γράφει ο Μιχάλης Κατρίνης.
Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ‘’αναπολούν’’ συστηματικά το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, χωρίς να το πιστεύουν.
Είναι, βέβαια, οι επίγονοι της παράταξης που μαζί με τη Νέα Δημοκρατία έστειλαν τον ιδρυτή μας στο ειδικό δικαστήριο το 1989, γιατί τους ενοχλούσε το 40% που πήρε το ΠΑΣΟΚ, παρά τον πόλεμο λάσπης.
Είναι οι πρωταγωνιστές μιας πρωτοφανούς προσπάθειας λεηλασίας της δημοκρατικής παράταξης, στα όρια του πολιτικού κανιβαλισμού με κατασυκοφάντηση του χώρου, του έργου και των στελεχών μας.
Είναι οι ίδιοι που, εσχάτως, απευθύνουν πρόσκληση διαλόγου, στο όνομα της προόδου, με αγγελιοφόρους τους προσφάτως μηδίσαντες.
Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να αντιγράψει τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ με πιο ήπια μέθοδο. Προσελκύει στελέχη του ΠΑΣΟΚ στο όνομα του ‘’μετώπου της λογικής’’. Αξιοποιεί την κυβερνητική εμπειρία τους, θέλοντας να δείξει ότι τελικά δεν είναι και τόσο δεξιά μια κυβέρνηση με τόσο ΠΑΣΟΚ στη σύνθεσή της.
Στελέχη της ΝΔ ψελλίζουν καλές κουβέντες για κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, τις μεταρρυθμίσεις και τις αναγκαίες αλλά επώδυνες επιλογές που αποδείχτηκαν –τελικά- σωτήριες για τη χώρα.
Κάποιοι, λίγοι, μιλούν κολακευτικά ακόμα και για τον Ανδρέα Παπανδρέου, ειδικά όταν ανακύπτουν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ μιλούν συμπαθητικά για το ΠΑΣΟΚ, διεκδικώντας το χώρο του πολιτικού κέντρου και τον κόσμο που παραδοσιακά στήριζε τη δημοκρατική παράταξη.
Μιλούν με συμπάθεια, πιθανόν λόγω της υπεροχής των ποσοστών τους στις πρόσφατες εκλογές, γεγονός που τους επιτρέπει να νομίζουν ότι μπορούν να μας συμπιέσουν, να μας προσελκύσουν, να μας αφομοιώσουν. Ματαιοπονούν.
Δεν μας ταιριάζει η συμπάθεια. Ούτε από τους ιστορικά και πολιτικά ιδεολογικούς μας αντιπάλους, ούτε από όλους όσοι μας χτύπησαν ανελέητα την τελευταία δεκαετία, στο όνομα του αντιμνημονιακού τυχοδιωκτισμού.
Η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη είναι ένα ιστορικό γεγονός για τη χώρα, ακριβώς γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν επέλεξε το 1974 τη συμπαθητική συνέχεια μιας ιστορικής παράταξης που έφθινε. Αφουγκράστηκε την εποχή του, οραματίστηκε κάτι νέο, το τόλμησε και πέτυχε.
Η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη δε μιλούσε για επιτόκια δανεισμού, κέρδη επιχειρήσεων και οίκους αξιολόγησης. Μιλούσε για τον άνθρωπο. Τον Έλληνα πολίτη. Εσένα και εμένα. Αποτελεί, κάθε χρόνο, μια αφορμή για αναστοχασμό και ανασχεδιασμό.
«Για να πάψει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Για να συμμετέχει ενεργά ο Λαός στον προγραμματισμό της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής πορείας της Χώρας. Για να εξασφαλιστεί η εργασία και η κατοικία σε όλους τους Έλληνες».
Πέρασαν κιόλας 45 χρόνια. Η κοινωνία εξελίχθηκε, η τεχνολογία γιγαντώθηκε, το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε. Γιατί, όμως, σήμερα η φράση αυτή μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ;
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στα «Νέα».