γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Πρόσφατα οι φορείς του εμπορίου και της αγοράς ζήτησαν βοήθεια από το κράτος. Οι αγρότες επίσης.
Παραγνωρίζοντας προς ώρας την όποια ίδια συμμετοχή, απαιτούν δωρεάν στήριξη και όχι δάνεια. Ενίοτε χάρη μακροπρόθεσμων στόχων, η οικονομική διαχείριση δεν συμβαδίζει με την οικονομική ορθοδοξία. Το είδαμε με τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν κατά την υγειονομική κρίση για την στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης.
Η παραβίαση της οικονομικής ορθοδοξίας έχει όρια, αλλά συχνά αποτελεί τεκμήριο γενναίας λαϊκίστικης πολιτικής και εν πολλοίς έχει αποφασίσει ποιος θα πληρώσει την υποτιθέμενη ανυπακοή.
Ιδιαίτερα όταν οι πολιτικοί μοιράζουν υποσχετικές σωτηρίας, σπέρνοντας αληθοφανή ψεύδη στο δυσδιάκριτο τοπίο της καθημερινότητας. Παρότι δεν είναι ο μόνος, εντούτοις αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα πολιτικής εξαπάτησης. Ο Αλέξης λοιπόν όπου με τα νταούλια το ’15 θα έκανε τις αγορές να χορεύουν, επαναλαμβάνει σήμερα δίκην ανυπακοής, πως οι αγορές “δεν μπορούν να διαμορφώνουν τις πολιτικές εξελίξεις, ερήμην της λαϊκής ετυμηγορίας”, ξεχνώντας τις 17 ώρες διαπραγμάτευσης και το τρίτο μεγαλοπρεπές μνημόνιο.
Ωστόσο έχει ήδη αποφασίσει ποιόν θα καταστήσει φτωχότερο. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν θεωρεί πως πέτυχαν “δημοσιονομική σταθερότητα, διαφάνεια στα δημόσια οικονομικά και κοινωνική συνοχή”, με την εξαντλητική υπερφορολόγηση της επιχειρηματικότητας και την εξαθλίωση της μεσαίας τάξης.
Προφανώς ο κίνδυνος της παρεκτροπής που φουσκώνει την αντιπολίτευση, θα μπορούσε να καλυφθεί κατόπιν από μερικούς έκτακτους φόρους ή μια προοδευτική, δίκαιη περαίωση σκούπα λόγου χάρη. Άλλωστε επιστρεπτέες πήρανε, δίνουν ψίχουλα υποτίθεται στον κόσμο και οι αστοί επανακάμπτουν. Ο εχθρός είναι εμφανής. Τους άλλους τους προστατεύει ο πατερούλης.
Η αριθμητική όμως έχει κανόνες και όποιος “δάσκαλος” θεωρεί πως υπάρχει άπλετος δημοσιονομικός χώρος, εκτός από φωνασκίες και ντουντούκες, ας τον αποκαλύψει. Εκτός αν φαντασιώνεται IOU ή συριζοδραχμές από το άνοιγμα κάποιου νομισματοκοπείου.
Στην πραγματικότητα οι αυξημένες παροχές που θέλουμε να δώσει το κράτος δύνανται να χρηματοδοτηθούν είτε από οικονομική ανάπτυξη, είτε από αυξημένους φόρους ή με επιπλέον δημόσιο χρέος. Από αυτό έχουμε πολύ, τους “προοδευτικούς” φόρους τους βιώσαμε οδυνηρά και μας απομένει η όποια ανάπτυξη μπορούμε. Σύμφωνα με την Ε.Ε. η Ελλάδα θα αναπτυχθεί 8,5%, 4,9% και 3,5% για το ‘21, ‘22 και ’23. Υπάρχει λοιπόν πάντα μια συναλλαγή, μια ανταλλαγή και είναι φανερό πως η δημοσιονομική παρεκτροπή είναι ανήθικη για τις επόμενες γενιές και τα πραγματικά χαμηλά εισοδήματα, τα μοναδικά που δικαιούνται στήριξη.
Στο προφανές ερώτημα ποιος πληρώνει το λογαριασμό, οι ώμοι σηκώνονται… Πόσοι λοιπόν είναι πρόθυμοι να μιλήσουν ανοικτά γι’ αυτό.