γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη
Τις προάλλες είχα γράψει ένα άρθρο για την ασχήμια της πλατείας Ταπητουργείου κι εν όψει παιδικού φεστιβάλ τις επόμενες μέρες έχω τα παιδιά στο μυαλό μου. Ωραία γκρινιάζουμε για τις παιδικές χαρές κι ωραία τις βρίσκουμε μία-μία ανανεωμένες και χαιρόμαστε πολύ γι αυτό, αλλά …δεν καλύπτονται όλα τα παιδιά με αυτές τις ενέργειες. Ξέρετε υπάρχουν και παιδιά άνω των 12 και 14 ετών. Αν δεν έχει αλλάξει κάτι που μου διαφεύγει, κι αυτά παιδιά είναι.
Κατέβασα τα πιτσιρίκια στο άλσος της Αγ. Τριάδας ένα απόγευμα κι εφόσον είναι υπό κατασκευή δεν υπήρχε καθόλου κόσμος. Εκτός από μια παρέα 16χρονων που εγκαινίαζαν τη μοναδική καινούργια τσουλήθρα και ανεβοκατέβαιναν σαν τα χαμστεράκια με τη σειρά. Μ’ έπιασαν τα γέλια να τα βλέπω, ολόκληροι κρεμανταλάδες δυο μέτρα να κάνουν τσουλήθρα, τα πιτσιρίκια έξυναν τα κεφάλια τους, τόσο παράξενο τους φαινόταν, για κάποιο λόγο στις παιδικές χαρές υπάρχει ένα άτυπο όριο ηλικίας όμως ξεχνάμε ότι και οι 16χρονοι κρεμανταλάδες είναι παιδιά και θέλουν να παίξουν.
Σε λίγα χρόνια και τα δικά μας έτσι θα είναι. Δίμετρα, άτσαλα πλάσματα που θα κοντεύουν να μεγαλώσουν τελείως αλλά θα είναι ακόμα παιδιά.
Από τότε παρατηρώ τους έφηβους που εμφανίζονται στις παιδικές χαρές όπου συχνάζουμε όταν δεν υπάρχει κόσμος και πολλά μικρά παιδάκια. Ξέρετε τι κάνουν; Δεν ασχολούνται με τα κινητά τους. Δεν πίνουν μπίρες. Δεν καπνίζουν. Δεν κρατάνε σπρέι. Δε σπάνε. Παίζουν. Παίζουν και το χαίρονται και τους χαίρομαι όταν τους βλέπω.
Κάνουν κούνια και το ευχαριστιούνται, κάνουν τσουλήθρα (όσοι χωράνε), σκαρφαλώνουν όπου μπορούν και γελάνε και διασκεδάζουν. Είμαι σίγουρη ότι αν είχαν μια μπάλα ή ποδήλατα ή ακόμα κι ένα Old school λάστιχο ή ένα σκοινάκι θα είχαν τρελαθεί στο παιχνίδι.
Έχω πετύχει γονείς μικρών παιδιών να δυσανασχετούν με την παρουσία των μεγαλόσωμων και φωνακλάδων εφήβων σχολιάζοντας πως «να, έτσι διαλύονται οι παιδικές χαρές» και «μα καλά, δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν;» και «είναι δυνατόν να μπαίνουν εδώ μέσα με τα μωρά» και «πού είναι ο φύλακας;»
Ξεχνώντας πως πραγματικά αυτά τα παιδιά δεν έχουν πού να πάνε, ξεχνώντας πως κι αυτά τα παιδιά είναι παιδιά, και το κυριότερο, ξεχνώντας πως σε λίγα χρόνια τα παιδιά τους θα είναι σαν κι αυτά τα παιδιά.
Και δε θα έχουν πού να πάνε.
Δεν μπορείς να κλείσεις έναν έφηβο στο σπίτι. Από την άλλη σα γονιός φαντάζομαι ότι είναι τρομακτικό να μην ξέρεις το πού μπορεί να γυρίζει και τι μπορεί να κάνει. Είναι χίλιες φορές προτιμότερο να πηδάνε τα κάγκελα των σχολείων τους και να μπαίνουν στο προαύλιο. Είναι χίλιες φορές προτιμότερο να μπουκάρουν σε μια παιδική χαρά. Είναι παιδιά και θέλουν πρωτίστως να παίξουν.
