Guest, slideshow-2

Όταν λείπει ο Γαλοπουλάκης

γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.

Να ‘μαστε πάλι στο έτος 46 μ.μ. (μετά μεταπολίτευσης), στην ίδια άκρη της Μεσογείου με ανανεωμένες τις Τρουμπικές βάσεις και το μικρό χωριό των υστερικών που αντιστέκεται για πάντα στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία με το σύνθημα: Ο λαός ποδηγετείται με χάντρες και καθρεφτάκια.

Ο Δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης έχει πάει προς Βρυξέλες μεριά σε μια τελευταία προσπάθεια να ξεπουλήσει ό,τι άφησε πίσω του η Πομπή του Τρούμπα. “Εδώ το καλό Καστελλόριζο, πάρε πάρε κόσμε, με το μαχαίρι και το τρυπάνι,” προπονείται στο δημαρχιακό αερόστατο ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης, χαμηλόφωνα όμως για να μην τον ακούσουν οι άλλοι και γίνει συννεφιασμένη Μακεδονία το μπαλόνι. 

Την ίδια ώρα στο δημαρχιακό μέγαρο η Μανέστρα Φασονούλα στέκεται πάντα κομψή μπροστά στον καθρέφτη και αυτοθαυμάζεται με πανταλόνα εμαγιέ στολισμένη με τριγωνισμένους κύκλους και πουκαμίσα λαχανί σε στιλ βαριετέ σακουλέ προτόκωλο Μπάκιγχαμ. “Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου στη γλάστρα φεν σουσουρέ από πάνω, ποια είναι η πιο κομψή στον κόσμο; Εγώ ή η Μελάνια;” Και πριν τελειώσει η Μανέστρα κάνει μια ο καθρέφτης σαν να θέλει να αυτοκτονήσει και γέρνει δεξιά έτοιμος να πέσει. Ευτυχώς όμως ο πάντα έτοιμος Πίπης το παπαγαλάκι πετάγεται πίσω από την πόρτα του καμπινέ και με σάλτο γωνία μπακλαβά πιάνει τον καθρέφτη και τον επαναφέρει στη θέση του πάνω από  τη γλάστρα φεν σουσουρέ.

“Αμάν Πίπη τι θα παθαίναμε…” Γουργουλίζει η  Μανέστρα, “εφτά χρόνια γρουσουζιά, Πίπη μου.” Και ξεσκονίζει ένα μόριο σκόνης από τον ώμο της λαχανί σε στιλ βαριετέ σακουλέ προτόκωλο Μπάκιγχαμ πουκαμίσας. “Εδώ κομψότατη δημαρχέσα μου είναι του Γαλοπουλάκη, γρουσούζηδες με δόξα και τιμή. Τι να μας κάνουν εμάς τα εφτά χρόνια.” Απαντάει με στόμφο κάμπιας στην Ομόνοια ο Πίπης.

Αλλά πάνω που ήταν έτοιμη η Μανέστρα να τον ρωτήσει τι έκανε στο καμπινέ των ιδιαιτέρων δωματίων χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο του δημάρχου και με ένα καινούργιο σάλτο σουργιελέ, ο Πίπης τρέχει να το προλάβει.

“Εμπρός, εμπρός, πίσω. Γραφείο δημάρχου Κούλη Γαλοπουλάκη, αλτ τις ει μα τον Αρπάχτρη.” Κάνει λαχανιασμένα στο ακουστικό ο Πίπης. “Πίπη, εγώ είμαι,” απαντάει μια φωνή ελαφρά ξεψυχισμένη μαρίδα σε ενυδρείο. “Μωρή Μυαλά Κεραμιδίως, εσύ είσαι;” Ρωτάει ο Πίπης.

“Εγώ είμαι Πίπη. Σου μιλάω από το Σύνταγμα.”
“Και τι κάνεις εκεί τέτοια ώρα;”
“Δίνω οδηγίες στα ΜΑΤ.”
“Εσύ; Αυτό είναι δουλειά του Νυφίτσα Καρβουνοχοΐδη” 
“Όχι αυτή τη φορά.” Απαντάει ξερά και πιο δυνατά η Μυαλά Κεραμιδίως, “τώρα είναι θέμα εκπαίδευσης και μόρφωσης.” Κόκαλο ο Πίπης. “Και ποιον εκπαιδεύεις και μορφώνεις ρε Κεραμιδίως;”
“Μα τα ΜΑΤ φυσικά.”

