γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Οι απανωτές κρίσεις στη χώρα οδηγούν σε αναταραχή στην επιχειρηματικότητα. Είναι βέβαιο πως οι περισσότερο προσαρμοστικές στο νέο περιβάλλον θα ορθοποδήσουν γρηγορότερα και θα μακροημερεύσουν.
Από τις 821 χιλιάδες επιχειρήσεις, μόλις οι 350 περίπου απασχολούνε περισσότερο από 250 άτομα και μπορούν να λέγονται μεγάλες. Από τις υπόλοιπες, οι 800 χιλιάδες απασχολούνε μέχρι 9 εργαζόμενους και μέσα σε αυτές κυρίως ατομικές, αυτοαπασχολούμενων ή το πολύ ως 2 εργαζόμενους.
Η χώρα προσέφερε κατά τη διάρκεια της πανδημίας από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές βοήθειες, παρότι καταχρεωμένη. Αλλά τα καμάρια του φιλελεύθερου λαϊκισμού μοχλεύουν για περισσότερη χρηματοδότηση στους μικρομεσαίους και μάλιστα με εξωτραπεζικό τρόπο, χωρίς κριτήρια. Το νέο χρέος που επιδιώκεται από τους λογής επιχειρηματικούς πάτρωνες στα πλαίσια της υποθετικής διάσωσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, πιθανότατα θα προσφέρει μηδενικά μελλοντικά εισοδήματα για να πληρωθούν τόκοι, κεφάλαια, εισφορές και φόροι. Ειδικότερα μάλιστα από ήδη χρεωμένες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που δηλώνουν κέρδη ίσα με την ετήσια μισθοδοσία ενός υπαλλήλου. Πόσα ακόμη θα πρέπει δηλαδή να “τσεπωθούνε” από τους υποτιθέμενους πληττόμενους ΚΑΔ;
Διαμαρτύρονται λοιπόν τα καμάρια για τη μη πρόσβαση όλων επιχειρήσεων στο δανεισμό. Αλλά δεν αναρωτιούνται αν οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να δανείσουν τις επιχειρήσεις αυτές ή αν θα αποδεχόταν στα πλαίσια πιθανής αποτυχίας υψηλότερη φορολογία.
Οι επιδοτήσεις από τα λεφτά των άλλων θυμίζουν τις «αριστερές» αξίες σε συνθήκες δημοκρατίας. Παρλάτες εκ του ασφαλούς. Κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα δηλαδή που δικαιολογεί τα θεωρήματα της αναγκαιότητας μέσω μιας υπεραπλουστευτικής διαδικασίας εξορθολογισμού κοινωνικών και ηθικών αξιών, για το κοινό δήθεν καλό και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Αυτός ο διεφθαρμένος παρεοκρατικός καπιταλισμός πρέπει να σταματήσει διότι παράγει και συντηρεί ράθυμες, αναποτελεσματικές και μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις σε βάρος της κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι δανεισμού αλλά κουλτούρας, καθώς πλείστοι είναι γαλουχημένοι στην “κανονικότητα” του κρατικού κορβανά, στην αρπαγή του σήμερα προκειμένου να πληρώσουν άλλοι αύριο. Και το ερώτημα για το ποιος πληρώνει την πιθανή εξωτραπεζική ενίσχυση παραμένει.
Αλλά η μικροεπιχειρηματικότητα είναι ένα δοκιμαστήριο καινοτομίας, ευρηματικότητας και αντοχών και μοιραία το μεγαλύτερο μέρος αυτών θα κλείσει. Επιπλέον, η πλειονότητα των μικρών αφορά τις υπηρεσίες και επομένως το κράτος αντί να παρέχει αενάως επιστρεπτέες και δανεικά θα πρέπει να φροντίσει συγκεκριμένους τομείς στο επιχειρείν. Την ενδογενή παραγωγή, τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, τη δημιουργία κινήτρων συγχώνευσης, το σταθερό φορολογικό και δικαϊκό περιβάλλον. Γιατί είναι βέβαιο πως στην πραγματική οικονομία οι μισθοί δεν ανεβαίνουν με ένα νόμο και ένα άρθρο. Απαιτούνται υγιείς επιχειρήσεις και παραγωγικότητα.