Μονογραμμικά, του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Έδωσα τόπο στην οργή. Της έκλεψα όμως τον χρόνο της.
Δεν ξέρω εσείς τι λέτε, αλλά για το ξεροκόμματο γης που της έδωσα, νιώθω πως σίγουρα την έκλεψα στο ζύγι.
Τα κουνούπια δεν πετούν ψηλά, γιατί για εκείνα είναι προτιμότερο το «αίμα» από τις «ιδέες».
Είναι που γυρνά τόσο γρήγορα που δεν την προλαβαίνω. Αν ωστόσο ποτέ κατάφερνα και ρωτούσα τη «γη» τι κάνει με τόσους ανθρώπους πάνω της, φαντάζομαι ότι θα μου απαντούσε «αυτό έχω, με αυτό πορεύομαι».
Αν η σοφία μεταγγιζόταν θα δήλωναν όλοι αιμοδότες.
Ανέκαθεν ονειρευόμουν έναν τόπο που υποθετικά θα ήθελα να ζήσω. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν ήταν ο τόπος το ζητούμενο, αλλά το «όνειρο» του.
Η «γλώσσα» ως λέξη (σε όποια γλώσσα) έχει ορισμένα γράμματα,
λίγα πάντως σε σχέση με αυτά που σε αφήνει να ανακαλύψεις.
Γιατί έτσι πρέπει να γίνεται.
Η λέξη σου δίνει το δικαίωμα του χρώματος και της έντασης. Για παράδειγμα το «επιτέλους …έβρεξε», στην ανυδριά της ερήμου ακούγεται πολύ πιο εμφατικά από ένα «επιτέλους» σε άλλον τόπο.