Ο Πίπης νιώθει μια ξαφνική ναυτία. “Το ξέρει ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης ότι έχεις ξαμοληθεί και σπας κεφάλια μαθητών;”  Αλλά καμία απάντηση δεν έρχεται, η γραμμή με την Μυαλά Κεραμιδίως  έχει χαθεί. “Καλύτερα,” σκέφτεται ο Πίπης που δεν του αρέσει να μιλάει με μια σαμαροχαφιέ του Τώνη Αρουραίου.

“Για όλα φταίνε αυτοί που ψήφισαν ‘όχι’ στο δημοψήφισμα,” ακούγεται ξαφνικά μια στριγκλιάρικη φωνή πίσω από την κουρτίνα που κάνει τον Πίπη να αναπηδήσει. “Αλτ τις ει,” λέει ο Πίπης και παίρνει τη στάση Μιγιάκι, καράτε ψιτ. “Εγώ είμαι εκλαμπρότατε και πανφωτισμένε Πίπη.” Και εμφανίζεται κλανιά παπαγαλάκι πίσω από την κουρτίνα. Ο Λούκης το υποπαπαγαλάκι. “Αμάν ρε Λούκη να με γλείφεις αλλά είπαμε, όταν είμαστε μόνοι δεν χρειάζεται να το παρακάνεις.” Χαμογελάει ο Πίπης. “Ο καλός ο γλείφτης και ο καλός ρουφιάνος ανάπαυση δεν βρίσκουν κι εγώ θέλω να είμαι καλός και στα δυο, πανχαφιέ μου,” απαντάει ο Λούκης η κλανιά παπαγαλάκι. “Ρε συ Λούκη εγώ σε είχα για Σωρρίτσα, τώρα μου έγινες και θα μείνουμε Ευρώπη καθυστερημένα;”

“Εγώ μεγαλότατε Πίπη καθυστερημένος από κούνια, καραδεξιά άνοια που λένε και οι ακαδημαϊκοί αστρολόγοι,” κάνει με καμάρι ο Λούκης, η κλανιά παπαγαλάκι με ύφος τηγανιτού παστουρμά. “Μπράβο Λούκη, εσύ δεν χρειάζεσαι Πετσολίστα, χαφιές και ρουφιάνος εθελοντής.” Λέει ο Πίπης αλλά ξαναχτυπάει το τηλέφωνο και με σάλτο πιθάρι πηδάει στο γραφείο και πιάνει το ακουστικό.

“Εμπρός πίσω, εδώ γραφείο δημάρχου Κούλη Γαλοπουλάκη.” 
“Πίπη, εγώ είμαι,” ακούγεται η φωνή του δημάρχου.
“ΔημαρχιΚούλη μου, αρχοντιΚούλη μου, εσύ;”
“Εγώ από Βρυξέλες Πίπη.” Μου έλειψες πιστό και δουλικό παπαγαλάκι. Μου έλειψε και ο Σκάϊσε και ο Στυλογραφικός Οχετός Μαριδάκι. Εδώ το μόνο που με ρωτάνε είναι αν είμαι υπάλληλος της Αρχαγγέλας ή του Τρούμπα. Κανείς δεν με γλείφει, κανείς δεν με λέει αρχοντιΚούλη ή ΔημαρχιΚούλη, Πίπη μου.”
“Κι εσύ τι τους απαντάς αρχοντιΚούλη μου;” 
“Εγώ δεν είμαι υπάλληλος κανενός, υπηρέτης είμαι!”

 

Τέλος ΙΔ’ επεισοδίου

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Θάνος Καλαμίδας, ένας Έλληνας στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στο Βερολίνο και στο Τόκιο και τελευταία στο Ελσίνκι. Για εικοσαετία ελεύθερος σκοπευτής και αναλυτής για Βρετανικά μέσα με ανταποκρίσεις από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κίνα, από την Νικαράγουα μέχρι το Σουδάν. Τα τελευταία χρόνια αναλυτής για Σκανδιναβικά, Βρετανικά και Γαλλικά έντυπα σε θέματα που κυρίως αφορούν την ευρωπαϊκή κοινότητα.

Όταν λείπει ο Γαλοπουλάκης

γράφει ο Θάνος Καλαμίδας. Να ‘μαστε πάλι στο έτος 46 μ.μ. (μετά μεταπολίτευσης), στην ίδια άκρη της Μεσογείου με ανανεωμένες

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο