει για την απόφαση τη χρησιμοποίηση της διαλεκτικής και παραθεωρεί στη δράση το δημιουργικό και αντιμαχόμενο λόγο.Όλη δηλαδή η πολιτισμική πολεμική για τους κλασικούς στηρίζεται στο διαχρονικό πνεύμα, το οποίο, όταν ηθικά επενδύεται και συνετά μορφοποιείται σε ανθρώπινες αποφάσεις, οδηγεί τότε στην ενάρετη κοσμική του ατόμου κορυφή. Σε αντίθετη περίπτωση και υπό το κράτος της νοσηρής απόφασης εξωθείται το άτομο σε επικίνδυνους ατραπούς της ζωής του.Είναι αναμφίβολα τούτο μια απλή και πολύπλοκη ταυτόχρονα δομή του αισθητηριακού, του συνασθηματικού και του πνευματικού κόσμου του ανθρώπου, κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται κάθε υπερβολή του, που διαταράσσει την αποφαστική του τάξη και η οποία ανατρέπει τη δυναμική σχέση της απόφασης και του αποτελέσματός τη.
Είναι γεγονός πως η ανεύρεση της συνάρτησης της πραγματικότητας με τη σχέση κάθε επεξεργασίας της κρίνει τελικά και το αποτέλεσμα κάθε απόφασης.Αυτή τη συνάφεια πραγματεύεται και ο Πλάτων στο Γοργία, ο οποίος δια μέσου των αντιθέσεων του Καλλικλή ορίζει τους εννοιολογικά “κρείτονες” και τους διακρίνει από τους “βέλτιστους”“Πλάτων Γοργίας491a-492c.”Δε χωρά αμφιβολία πως η απόφαση προκύπτει ως αναγκαστική συνεπαγωγή της κοινωνικής φύσης πρωτίστως του ατόμου με τον εαυτό του, ο οποίος στην προσπάθειά του να εμπεδώσει το λόγο του και να επεξεργαστεί τον εσωτερικό και εξωτερικό του κόσμο κατά τρόπο φίλιο μαζί του κινείται δυναμικά και τίθεται σε δοκιμασία. Ωστόσο η απόφαση από πράξη λύτρωσης μετατρέπεται πολλές φορές σε αγωνιστική περιπέτεια με αβέβαιη συνήθως έκβαση.Και αυτό γιατί η απόφαση είναι προσωπική δράση του σκεπτόμενου υποκειμένου, ακόμη και εάν παράγει αυτή τη δράση ως αποτέλεσμα πολλών εξωτερικών του επιδράσεων.
Γίνεται φανερό πως η καθοριστική αυτή στάση του ατόμου στα πράγματα εισάγει την ασυμβίβαστη εκείνη διαλεκτική του, η οποία χωρεί από τη συμφωνία και τη διαφωνία του με τα πράγματα ως την αδιέξοδη ανάγκη της σύγκρουσης του με την ίδια τη φύση της απόφασης. Πράγματι χρειάζεται πάντα και η απόφαση για την απόφαση, η οποία αποδεικνύεται πιο δύσκολη πράξη από την αρχική εναντίωση του αποφασίζοντος υποκειμένου στον ελλειμματικό και επιδεκτικό βελτίωσης κόσμο του.Έτσι η συνείδηση της ανάγκης να ανατραπεί η κατάσταση και να αντικατασταθεί από ευνοικότερη για το άτομο πραγματικότητα επιχειρείται με μια επιλογή, η οποία κινείται στον απροσδιόριστο στην ουσία χρόνο του μέλλοντος, που εν πολλοίς είναι αόρατος και δυναμικά ανεξέλεγκτος.Συνέπεια αυτού και λόγω των περιορισμένων πάντα δεδομένων η απόφαση εκθέτει το άτομο σε προβληματικές καταστάσεις. Κυρίως η εσφαλμένη έκβαση αυτής της επιλογής οφείλεται στη θυμική αξιολόγηση των πραγμάτων και σχετίζεται με την παραθεώρηση της εσωτερικότητας της πραγματικότητας.
Όσον αφορά στο χρόνο τώρα της απόφασης και στο ουσιαστικό αίτιο της λήψης της, η απάντηση ενέχει σοβαρή σχέση με την αντίδρασή της και λογική συνάφεια με την ώριμη ή πρόωρη συγκρότησή της. Τίθεται δηλαδή εδώ το εύλογο ερώτημα περί της χρονικής αφετηρίας της εκδήλωσης της αποφασιστικής πράξης και διατυπώνεται η σχετική απορία για τη συνάρτησή της με την ολοφάνερη ύπαρξη της ανάγκης της. Αυτό σημαίνει πως πάντα υπάρχει η αξεπέραστη αμφιβολία και ουσιαστικά επενεργεί δραστικά η ατελέσφορη αμφιταλάντευση, η οποία υποχρεώνει το αποφασίζον άτομο, να κινείται μεταξύ της αναγκαστικής επιβαλλόμενης από την πίεση των πραγμάτων αντανακλαστικής απόφασης, η οποία προκύπτει ως φυσικό επακόλουθο της πραγματικότητας και της απόφασης που λαμβάνεται πριν διαμορφωθεί ο εξαιρετικός κόσμος της κρίσης και της ολοκληρωμένης προβληματικής διάστασης του ατόμου απέναντί της.
Σε κάθε περίπτωση η απόφαση εξελίσσεται σύμφωνα με τους κανόνες της αρχής της δράσης και της αντίδρασης, η οποία παράγει για το υποκείμενο και το περιβάλλον του αποτελέσματα. Εδώ γινεται εμφανής η ηθική διάσταση της απόφασης, η οποία ως ατομική ή ως συλλογική πράξη συνεπάγεται ένα ακέραιο τίμημα για το ενεργητικό υποκείμενο που την παράγει και σχετίζεται μ’αυτόν τον τρόπο με την κανονιστική του νομιμοποίηση. Ωστόσο συμβαίνει πολλές φορές το άτομο που αποφασίζει να μεταθέτει τις ευθύνες του στους άλλους ή να αναμένει την εκδήλωση μιας απόφασης από παράγοντες που διαμορφώνουν το κατάλληλο για τη σχετική εμφάνισή της κλίμα.
Συμβαίνει πολλές φορές να λαμβάνεται και απόφαση, ώστε να αποτραπεί κάποια απόφαση, γιατί η συγκρότησή της συντελείται με βάση την ωριμότητα της ανάγκης της. Σ’αυτή την περίπτωση η πρακτική αντιμετώπισης της κρίσης ακολουθεί την αιτιώδη τάξη των πραγμάτων και πειθαρχεί στη βία των αδιεξόδων, που δημιουργεί η πυκνή και η αδιαπέραστη πολλές φορές πραγματικότητα. Επομένως γεννιούνται και οι συνθήκες εκείνες, που εξωθούν το άτομο σε εσφαλμένες αποφάσεις και διαμορφώνονται οι καταστάσεις που οδηγούν σε ελλειμματικές από ψυχραιμία αντιδράσεις του. Προιόν αυτού του φαινομένου είναι δυστυχώς και η ένταση των προβλημάτων, που επιχειρεί η άστοχη απόφαση να διαχειριστεί αλλά και η πληθωριστική αύξηση των απαραίτητων στη συνέχεια αποφάσεων.
Ενδεχομένως μ’ αυτή τη νοσηρή εξέλιξη να δημιουργείται και μια προβληματική συνήθεια, η οποία διαρκώς εκθέτει το άτομο που αποφασίζει σε μεγαλύτερο από τα προβλήματα της πρακτικής των αποφάσεων κίνδυνο και να το αναγκάζει, ώστε να εκποιεί κατά τρόπο αδόκιμο το υψηλό δικαίωμα των αποφάσεων.Έτσι το άτομο αυτό απειλείται περισσότερο από τις λύσεις που υπόσχονται οι αποφάσεις του παρά από τα ίδια τα προβλήματα, τα οποία με την αποφασιστική του διάθεση προσπαθεί να θεραπεύσει. Δεν χωρά αμφιβολία πως η εν λόγω πολιτική των αποφάσεων είναι στην ουσία μια αθεράπευτη και φαινομενική στην πραγματικότητα τάση του ανίκανου ορθά να αποφασίζει ατόμου, το οποίο έτσι αφορίζει με τις αποφάσεις την αδυναμία του να αυτοπροσδιορίζεται και να καθορίζει δυναμικά τον κόσμο του.
Πρόκειται στην περίπτωση κατεξοχήν για τη σύγχυση εκείνη των αποφάσεων η οποία οφείλεται και στην εγγενή αδυναμία του ατόμου να διακρίνει τις μικρές από τις μεγάλες σκέψεις του και στην υστέρησή του να κατανοήσει την ανάγκη της πραγμάτωσή τους με ανάλογες βεβαίως αποφάσεις.Υπάρχει έτσι η αναντιστοιχία της ζώσας εκείνης ιδέας και της ωφέλιμης δράσης, η οποία προκύπτει ως επακόλουθο της έλλειψης του διαλόγου ανάμεσα στο άτομο με την πραγματικότητα. Έτσι γίνεται συνεπώς κατανοητό, πως μπορεί υπό προυποθέσεις να χρειάζονται μικρές αποφάσεις, που αναχαιτίζουν μεγάλα πολλές φορές προβλήματα αλλά και επιβάλλονται μεγάλες αποφάσεις για την αντιμετώπιση μικρών κρίσεων.Η περιπτωσιολογία αυτή συνήθως δικαιολογείται κυρίως από τη φύση του υποκειμενισμού του ατόμου που αποφασίζει, ο οποίος είναι συνήθως παράγωγο της στρέβλωσης του ωραίου και προιόν της προβληματικής αξιολογίας του σύμφωνα με την οποία το ωραίο εμφαίνει, όπως λέει στον Ιππία ο Πλάτων η ευχαρίστηση της όρασης και παρουσιάζει η τέρψη της ακοής. “Πλάτων. Ιππίας b 303-304 e”
Υπόψιν ότι στις αποφάσεις αυτός που επιτρέπεται να σφάλλει, σφάλλει λιγό «cui peccare licet peccat minus» – Οβίδιος.
Κατά συνέπεια multum non multa (πολύ και όχι πολλά) και multa paucis (πολλά με λίγα) ώστε οι αποφάσεις να πληρούν το μέτρο.