Σκέψεις, από τον Μάνο Μαυρομουστακάκη:
Περπατούσε στα σύννεφα και βούλιαζε ευτυχής στην ουτοπία του.
Τσιμπούσα εγώ το πρωινό μου, και το κουνούπι εμένα.
Έπεσε θύμα των περιστάσεων, που ως γνωστόν είναι οι πλέον αναγνωρίσιμοι θύτες.
Οι δικαστές ήταν όλοι α-δέκα-στοι. Το «δέκα» για άλλους, εκτός αιθούσης.
Ρουφιάνα γλώσσα πόσα κρύβεις…
«Στην ανυδριά καλό και το χαλάζι» έλεγαν οι παλιοί στην πιο ελεήμονα παροιμία, ever.
Κάποιος χαιρετούσε –με χειρονομίες- επίμονα μπροστά μου, κάποιον που ήταν πίσω μου. Πάλι άθελα μου υπήρξα το «τρίτο» πρόσωπο.
Δεν ξέρω εσείς τι λέτε, αλλά να συμπονάτε το δεύτερο πρόσωπο. Είναι αυτό που τρώει την πατάτα.
Ξανθομαλούσα κοπελιά τι νούμερο βαφή βάφει τα μαλάκια σου;
-Φυσικά είναι. Γεννήθηκα βαμμένη. (Το –λ- άραγε πού το άφησε;)
Πάντως ήταν κυρία. Αυτό που λένε …καλο-βλαμένη.