Κι όταν βαρεθούν προφανώς θα ασχοληθούν με τα κινητά τους και τα ένερτζι ντρινκς και τα γκομενιλίκια τους, και είναι χίλιες, εκατομμύρια φορές προτιμότερο να το κάνουν μέσα στην ασφάλεια του σχολείου τους και της παιδικής χαράς, μακριά από αυτοκίνητα και μηχανάκια, μακριά από σκοτεινές γωνιές, παρέα με πολλά άλλα παιδιά, παρέα με μικρότερα παιδιά και με γονείς γύρω-γύρω. Κι ας μην είναι οι δικοί τους γονείς.
Θα έπρεπε όλοι να χαιρόμαστε με την παρουσία αυτών των παιδιών. Εξάλλου, δεν έχουν πού να πάνε! Δε θέλουν όλοι ή δεν μπορούν να πληρώνουν ένα τριαντάρι για να κάνουν προπόνηση στο ποδόσφαιρο και να έχουν πρόσβαση στα γήπεδα. Θα έπρεπε να υπάρχουν γήπεδα, για όλα τα γούστα, για όλα τα παιδιά. Θα έπρεπε να υπάρχουν πάρκα για να κάνουν με ασφάλεια ποδήλατο, να αράξουν κάτω από ένα δέντρο ξέρω ‘γώ και να γκομενίσουν. Θα έπρεπε να υπάρχουν χώροι να παλιμπαιδίσουν. Θα έπρεπε να υπάρχουν κέντρα νεότητας να τους απασχολούν ευχάριστα. Θα έπρεπε να μπορούν να εκτονώσουν αυτές τις τεράστιες ποσότητες ενέργειας που διαθέτουν με παιχνίδι, διασκέδαση, δημιουργικότητα. Σκεφτείτε και πέστε μου αν οι έφηβοι στις πόλεις μας έχουν κάτι να κάνουν πέρα από τα ίντερνετ καφέ, το κοπροσκύλιασμα στους δρόμους και το χουλιγκανισμό στα γήπεδα. Πόσο διαφορετικά να ήταν ίσως όλα, αν τα 16χρονα παιδιά μας μπορούσαν να κάνουν κούνια.
& Εκείνος
Νομίζω ότι το έχω ξαναγράψει κι εδώ, όταν η κόρη μου ήταν πιο μικρή και έκανε κάτι που με έκανε από το να δυσφορήσω μέχρι να εκνευριστώ, προσπαθούσα να θυμηθώ τι έκανα εγώ στην αντίστοιχη ηλικία. Και λειτουργούσε πάντα. Μπορεί οι αναμνήσεις μου από τα πέντε-έξη-επτά ή δέκα μου χρόνια να είναι από ομιχλώδης σε υποθετικές αλλά μεταξύ προσπάθειας να θυμηθώ και να καταλάβω, αυτό που έκανε την κόρη μου να κάνει ότι ήταν αυτό που έκανε, κατάφερνα να ηρεμήσω. Όχι απλά να ηρεμήσω αλλά ακόμα και να γελάσω ή μερικές φορές να ευχηθώ η κόρη μου να μην γίνει ποτέ αυτό που ήμουν εγώ σε …αντίστοιχη ηλικία.
Κάπως έτσι και τώρα διαβάζοντας για τις κούνιες στην Αγία Τριάδα στον Βύρωνα πέθανα στα γέλια γιατί …γιατί θυμάμαι τον εαυτό μου ολόκληρο γομάρι, παρέα με άλλα δυο γομάρια, να κάνουμε κούνια εκεί ακριβώς. Και τότε δεν μιλούσαμε για «άλσος» αλλά για μια αφρόντιστη αγριάδα που είχε σε ένα άνοιγμα στρωμένο με χαλίκι δυο κούνιες και μια τσουλήθρα σε καφέ χρώμα όχι γιατί έτσι ήταν βαμμένες αλλά από την σκουριά.
Και όχι δεν μιλάω ούτε για το 2000, ούτε για 90 ούτε για το 80, μιλάω για πολύ πιο πριν. Για τις …παλιές καλές ημέρες! Οι παλιές καλές ημέρες που δεν υπήρχαν σύριγγες στα πάρκα και προφυλακτικά στα παγκάκια… καλά πλάκα μου κάνετε ή έχετε πάθει όλοι σας αλτσχάιμερ;
Πριν από πέντε ή έξη χρόνια που ήμουν στην Ελλάδα και σε μια προσωπική διαδρομή αναμνήσεων πέρασα κι από το πάρκο της Αγίας τριάδας και έπαθα …πολιτισμικό σοκ! Μονοπατάκια και παγκάκια, κάδοι απορριμμάτων και παιδική χαρά. Καθαρά! Υπήρχαν ακόμα και παιδάκια, μέχρι και τεσσάρων χρονών με τους γονείς τους στις κούνιες. Ούτε σπασμένα μπουκάλια μπύρας, ούτε πεταμένα χαρτιά, ούτε σύριγγες, ούτε προφυλακτικά, ούτε λοφάκια με αποτσίγαρα.
Γιατί για να θυμίσω σε αυτούς που αναπολούν τις «παλιές καλές ημέρες» και ειδικά αυτούς που είναι συνομήλικοι μου εκεί γύρω από την έκτη δεκαετία τους, ότι μετά τις οκτώ το βράδυ καθημερινά, και αφού είχε τελειώσει ο Πυθαγόρας και ο Σάρολας, το «πάρκο» της Αγίας Τριάδας γινόταν καπνιστήριο, υπαίθριο μπαρ και για κάποιους …ναός που θυσίαζαν συχνά την παρθενιά τους.
Δεν θέλω να σας χαλάσω κάποια πιθανώς «ρομαντική» εικόνα που είχατε για τις παλιές καλές ημέρες όταν εσείς ήσασταν παιδιά αλλά προσπαθώ να σας θυμίσω πώς ήσασταν εσείς όταν ήσασταν έφηβοι. Ξέρετε ποια ήταν η μόνη διάφορα; Το κινητό. Δεν υπήρχαν κινητά. Κατά τα άλλα ίδιες ανησυχίες, ίδιες επιθυμίες, ίδιες αναζητήσεις ακόμα και οι ίδιες βλακείες απλά με άλλο όνομα.
Ξέρετε τι άλλο δεν έχει αλλάξει; Και μάλιστα είναι ο λόγος που πολλοί αποτύχανε τότε και συνεχίζουν να αποτυγχάνουν σήμερα; Ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι και αναθρέφεις ένα παιδί και θα το πω με πολύ λύπη άλλα οι περισσότεροι βλέπουν τα παιδιά τους και την ανάγκη για την προσοχή τους σαν αγγαρεία που με μεγάλη χαρά μεταφέρουν ή αναθέτουν στην τηλεόραση και το YouTube.
Αυτό σημαίνει ότι όσα πάρκα και να κάνει ο δήμος, όσα γυμναστήρια κι αν φτιάξει το κράτος τίποτα δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τον γονέα και ο γονέας είναι αυτός που θα δώσει τον ρυθμό και τα πρώτα βήματα στον νέο και την νέα. Τα παιδιά συνήθως μιμούνται αυτό που βλέπουν από τους γονείς θετικά ή αρνητικά, τα παιδιά επίσης αντιδρούν σε αυτό που βλέπουν να κάνουν οι γονείς, αρνητικά ή θετικά. Ο αδιάφορος γονέας διδάσκει αδιαφορία στο παιδί του. Ο ‘φωτισμένος’ γονιός διδάσκει πολιτισμό στο παιδί του και ο δήμος ή το κράτος δίνουν τα εργαλεία που παιδιά που έχουν γνωρίσει τον πολιτισμό μπορούν να εκμεταλλευτούν.
Ένα παράδειγμα από εκείνες τις παλιές καλές ημέρες. Τα πολύ πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και με πρόταση των μαθητικών συμβουλίων διοργανώθηκε στο πολιτιστικό κέντρο του Βύρωνα παράσταση με το έργο «Ένας Όμηρος» του Μπρένταν Μπίαν, με μουσική και τραγούδια του Μίκη. Μαθητές ήταν οι ηθοποιοί, μαθητές ήταν και οι μουσικοί, σκηνικά οι μαθητές και σκηνοθεσία οι μαθητές. Και για να προλάβω του κακόπιστους, ναι υπήρχαν μέλη της ΚΝΕ και του Ρήγα αλλά ο κολλητός μου που συμμετείχε ήταν ΟΝΝΕΔιτης. Όλοι ήμασταν έφηβοι μαθητές. Συμμετείχε όλος ο γυμνασιόκοσμος του Βύρωνα από Νέο Παγκράτι μέχρι Καρέα. Και η προετοιμασία που κράτησε γύρω στους 4 μήνες δημιούργησε από φιλίες ζωής μέχρι …μελλοντικούς γάμους. Αλλά πάνω από όλα ενέπνευσε το συναίσθημα την δημιουργίας, της αλληλεγγύης και της κοινωνίας.
Βλέπετε δεν φτάνουν μόνο τα εργαλεία αν κανένας δεν τους έχει δείξει πώς να τα χρησιμοποιούν. Και αυτό δεν ξεκινάει από το κράτος αλλά από το σπίτι.
Και σαν υστερόγραφο, ακόμα και το κινητό ή το YouTube, εργαλεία είναι. Ο χρήστης ορίζει την χρήση τους.